Το νέο βιβλίο της Νένης Πανουργιά «Λέρος – Η Γραμματική του εγκλεισμού» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, είναι ένα βιβλίο που απλώνεται σε πολλά και διαφορετικά θέματα κι ας έχει ως πυρήνα του τον εγκλεισμό. Ακόμη και για κάποιον που έχει ασχοληθεί αρκετά με την ιστορία της Λέρου, η συγγραφέας έρχεται αν φωτίσει τα πράγματα με μια διαφορετική ματιά, χαρίζοντάς μας –αν επιτρέπεται η έκφραση– ένα «πολυβιβλίο».

Αξιοποιεί ακόμη και τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας, δίνοντάς μας μια γεύση από τα βιβλία του μέλλοντος. Ωστόσο πάντα στο επίκεντρο είναι η Ιστορία. Με έναν συνδυασμό έρευνας των πηγών, αρχείων, προφορικής αλλά και βιωματικής προσέγγισης. Με επιστημονικότητα μεν, αλλά χωρίς την απόσταση του «υπεράνω» ερευνητή. Η ψύχραιμη ματιά απέναντι στα γεγονότα συνδυάζεται με τη συναισθηματική προσέγγιση.

Κλείνοντας το βιβλίο έχουμε κατανοήσει πώς και γιατί έγιναν τα πράγματα, αλλά παράλληλα θέλουμε να μάθουμε περισσότερα. Ο δρόμος έχει ανοίξει…

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με τη Λέρο;
Ήταν μία συγκυρία πολύ παλιού ενδιαφέροντος και πιο πρόσφατης επικοινωνίας με πρώην εκεί εξόριστους. Αρχικά το ενδιαφέρον μού είχε κεντρίσει ένα τραγούδι της Νένας Βενετσάνου σε στίχους της Στέλλας Χρυσουλάκη, Τα Νησιά μας. Μόλις είχε κυκλοφορήσει και αν και σε πρώτο άκουσμα τόσο οι στίχοι όσο και η μουσική έδιναν την εντύπωση ενός τραγουδιού χαριτωμένου, ανώδυνου, σαν να ανταποκρινόταν στην ανερχόμενη τουριστικοποίηση, οι αποστροφές των στίχων φανέρωναν, τότε, το 1980, τη ζοφερή ιστορία των νησιών ως τόπων εξορίας. Μεταξύ των νησιών που αναφέρονται είναι και η Λέρος και είχα αναρωτηθεί τότε γιατί η Λέρος συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτή την ιστορική γεωγραφία. Κατόπιν δούλεψα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Κάλυμνο, όπου η Λέρος ήταν ένας ψίθυρος. Πολύ αργότερα, το 2003, όταν έκανα επιτόπια έρευνα στην Αθήνα για ένα από τα προηγούμενα βιβλία μου, τους Επικίνδυνους Πολίτες, συνάντησα και συνεργάστηκα με πρώην εξόριστους στη Λέρο. Όλες αυτές οι συγκυρίες συναντήθηκαν στα σημειωματάριά μου. Το 2016, στα πλαίσια της Documenta 14, ο Paul B. Preciado μου ζήτησε να γράψω κάτι για τη Λέρο για να παρουσιαστεί στα πλαίσια των δημόσιων προγραμμάτων στο Kassel. Έτσι άρχισα να ξαναδιαβάζω τα σημειωματάριά μου και άρχισε η πιο συγκεντρωμένη έρευνα που οδήγησε στο βιβλίο, και πρωτοπαρουσίασα το υλικό στο συνέδριο Μνήμη και Δημοκρατία το 2018 που έγινε στη Λέρο. Ο λόγος όμως που διατηρήθηκε το ενδιαφέρον μου αμείωτο είναι η μοναδικότητα της Λέρου ως παράδειγμα εγκλεισμού, και ο πλούτος ομορφιάς του νησιού τόσο στο φυσικό του περιβάλλον όσο και στους ανθρώπους του.

