Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο.
Αν θέλουμε να βρούμε τις ρίζες της σημερινής κρίσης, θα πρέπει να ταξιδέψουμε πολύ πίσω στο χρόνο. Όμως, σίγουρα, η δεκαετία του ’80, ελάχιστα μελετημένη από καλλιτέχνες και ιστορικούς θα μπορούσε να μας δώσει πολλά «κλειδιά» για να διαβάσουμε το σήμερα. Το Όλα λάθος; της Μαρίας Πετρίτση (εκδόσεις Κέδρος) μας προσγειώνει στην ελληνική επαρχία εκείνης της δεκαετίας και χωρίς να κάνει άμεσες πολιτικές αναφορές, μέσα από την εξαιρετική αποτύπωση της καθημερινότητας της εποχής, μέσα από τα πορτρέτα ανθρώπων από διάφορες γενιές μάς δίνει ένα μίτο της Αριάδνης για να «διαβάσουμε» το λαβύρινθο.
Ενδιαφέροντες αντιφατικοί ήρωες, μακριά από το άσπρο και το μαύρο, η αδυναμία να ζήσουμε της ζωή μας, αλλά και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει αν βρούμε τη δύναμη να το κάνουμε. Η δύσκολη εφηβεία που ψάχνει να βρει δρόμους και συχνά πέφτει σε αδιέξοδα… Η συγγραφέας μέσα από τις αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο των ηρώων της, φτιάχνει ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, από τα πιο ενδιαφέροντα που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό.
Μεταφέρετε πολύ πειστικά την ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας στη δεκαετία του ’80. Έχετε κάποια προσωπικά βιώματα;
Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Λουτράκι Κορινθίας. Τη δεκαετία του ΄80 το Λουτράκι σίγουρα δεν ήταν ένα άθλιο χωριουδάκι, ήταν όμως μια ασυνάρτητη επαρχία, με όλα όσα μπορεί να σημαίνει αυτό.
Τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, ο αρκετά καταπιεστικός κοινωνικός περίγυρος, οι επαρχιακές νοοτροπίες που ευνοούσαν ιδιαίτερα έγνοιες του στυλ «τι θα πουν οι άλλοι» βάραιναν αρκετά πάνω μας, ήταν ένα είδος κλοιού. Κάθε τι προοδευτικό μπορούσε να γίνει δίκοπο μαχαίρι.
Όλα αυτά στερούσαν από εμάς τους νέους της εποχής κάποιες δυνατότητες έκφρασης και επικοινωνίας που ενδεχομένως στην πρωτεύουσα, ή σε μεγαλύτερες πόλεις, να λειτουργούσαν επαρκέστερα. Η δεκαετία του ’80, που με βρήκε έφηβη στην επαρχιακή πόλη μου, με τυράννησε και με αντάμειψε αρκούντως, από πολλές απόψεις.
Τι σας ώθησε να τοποθετήσετε τη δράση σε αυτόν τον τόπο και το χρόνο;
Ήθελα να τοποθετήσω την δράση του βιβλίου σε ένα μέρος αποκλεισμένο από την υπόλοιπη Ελλάδα, ζοφερό και παράξενο. Μοναχικό. Και σε μια δεκαετία που έφερε πολλές αλλαγές στον τόπο. Κοινωνικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές. Και που άφησε μέσα μου ανεξίτηλα ίχνη.
Κατά κάποιο τρόπο, μέσα σε αυτό το δύσκολο σκηνικό οι ανθρώπινες σκέψεις και σχέσεις, τα καθημερινά γεγονότα και ο τρόπος ζωής μπορούσαν να περιγραφούν με πολύ έντονο τρόπο. Σχεδόν ακραία. Αυτό για μένα ήταν πρόκληση και πρόσκληση μαζί. Μια νοερή παλέτα όπου μπορούσα να αναμείξω υλικά εκρηκτικά και δύστροπα. Άρα ενδιαφέροντα και δυναμικά.
Τι κάνει, για σας, ξεχωριστή τη δεκαετία του ’80;
Ήταν η δεκαετία της εφηβείας μου και αυτή είναι μια περίοδος στη ζωή του ανθρώπου η οποία, ούτως ή άλλως, μένει αξέχαστη. Χαράζει, διαπλάθει και καθοδηγεί.
