Επιμέλεια: Θανάσης Μουσόπουλος
Ξάνθη, 11/8/2020

Ο κήπος της ποίησης στη Θεσσαλονίκη κατά τη μεταπολεμική περίοδο είχε πολλούς και πολύ εκλεκτούς δημιουργούς. Πρωταγωνιστής της ο Ντίνος Χριστιανόπουλος που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Θα έλεγα ο τελευταίος των μεγάλων ποιητών του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου. Είχα τη χαρά να τον γνωρίσω, να γράψω και να μιλήσω για το ποικίλο έργο του. Μεγάλη χαρά και τιμή τα κολακευτικά λόγια που διατύπωσε για τα ποιήματά μου ήδη από την αρχή της πορείας μου. Δεν ξέρω αν θα αυθαιρετούσα χαρακτηρίζοντας τον «Καβάφη της εποχής και του χώρου μας».

Με την αγγελία της φυγής του παρουσιάζω ένα μικρό αφιέρωμα, για τη ζωή και το έργο του. Παραθέτω δύο ποιήματά του που πολύ αγαπώ και που δείχνουν πόσο άμεσα και καθαρά μίλησε για τον άνθρωπο.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1931 ‒ 11 Αυγούστου 2020), γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, σπούδασε στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, εργάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Διαγωνίου». Σύγχρονος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. 

Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

Ιθάκη
Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

«Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας»

Ποίηση

– Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950
– Ξένα γόνατα. Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957
– Ανυπεράσπιστος καϋμός. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1960
– Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962
– Το κορμί και το σαράκι. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
– Ποιήματα 1949-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
– Προάστια. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1969
– Το κορμί και το μεράκι. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970
– Ποιήματα 1949-1970. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1974
Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1975
Ιστορίες του γλυκού νερού. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1980
Το αιώνιο παράπονο. Ποιήματα και τραγούδια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981
Νέα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981 (και σε δεύτερη έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα. Πεζά Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984)
Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984
Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (δεύτερη έκδοση 1992, τρίτη έκδοση 1998)
Νεκρή πιάτσα. Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
Το κορμί και το σαράκι. Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
Η πιο βαθιά πληγή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1998
Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
Πεζά ποιήματα. Θεσσαλονική, Ιανός, 2004
Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2004
Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει. Λευκωσία, Αιγαίον, 2011

Εκτός από την ποίηση πλούσιο είναι το λοιπό έργο του, Μελέτες, Παρουσιάσεις, Δοκίμια, Μεταφράσεις, διασκευές, Πεζογραφία. Αναφέρω επίσης:

Ανθολόγια Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2009
Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το αιώνιο παράπονο & Με τέχνη και με πάθος, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012

***

Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1931. Χρόνια μετά, η ημέρα της γέννησής του (Εαρινό ηλιοστάσιο ‒ πρώτη μέρα της Άνοιξης), έμελλε να χρισθεί ως… «παγκόσμια μέρα της ποίησης». «Δεν θέλω και πολύ τις αυτοβιογραφίες, γιατί μου δίνουν την εντύπωση ότι ξόφλησα κι ότι δεν έχω πια να κάνω τίποτα άλλο παρά να βυθίζομαι στις αναμνήσεις…», έλεγε.

Στην εφηβεία αμφιταλαντευόταν για το εάν θα σπουδάσει θεολογία (πήγαινε στο κατηχητικό και είχε αναφέρει πως είχε επηρεαστεί) ή να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών. Τελικά αποφάσισε να γίνει φιλόλογος και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε στα 1954) αλλά δε θέλησε ποτέ να εξασκήσει τη φιλολογία ως επάγγελμα. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και ύστερα από οκτώμισι χρόνια παραιτήθηκε. Είχε δηλώσει εξάλλου ότι θεωρεί… «κατάρα» το να είναι κάποιος υπάλληλος…

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1949, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Βιογραφία» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μορφές». Το 1950 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων». Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε το περιοδικό «Διαγώνιος» που κυκλοφόρησε ως το 1983, και το 1962 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Διαγωνίου», προτείνοντας και εκδίδοντας σημαντικούς λογοτέχνες. (Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Περικλής Σφυρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου κ.ά).

Εκτός από ποιητής και εκδότης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοκριτικός, συλλέκτης, μελετητής και ερμηνευτής ρεμπέτικων τραγουδιών. Είχε ασχοληθεί επισταμένα με το Διονύσιο Σολωμό, το Στρατή Δούκα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, το Νίκο Καββαδία, το Βασίλειο Λαούρδα, ενώ είχε εντρυφήσει στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη κι εξέδωσε μελέτες για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα στα ελληνικά γράμματα. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του «Εναντίον» από το 1979 όπου αναφέρει: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».

Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από έντονα ερωτική διάθεση και επιρροές από το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Πάντως, η βασικότερη διαφορά είναι ότι ο Καβάφης είναι φιλήδονος, ενώ εγώ γράφω για την αγωνία της ερωτικής στέρησης», έλεγε.

Τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια διέμενε μόνος του (μετά τα… «υπερήφανα χρόνια της Δημητρίου Πολιορκητού») σ’ ένα ισόγειο διαμέρισμα των 40 Εκκλησιών, ενώ η υγεία του είχε επιδεινωθεί.

[Τα τελευταία είναι αποσπάσματα από κείμενο δημοσιευμένο στην Καθημερινή με την αγγελία του θανάτου του]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!