Τι εποχή κι αυτή! Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης που βροντάγανε κι αστράφτανε τα τραγούδια που είχαν εξοστρακιστεί από τη χούντα των συνταγματαρχών (1967-74), μαγειρευόταν αθόρυβα ένας δίσκος που έμελλε να φέρει ένα φρέσκο αεράκι στο ελληνικό τραγούδι που το νιώθουμε ακόμα. Μια παρέα, μισή από Θεσσαλονίκη και μισή από Αθήνα, ένα πετυχημένο συνταίριασμα που τα είχε όλα και δεν έδειχνε ούτε πρόδιδε τίποτα εθνοτοπικό.
Καινούριος ήχος που δεν ντρεπόταν να είναι ατόφια λαϊκός και πρωτότυποι στίχοι, που δεν έμοιαζαν καθόλου στους εξαίρετους αλλά κλασικούς στίχους των μελοποιημένων ποιημάτων του Ρίτσου και του Νερούδα. Ξυδάκης, Ρασούλης, Σιμώτας, Κοντογιάννης, Παπάζογλου, Κυριτσόπουλος, συναρμολόγησαν αθόρυβα την «Εκδίκηση της γυφτιάς», το 1978, κάτω από τη μαγική ομπρέλα του Σαββόπουλου, στο καινούριο στούντιο του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη. Ο δίσκος, όπως ήταν φυσικό, εκδόθηκε από τη Λύρα του Πατσιφά, στην οδό Κριεζώτου. Στο φιλόξενο οίκο που έβγαζε τα αριστουργήματά του ο Νιόνιος, εκεί που κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος από κομπανία, «Τα Μπλε Παράθυρα» της Ρεμπέτικης Κομπανίας του Γιώργου και του Δημήτρη Κοντογιάννη, του Μανώλη Δημητριανάκη και του Αντρέα Τσεκούρα, εκεί που κυκλοφόρησαν -με τη συμμετοχή του Παπάζογλου και του Ρασούλη- και οι «Αχαρνείς», η ηχογραφημένη εκδοχή της ευφάνταστης παράστασης «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα Θυμαράκια» που είχε στήσει και σκηνοθετήσει ο Σαββόπουλος στην Πλάκα, το χειμώνα 1976-77.
Μέσα από τις παρέες
Ήταν η εποχή που οργίαζαν οι παρέες, πολιτικές και καλλιτεχνικές, σταθερές ή πρόσκαιρες, αλλά πάντοτε ευμετάβλητες, αφού οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι από παρέα σε παρέα κουβαλώντας ιδέες, φωνές και σχέδια. Και δημιουργικοί δεν ήταν μόνο όσοι γίναν διάσημοι. Για παράδειγμα, βρίσκεις τον Αντρέα Τσεκούρα να παίζει ακορντεόν και σ’ «Τα δήθεν», αλλά και στο δίσκο του Καραγκιοζοπαίχτη Μάνθου του Αθηναίου, που είχα αναλάβει εγώ την παραγωγή. Γίνονταν συναθροίσεις, εσωτερικές μετακινήσεις και προσμίξεις, γιατί δεν είχαμε διαχωριστικά ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το νέο λαϊκό, κι όσο προχώραγε η φάση τόσο δυνάμωναν και άνθιζαν αμφότερα. Στην παρέα μας (Φαληρέας, Κοντογιάννης, Αρβανίτης, Παπαδάκης, Βακαλόπουλος, Σαββάτης κ.λπ.), μπλέξαμε και τον Άκη Πάνου, τον Σαββόπουλο, τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη, την εποχή που εκολαπτόταν το «ντέφι».
Σε σπίτια, μπουζουξίδικα, πανηγύρια και ταβέρνες, στο Ντόλτσε στο Κολωνάκι και στην ταβέρνα του Σαμπάνη, στον Άγιο Λουκά, και στα ρεμπετάδικα που φύτρωναν παντού, με την Οπισθοδρομική και την Αρβανιτάκη, τον Γκολέ και τον Ξηντάρη, αλλά και πιο βόρεια, τον Χοντρονάκο, τη Μαριώ και το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης με τον Αγάθωνα. Και πολλούς άλλους, του Χρήστου Νικολόπουλου συμπεριλαμβανομένου, μαζί με τους υπέροχους μουσικούς που κάναμε μεταγραφή από τα μπουζουξίδικα και τα πανηγύρια, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βασίλης Σαλέας, ο Τάκης Σούκας, ο Λάζαρος Κουλαξίζης, εξαίρετοι μπουζουξίδες και πάμπολλοι νέοι μουσικοί που μόλις σκάγαν μύτη, ικανοί και ορεξάτοι.
