Του Μάριου Διονέλλη
Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες παίζαμε με τα μυρμήγκια και τον μεγεθυντικό φακό. Ρίχναμε το φως του ήλιου συσσωρευμένο πάνω τους και αυτά τρελαίνονταν από τη ζέστη και τον πόνο και έτρεχαν πανικόβλητα εδώ κι εκεί. Τελικά έπιαναν φωτιά κι εμείς ηδονιζόμασταν αποχαιρετώντας για πάντα το χάρισμα να λένε για μας «αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι»… Σήμερα τα παιδιά έχουν άλλο παιχνίδι. Μαθαίνω για τα 15χρονα που προσπάθησαν να κάψουν ζωντανούς τους μετανάστες στη Σπάρτη, για τα πιτσιρίκια που έβαλαν πολλά μαζί τη δύναμή τους και χάραξαν αγκυλωτούς σταυρούς σε μια δασκάλα στα Χανιά. Θυμάμαι πως μεταξύ αυτών που άνοιγαν κεφάλια πριν από ένα μήνα στην Πανόρμου ήταν και μαθητές του διπλανού σχολείου.
Κάτι γίνεται με τους πιτσιρικάδες και αργούμε να το πάρουμε χαμπάρι… Κάποιος τους έπεισε να βάλουν κάτω από το μεγεθυντικό φακό της κρίσης, της απόγνωσης των πατεράδων τους, του αβέβαιου μέλλοντός τους, τους πιο αδύναμους, τα μυρμήγκια. Απολαμβάνοντας (ποιος ξέρει) την ηδονή ότι υπάρχει πάντα και κάτι πιο κάτω. Την ηδονή να είσαι έστω λίγο πριν από τον πάτο και να έχεις την εξουσία επάνω σε έναν τουλάχιστον άνθρωπο, σε ένα τουλάχιστον μυρμήγκι…
Δεν ξέρω τι φταίει. Ίσως και ‘γω χαραμίζω μελάνι εδώ αντί να κάνω κάτι ουσιαστικό για να αλλάξουν τα παιδιά. Το μόνο που μπορώ σίγουρα είναι να λυπάμαι. Όπως λυπόμουνα και τότε (το θυμάμαι καλά) τα μυρμήγκια και ας τα έκαιγα…
Μόνο που εδώ, δεν ξέρω ποιος από τους δύο «καίγεται» πραγματικά.
Τα μυρμήγκια ή τα παιδιά…