Θα μπορούσατε να μας κάνετε μια συνοπτική σκιαγράφηση της ιστορίας/ λειτουργίας του νησιού ως τόπου εγκλεισμού;
Θα πρέπει να σκεφτούμε την έννοια του εγκλεισμού σε όλο της το πλάτος, δηλαδή να δούμε τον εγκλεισμό κάτω από το πρίσμα της κυριολεξίας του. Εγκλεισμός είναι η πράξη της απομάκρυνσης του ατόμου από το κοινωνικό του σύνολο και ο εγκλεισμός του σε μία οργανωμένη δομή – μπορεί να είναι σχολείο, στρατώνας, αναμορφωτήριο, φυλακή, στρατόπεδο συγκέντρωσης, άσυλο ανιάτων ή άσυλο ατόμων με ανήκεστο βλάβη. Η Λέρος έχει όλες αυτές τις μορφές εγκλεισμού στην ιστορία της. Από το 1927 μέχρι τώρα, μέχρι σήμερα, το νησί έχει χρησιμοποιηθεί ως τόπος εγκλεισμού για όλες αυτές τις αιτίες, από την ίδρυση του Ναυστάθμου της ιταλικής αυτοκρατορίας το 1923, στη μετατροπή του Ναυστάθμου σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου (των Ιταλών από τους Γερμανούς το 1943, των Γερμανών από τους Άγγλους το1945), σε αναμορφωτήριο (που ήταν το κύριο πρόταγμα των Βασιλικών Τεχνικών Σχολών Λέρου) από το 1949 μέχρι το 1964, σε ψυχιατρείο (από το 1957 μέχρι και σήμερα), σε στρατόπεδο πολιτικών εξορίστων (από το 1967 μέχρι το 1970), σε δομή υποδοχής προσφύγων (hotspot) από το 2016 και μέχρι τώρα που ετοιμάζεται μόνιμη δομή.

Ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες για το νησί;
Το νησί υπέστη τις εξής δύο συνέπειες: πρώτον, μαζί με τις διάφορες ιδρυματοποιημένες δομές το ίδιο το νησί βρέθηκε σε κατάσταση εγκλεισμού –κοινωνικού εγκλεισμού, κυρίως, γιατί στιγματίστηκε με τρόπους που κανένα άλλο μέρος στη χώρα δεν έχει στιγματιστεί– και, επίσης, επειδή ο πληθυσμός του μετατράπηκε από αγροτικός και αλιευτικός σε κρατικοδίαιτος. Και αυτός ο βιοπορισμός από δημόσια κονδύλια δεν δημιούργησε μία αντίστοιχη κοινωνικο-οικονομική κινητικότητα, οι Λεριοί δεν έγιναν μεσοαστοί, δεν εκπαιδεύτηκαν αναλόγως. Έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι καθαρίζοντας και περιθάλποντας ψυχικά διαταραγμένους ασθενείς. Στην ιταλική περίοδο οι περισσότεροι Λεριοί απασχολήθηκαν στον Ναύσταθμο ως ανειδίκευτοι εργάτες και λίγοι εκπαιδεύτηκαν από τους Ιταλούς ως τεχνίτες. Μερικοί απ’ αυτούς τους εκπαιδευμένους από τους Ιταλούς, λίγοι, μπόρεσαν να απασχοληθούν στις ΒΤΣ ως τεχνίτες εκπαιδευτές. Αυτή, όμως, η τεχνογνωσία δεν αξιοποιήθηκε από το κράτος όταν ίδρυσε το ψυχιατρείο, ούτε ποτέ μετά. Οι περισσότεροι Λεριοί που απασχολήθηκαν στο ψυχιατρείο παρέμειναν στα όρια του αναλφαβητισμού. Οπότε η ενασχόληση των Λεριών με τον δημόσιο τομέα τούς απέφερε μόνο έναν βιοπορισμό, δεν τους βοήθησε στην ανέλιξη του εαυτού τους. Η Λέρος, ειδικά από το ελληνικό κράτος, έχει χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη ανθρώπων μιας χρήσεως, ανεπιθύμητων, αριθμοποιημένων.