Ήταν μια εποχή που εξακολουθούσαμε να αναζητούμε και να βλέπουμε φως, παρ’ όλο που τα όνειρά μας για την επερχόμενη επανάσταση είχαν διαψευστεί. Κι έτσι γεννήσαμε ανώδυνα το «ντέφι», το 1982, κι έτσι ανεβήκαμε ενθουσιώδεις στο Λυκαβηττό.
Ροκ και ρεμπέτικο
Μέσα σ’ αυτό το στρόβιλο, ξεκινώντας από τις εκλογές στη Νομική το ’72, περνώντας από το Πολυτεχνείο την επόμενη χρονιά, ξαφνιασμένοι και ενθαρρυμένοι από την απρόσμενη κατάρρευση της δικτατορίας το ’74, ανανεωθήκαμε και ξαναγεννηθήκαμε στη μεταπολίτευση, εμείς, οι παλιοί ροκάδες, οι νεοκυματικοί και οι κουλτουριάρηδες, ακούγοντας Φρανκ Ζάππα και Τσιτσάνη ταυτόχρονα. Στέλιος Φωτιάδης, Γιάννης Μπασίπαγλης, Σωτήρης Νικολακόπουλος, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιάννης Διαμαντόπουλος, Χρήστος Βακαλόπουλος, Γιάννης Ρήγας, Μάκης Κοντιζάς, Θοδωρής Μανίκας, Γρηγόρης Φαληρέας, Παύλος Σιδηρόπουλος, Νίκος Ζιώγαλας, Μελίνα Τανάγρη, Νικόλας Άσιμος, η Βασιλική και η Στέμη, και βέβαια, ο Νίκος Παπάζογλου, ο μικρασιάτης Μακεδόνας.
Μέχρι το 1985 γίνανε υπέροχα πράγματα απ’ αυτές τις παρέες που συνέχισαν να μεγαλώνουν για μερικά χρόνια ακόμα, ενώ ταυτόχρονα διαλύονταν. Γλυκερία, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Αφροδίτη Μάνου, Μιχάλης Γκανάς, Ελένη Βιτάλη, Βαγγέλης Ξύδης, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, αδελφές Ρεμπούτσικα, Γιώργος Σαρρής, Θοδωρής Γκόνης, Βάσω Αλαγιάννη, Κώστας Γουδής, Ντόρα Ρίζου, Χειμερινοί Κολυμβητές, Παιδιά απ’ την Πάτρα και πολλοί άλλοι, ακόμα και ο Αντρέας Μικρούτσικος πριν αυτομολήσει και αυτοαπαλλοτριωθεί. (Ο κατάλογος είναι μεγάλος και περιλαμβάνει κινηματογραφιστές, ηθοποιούς, ζωγράφους, φωτογράφους, παραγωγούς κ.λπ.)
Σε γη, αέρα και θάλασσα
Ο Παπάζογλου όμως, ήταν ένας από τους λίγους, ίσως και μοναδικός, για τον οποίο η περίοδος αυτή δεν τελείωσε ποτέ! Άλλοι μπάταραν, άλλοι άλλαξαν πορεία, άλλοι μετεξελίχθηκαν, άλλοι στέρεψαν και μερικοί μεγαλοπιάστηκαν. Ο Νίκος, κόντρα, μετέφερε χωρίς τυμπανοκρουσίες αυτό το οποίο συνδημιούργησε, από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς εκσυγχρονισμούς, χωρίς περιττά στολίδια. Διατηρούσε και παρέτεινε μια εποχή που γίνονταν πολύ όμορφα πράγματα και αποδείκνυε εμπράκτως ότι αυτό που ένιωθε και υπερασπιζόταν ήταν πάντα επίκαιρο και μοντέρνο. Γι’ αυτό, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα, ούτε καν το μαντηλάκι του, περνούσε σχεδόν αδιάβροχος μέσα από τις μόδες, τα ρεύματα και τα ρέματα.
Τεχνολογικά ήταν πάντα μπροστά απ’ όλους τους συνομήλικους του, από τότε που έφτιαξε το πρωτοποριακό «στούντιο Αγροτικόν» και συνέχισε, εκτός από τα δικά του, να ηχογραφεί τα ροκάκια της Θεσσαλονίκης. Μηχανικός, αεροπόρος, καπετάνιος, οδηγός, αγρότης, σύζυγος, πατέρας, μουσικός, τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός, σκηνοθέτης μιας αληθινής ζωής γεμάτης έρωτες, πάθη και περιπέτειες, με την ίδια φλόγα και άνεση, στη γη, τον αέρα και τη θάλασσα.
