Βενζίνη

μέσα στο δάσος
εκεί όπου ανάμεσα απ’ τα πυκνά κλαργιά
φτάνει λίγο φως
απ’ τον βαρύ ουρανό
κοντά στο χώμα
που το σκεπάζει
παχύ στρώμα
σάπια φύλλα
σε μια κλάρα χαμηλή
κάθεται ένα
π ο υ λ ί

ένα πουλί
πολύ
περίεργο:
σα μαδημένο
σα σκεφτικό

έ ν α  π α λ ι ό  π ο υ λ ί

τι να σκέπτεται άραγες
αυτό το πουλί
το παλιό
στο σκοτάδι;

αχ! Τίποτα
δεν σκέπτεται απολύτως τίποτα!

Απλούστατα
συνέλαβε δι’ αυτήν
ένοχον
πάθος

Μαρσινέλ

τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα

κι’ ο ουραγάν  μαίνεται
το τρελλό αναμάλλιασμα των δέντρων
ακολουθεί την ύποπτη σιωπή
μακρυά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια
κι’ εδώ η βροχή
ραβδίζει τα πάντα
οι φυλλωσιές ουρλιάζουν
τα δέντρα ορθώνονται να φύγουν
και μες στον αγριεμένο βάτο π’ άνοιξε
ίδια ξεστηθιασμένη γριά
η απότομη λάμψη της αστραπής
αποκαλύπτει
τους δύο σάπιους κορμούς δέντρων
που κείτονται στη λάσπη
–των δύο εραστών τα κορμιά–
με τα γυμνά κλαριά σα χέρια
να κουνούν
φάσκελα
ή κραυγές:
«μάθε να ζης!»
στ’ απάγκιο
να το ψωμί πλάι η γαβάθα π’αχνίζει
να το μαχαίρι
πάρε το μαχαίρι να κόψης ψωμί
πάρ’ το μαχαίρι
πάρ’ το μαχαίρι σου λέω εργάτη:

απόψε
να προσέξης απόψε!
τούτη η νύχτα δεν είν’ όμοια με τις άλλες.

Marcinelle, 1956

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!