Αυτό εδώ το κράτος, από την κτίση του, δεν το ενδιαφέρει η ιστορία ως γνώση, ούτε ενσώματη ούτε εγκεφαλική· το ενδιαφέρει μόνο η εργαλειοποίησή της, η χρηστικότητά της, η εμπορευματοποίησή της

Πώς υποδέχτηκαν στη Λέρο το ενδιαφέρον, την έρευνα αλλά και την έκδοση του βιβλίου σας;
Δεν έχω κανένα παράπονο από τους Λεριούς. Η παρουσίαση του βιβλίου στο νησί ήταν μια πολύ συγκινητική στιγμή όπου η προσέλευση ξεπέρασε κάθε προσδοκία των διοργανωτών, έγινε μεγάλη και ουσιαστική συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, και περιέβαλαν όλοι το βιβλίο με σεβασμό και στοργή. Η ευγνωμοσύνη μου προς όλους κι όλες στο νησί είναι τεράστια, και το χρέος μου απέναντί τους αξεπλήρωτο.

Τι μπορεί να γίνει για να διασωθεί η ιστορική μνήμη και στα κτίρια του νησιού; Βλέπουμε μια εικόνα εγκατάλειψης στο βιβλίο σας…
Όταν πήγε η υπουργός Πολιτισμού στο νησί τον Σεπτέμβρη, αρχικός σκοπός της επίσκεψής της ήταν το Μπρούτζι, ένα ρωμαϊκό οχυρό που έχει καταρρεύσει και ένας τοίχος του στέκεται στην άκρη της Αγίας Μαρίνας. Δεν υποστηρίζω ότι το Μπρούτζι δεν έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να συγκριθεί με το ενδιαφέρον που έχουν τα κτίρια στα Λέπιδα, ή οι ντόπιες «κατοικιές», τα λέρικα σπίτια με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική και τη χρήση της πατελιάς που τους δίνει αυτό το χαρακτηριστικό μωβ χρώμα. Τα κτίρια των Ιταλών στα Λέπιδα, που είναι αρχιτεκτονικά διαμάντια, είναι παντελώς εγκαταλελειμμένα αν και θα μπορούσαν κάλλιστα να αναστηλωθούν, να επισκευαστούν και να χρησιμοποιηθούν ποικιλοτρόπως, είτε ως συνεδριακά κέντρα, είτε ως μονάδες φιλοξενίας, είτε ως ζωντανά μουσεία. Υπάρχουν εγκαταλελειμμένα πυργόσπιτα στο Λακκί που όχι μόνο είναι ωραιότατα μνημεία αλλά είναι και ωραιότατα κτίσματα. Αλλά αυτό εδώ το κράτος, από την κτίση του, δεν το ενδιαφέρει η ιστορία ως γνώση, ούτε ενσώματη ούτε εγκεφαλική· το ενδιαφέρει μόνο η εργαλειοποίησή της, η χρηστικότητά της, η εμπορευματοποίησή της. Πριν λίγες μέρες θα έλεγα ότι το μόνο που μας νοιάζει είναι το κλέος της Ακρόπολης των Αθηνών, αλλά μετά το σημερινό τσιμέντωμα είναι προφανές ότι μόνο ο Παρθενώνας αφορά το κράτος, γιατί σκιρτά η καρδιά του στο άκουσμα των αργυρίων που αφήνουν οι τουρίστες όταν τον βλέπουν. Οπότε, ποιο κράτος θα νοιαστεί για δέκα κτίσματα στη Λέρο που δεν τα ξέρουν και δεν τα νοιάζονται παρά μόνο οι Λεριοί;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!