Ο Freud έγραψε πρώτος για «τον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών», δηλαδή την ιδιοσυγκρασιακή ανθρώπινη τάση –όπως θεωρούσε ο ίδιος– την οποία αντιλήφθηκε ως έκφραση της ανθρώπινης τάσης για επιθετικότητα και η οποία πυροδοτεί συχνά τις δια-ομαδικές πολώσεις και συγκρούσεις.
Βέβαια, οι μετέπειτα απόψεις πολλών ψυχολόγων θεωρούν ότι η δυναμική αυτή, ο «ναρκισσισμός των μικρών διαφορών», είναι μάλλον ακόμη ένα σύμπτωμα του αναπτυξιακού ή του συλλογικού τραύματος και όχι ένα χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας και έχουν δίκιο.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για την υπερευαισθησία της μιας ή της άλλη ομάδας σε μικρές λεπτομέρειες διαφοροποίησης από την έξω-ομάδα, «εμείς vs αυτοί», παρά το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες μοιράζονται πολλά περισσότερα παρόμοια χαρακτηριστικά. Πιθανόν η υπερευαισθησία αυτή να αφορά όχι μόνο σε ομάδες, αλλά και στο ίδιο το άτομο, σε μια εξίσωση «εγώ» vs «εσύ» που οδηγεί εν τέλει στο γνωστό «πόλεμος όλων εναντίον όλων».
Όπως το περιγράφει ο ψυχίατρος V. Volkan: «Η εστίαση στις ασήμαντες διαφορές γίνεται το «τελευταίο όριο» για τη διατήρηση μιας ξεχωριστής ταυτότητας της ομάδας η οποία αισθάνεται την απειλή». Ο «ναρκισσισμός των μικρών διαφορών» είναι, δηλαδή, ένα ταυτοτικό ζήτημα και ενεργοποιείται μάλλον εκεί όπου οι πάσης φύσεως ατομικές ή/και συλλογικές ταυτότητες απειλούνται.
Ιδιαίτερα ταυτότητες που δεν έχουν ισχυρά νοηματοδοτικά θεμέλια ή συλλογικές ταυτότητες που συγκροτήθηκαν ευκαιριακά ή ταυτότητες που έχουν υπονομευθεί και απειλούνται, εύλογα, καθίστανται ευάλωτες στην ενεργοποίηση του «ναρκισσισμού των μικρών διαφορών».
Νομίζω, για παράδειγμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο, ακριβώς γιατί τόσο η συλλογική / ενοποιητική του ταυτότητα βρίσκεται σε κρίση –αν δεν έχει καταρρεύσει– αλλά και γιατί σε μεγάλη κρίση βρίσκονται ως εκ τούτου και οι ατομικές ταυτότητες πολλών μελών του. Όσοι τουλάχιστον δεν περίμεναν απλά τον κομματικό μισθό τους, αλλά είχαν επενδύσει στην ταυτοτική αυτή υπαγωγή τους σημαντικά στοιχεία της προσωπικής τους αυτοεκτίμησης.
Καθώς η «αξία» της συλλογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ απομειώνεται ορμητικά, τουλάχιστον από το ’15 και μετά, τόσο η ομάδα όσο και τα άτομα / μέλη της αισθάνονται αυξημένη απειλή και ως εκ τούτου η τελευταία γραμμή ταυτοτικής άμυνας δεν μπορεί να είναι άλλη από τον «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών», που εν τέλει οδηγεί στη διάλυση.
Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο που την ίδια συλλογιστική μπορούμε να ακολουθήσουμε και για το ελληνικό συλλογικό, την ελληνική κοινωνία ή ακόμη χειρότερα του ελληνικού έθνους, των οποίων η «ταυτοτική αξία» επίσης απομειώνεται εκθετικά, προφανώς σε σημαντική αλληλεπίδραση με την απαξίωση της «ταυτότητας ΣΥΡΙΖΑ» ή της «ταυτότητας αριστερά» γενικότερα. Έτσι συμβαίνει στα πάσης φύσεως συστήματα. Δεν μπορείς να δηλητηριάζεις τον κορμό ολόκληρου του δέντρου και το δικό σου κλαδί να παραμείνει υγιές. Είναι μάλλον συστημική ανοησία να ξεριζώνεις τις ρίζες του δέντρου σου προσδοκώντας να ξεδιψάσει το δικό σου κλαδάκι. Η δικιά σου ξηρασία θα είναι η σίγουρη και εύλογη συνέπεια.