Αντι-σταρ
Ο Νίκος ήταν πάντα αντί. Γοητευτικός και δημοφιλής, αλλά αντι-σταρ. Δεν βιάστηκε, ούτε αναρριχήθηκε. Παρ’ όλο που ξεχώρισε αμέσως, από τη «γυφτιά», που συμμετείχε όχι μόνο ως ερμηνευτής, αλλά και ως συνδημιουργός δύο σημαντικών τραγουδιών, το συμβολικό «Κυρ Διευθυντά των δίσκων» με τον Μανώλη Ρασούλη και το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» με τον Τάκη Σιμώτα. Ούτε αυτονομήθηκε αμέσως. Τι αμέσως; Δέκα χρόνια έκανε σχεδόν για να αυτονομηθεί πλήρως.
Το 1982, στην πρώτη συναυλία που οργανώσαμε καθιερώνοντας το θέατρο Λυκαβηττού ως τον κεντρικό συναυλιακό χώρο της πόλης, ο Παπάζογλου συμμετείχε μαζί με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, τη Γλυκερία, τον Μπάμπη Γκολέ, τον Δημήτρη Κοντογιάννη, τον Αγάθωνα και το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, τον Αριστείδη Μόσχο και τον Γιώργο Κόρο. Αλλά, και το 1985, που το «ντέφι» οργάνωσε μία συναυλία με τη Γλυκερία, αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη, πάλι στο Λυκαβηττό, ο Νίκος συμμετείχε ως καλεσμένος φίλος μας, αγαπητός. Με το Φωτιάδη και τη Γλυκερία έφτασαν στα πέρατα του κόσμου και η Γλυκερία ήταν αυτή που απογείωσε με την ερμηνεία της το «μπαγλαμαδάκι» του και το έκανε πανελλαδικό σουξέ!
Όμως, καθώς οι παρέες χαλάρωναν, ο Νίκος πήρε πάνω του την ευθύνη να κρατήσει αμαγάριστο αυτό το είδος, σχεδόν ταυτίζοντάς το με το πολύ δικό του, προσωπικό στιλ και ύφος ερμηνείας και παρουσίασης, με αφετηρία το «Χαράτσι». Έκτοτε, με τη συνδρομή της Βαρβάρας, ολοκλήρωσε την αυτοοργάνωσή του και πορεύτηκε ως μοναχικός ταξιδευτής, με βάση πάντα τη Θεσσαλονίκη που δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ο Νίκος ήταν διαχρονικά επίκαιρος, κόντρα σε κάθε μόδα. Συνδύαζε αρμονικά το παραδοσιακό, το κλασικό με το πιο μοντέρνο και πρωτοποριακό. Ντυμένος αλά αμερικέν, είχε σήμα του τον μπαγλαμά και μιλούσε θαυμάσια ελληνικά με όλα τα ευγενή μέταλλα της ανατολίτικης προφοράς και των βαλκανικών δανείων.
Επίσης, ο Νίκος δεν υπέκυψε στον πειρασμό να βγάζει ένα δίσκο κάθε χρόνο. Φαίνεται ότι δεν του χρειαζόταν. Είναι φανερό ότι αγαπούσε πάρα πολύ τα τραγούδια του, δεν βιαζόταν να τα αντικαταστήσει στο ρεπερτόριό του και επιμήκυνε τη ζωή τους νιώθοντας την ανταποδοτικότητα του ακροατηρίου του, που ποτέ δεν τον έβαλε στο ίδιο τσουβάλι με τους άλλους. Ο Νίκος είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που αγαπήθηκαν πολύ, μα πάρα πολύ. Αγαπήθηκε για το καλλιτεχνικό έργο του, για τη στάση ζωής και την προσωπικότητά του, για τον βαθύ και πολύχρωμο πολιτισμό που τόσο τρυφερά και στέρεα εξέφραζε. Για όλα αυτά και για όσα δεν φτάνουν τα λόγια για να ειπωθούν, ο Νίκος θα μας λείψει, πολύ.
Στέλιος Ελληνιάδης
Διαβάστε ακόμα:
«Στιγμές»… της επαφής μου με τον Νίκο Παπάζογλου, της Ελένης Αλεξανδράκη
Πετώντας στην Αμερική και την Αυστραλία, με τον Παπάζογλου!, της Βάσως Διαμαντοπούλου