Επίσης, έχω την εντύπωση πως ήταν γενικώς μια δύσκολη δεκαετία για τον τόπο, όπου όλα τα σκηνικά στην Ελλάδα άλλαξαν πολύ, η χώρα μου έγινε σχεδόν μια άλλη χώρα. Φοβάμαι όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Με ποιους από τους ήρωές σας ταυτίζεστε περισσότερο; Τους έχετε δώσει κάποια κομμάτια από τον εαυτό σας;
Υπάρχουν στιγμές που ταυτίζομαι με τον κάθε ήρωά μου ξεχωριστά. Και άλλες που δεν έχω τίποτε κοινό μαζί του. Κατά βάθος όλοι τους φέρουν κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς μου, της εμπειρίας μου, της σκέψης μου. Ατόφια ή τροποποιημένα, δεν έχει σημασία.
Σε κάθε περίπτωση, ανάμεσα στην μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία χωράνε βέβαια πολλές λέξεις, παρ’ όλα αυτά κάπου αυτές οι δυο συναντιούνται, ακόμη και αν αυτό δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτό από τον αναγνώστη. Και καλά κάνει, φυσικά.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την εναλλαγή «οπτικής». Δεν σας δυσκόλεψε;
Είναι δύσκολο ό,τι γίνεται αφύσικα. Οι ήρωες του Όλα λάθος; ήταν ζωντανοί άνθρωποι μέσα στο νου μου. Πραγματικοί. Τους σκεφτόμουν και αφότου έκλεινα την οθόνη όπου τους περιέγραφα. Είχαν μια σαφή θέση στην καθημερινή ζωή μου.
Δεν προσπάθησα ούτε για μια στιγμή να τους εξωραΐσω ή να τους αλλάξω εαυτό. Κατά κάποιο τρόπο με «άφηναν» να τους παρατηρώ και να τους περιγράφω και αυτό βγήκε τόσο φυσικά που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να με ζορίσει ή να με ξενίσει.
Η εναλλαγή δεν ήταν δυσάρεστη. Είναι φυσικό να μιλάς για κάποιον σε τρίτο πρόσωπο, αφού σου έχει μιλήσει πρώτα εκείνος σε πρώτο.
Θα γράφατε ένα μυθιστόρημα για την Ελλάδα της κρίσης; Διάβασα πως είστε αισιόδοξη. Υπάρχει, άραγε, ακόμη έδαφος για αισιοδοξία;
Είναι προτιμότερο σε εποχές κρίσης να στεκόμαστε αισιόδοξα απέναντι στο μέλλον, παρά να αυτοοικτιρόμαστε ή να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά αφήνοντας τα πάντα αμαχητί στα χέρια του αντιπάλου. Αυτό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα και σίγουρα δεν θα πρότεινε ουσιαστικές λύσεις.
Είναι κάπως τολμηρό να λέω πως είμαι αισιόδοξη σήμερα που η χώρα μου βρίσκεται υπό κατοχή και που όλα βαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Παρ’ όλα αυτά προτιμώ να ελπίζω παρά να απελπίζομαι.
Η Ελλάδα είναι εμπνευστική σε όλες τις εποχές της, σε κάθε στροφή της Ιστορίας της, σε καιρούς δόξας όσο και σε καιρούς κατάπτωσης. Συνεπώς ναι, νομίζω πως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα για την Ελλάδα της κρίσης προσπαθώντας να τοποθετήσω την επόμενη μέρα σε ένα πλαίσιο πολύ πιο ηθικό και δημοκρατικό από το σημερινό.
Μαθαίνουμε, τελικά, από τα λάθη μας;
Εξαρτάται. Πολλές φορές έχω νιώσει ανεπίδεκτη μαθήσεως. Άλλες φορές μου έχει τύχει να το μάθω πολύ καλά το μάθημά μου. Δεν λειτουργούμε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Το πάθημα γίνεται μάθημα σε μερικούς, ενώ σε άλλους γίνεται απλώς αιτία εθισμού και εμμονής στο ίδιο λάθος.
Τα λάθη δεν είναι όλα κακά. Μερικά, θα έλεγα, είναι προτιμότερα από κάθε τι «σωστό». Και σαφώς ελκυστικότερα. Αν τα πάντα γύρω μας και μέσα μας ήταν πάντοτε ολόσωστα -και τι ακριβώς να σημαίνει αυτό, άραγε;- η ζωή μας θα ήταν αφόρητα βαρετή.
Kατά συνέπεια, εναπόκειται στον καθένα μας ξεχωριστά να τοποθετηθεί απέναντι στα λάθη του και να τα αξιοποιήσει ελεύθερα, όπως του ταιριάζει.
Αξίζει να επισκεφθείτε και το προσωπικό ιστολόγιο της Μαρίας Πετρίτση: https://www.thethreewishes.wordpress.com