Και όταν φτάνεις εκεί μπορεί, ακόμη και άθεος να είσαι, να αρχίζεις να ασχολείσαι εμμονικά «με το φύλο των αγγέλλων», έτσι που στο κλαδί του συμβολισμού μας θα αρχίσει να «πλακώνεται» η μια φυλλωσιά με την άλλη, έως και το ένα φύλλο με το άλλο.
Η αλήθεια είναι πως όταν μια ομάδα/συλλογικότητα συγκροτείται με βάση τα αισθήματα υπεροχής των μελών της έναντι των ανόητων υποδεέστερων άλλων, με μια ελιτίστικη υπερδιανοητικοποιημένη αντίληψη ανωτερότητας έναντι της «ακαλλιέργητης αμόρφωτης πλέμπας» που δεν ακολουθεί τα λαμπρά φώτα του ριζοσπαστισμού μας, τότε οι ομοιότητες μας με τον απέναντι Άλλο και κυρίως το κοινό αίσθημα ευαλωτότητας / ευθραυστότητας απέναντι στην υπαρξιακή απειλή, δηλαδή η ίδια η ανθρωπινότητα μας, γίνεται ενοχλητική.
Γίνεται ενοχλητική γιατί με την υπενθύμιση αυτή τίθεται σε κίνδυνο η ταυτότητα της ενδο-ομάδας, αφού πλήττεται ο κοινός ναρκισσιστικός παρονομαστής, δηλαδή η συγκολλητική, συνεκτική ουσία της ομάδας.
Ως εκ τούτου μόνη καταφυγή απομένει ο εντοπισμός στις διαφορές, που ανακουφίζει το ναρκισσιστικό πλήγμα, καθώς υποβαθμίζει τις ομοιότητες με τον Άλλο άνθρωπο και την υπαρξιακή οδύνη του και ενισχύει την αγεφύρωτη ρήξη μεταξύ των δύο ομάδων. «Εμείς vs αυτοί» ή «Μόνος μου και όλοι σας».
Οι κοινωνικοί μηχανικοί του κυρίαρχου συστήματος γνωρίζουν πολύ καλά αυτόν τον μηχανισμό κοινωνικής / ενδο-ομαδιακής / δια-ομαδικής πόλωσης και δεν έχουν παρά να πετάξουν στην κοινωνική αρένα το κατάλληλο κάθε φορά «τυράκι» που θα πυροδοτήσει την πόλωση.
Αν με το χέρι στην καρδιά, οι άνθρωποι αυτοί –και εμείς μαζί– μπορούσαμε να κατέβουμε για λίγο από το ναρκισσιστικό μας βάθρο και αναγνωρίζαμε τις ανοησίες που μας χωρίζουν, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, σε «εμείς» vs «αυτοί», ή «εγώ vs εσύ», όχι μόνο στο κόμμα αλλά ακόμη και στη δουλειά, ακόμη και μες στις οικογένειες μας, ακόμη και με τα παιδιά μας, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την υπαρξιακή ενότητα που δεν μας αφήνουν να δούμε.
Να δούμε την ενότητα όλων μας ενάντια σ’ αυτούς που παίζουν με τη ζωή και το θάνατο μας και έχουν θέσει το ελληνικό συλλογικό σε μέγιστο υπαρξιακό κίνδυνο.
Θα απαντούσαμε τότε στον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών με την παλλαϊκή ενότητα των μεγάλων διακυβευμάτων.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι MSc. Αναπτυξιακός και Κοινωνικός Ψυχολόγος