Μια μάνα, η Όλφα, και οι μικρότερες κόρες της Εϊά και Ταϊσίρ παρουσιάζονται μπροστά στην κάμερα να ερμηνεύουν τον εαυτό τους, εξιστορώντας στο ντοκιμαντέρ «Τέσσερις κόρες» της 46χρονης Τυνήσιας Καουτέρ Μπεν Χανιά την τραυματική εξαφάνιση των δυο μεγαλύτερων αδερφάδων τους Ραχμά και Γκοφράν, που αποφάσισαν να υπηρετήσουν ψυχή τε και σώματι το Ισλαμικό Κράτος. Τις απούσες κόρες ερμηνεύουν δυο ηθοποιοί, ωστόσο, σε στιγμές συγκινησιακής φόρτισης ηθοποιοί αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν και τη μάνα με τις δύο μικρότερες, ώστε «να μπορέσουν να διαχωρίσουν τη μνήμη από τον πόνο της ανάμνησης», σύμφωνα με τη σκηνοθέτρια. Παράλληλα με το κουβάρι των αναμνήσεων, ξετυλίγονται κακοποιητικές συμπεριφορές, που αναδεικνύουν το παρωχημένο ηθικό πλαίσιο ανατροφής αντρών και γυναικών, στις ισλαμικές κοινωνίες, ενώ σταδιακά αντιλαμβανόμαστε το δίπολο δράσης-αντίδρασης σε μια ακραία του έκφανση. Τα περιθώρια αντίστασης στο παραμορφωτικό πρίσμα βίας και σεξουαλικής καταπίεσης περιορίζονται σε σπασμωδικές αντιδράσεις μιας λαβωμένης ψυχοσύνθεσης, που βρίσκει διέξοδο στο θρησκευτικό φανατισμό. Μέσα από αυτό το εγχείρημα, η σκηνοθέτρια επιχειρεί να μιλήσει για την συνεχιζόμενη δυσχερή θέση της γυναίκας στον αραβικό κόσμο, ξεσκεπάζοντας το πλαίσιο της καταπίεσης, που δημιουργεί εύφορο πεδίο οργανωμένης πλύσης εγκεφάλου θρησκευτικών οργανώσεων, παγιδεύοντας τα άτομα σε ακραίες μορφές της ισλαμικής πίστης.

Η κινηματογραφική αφήγηση εμπλουτίζεται με αναπαραστατικές σκηνές, περιγράφοντας μια σχεδόν προδιαγεγραμμένη τραγική πορεία. Σε έναν δυστυχή γάμο από προξενιό, η απέχθεια και ο πουριτανισμός της μητέρας, καθώς και ο μισογυνισμός του πατέρα μετατάγγισαν το συζυγικό μίσος στις τέσσερις ανήλικες κόρες, που αντιμετωπίζονταν από τον πατέρα με λεκτικές προσβολές και αλύπητο ξύλο. Έτσι, οι κόρες αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του πατέρα μονάχα «αυτόν που συνέβαλε στη γέννησή τους, μέσω σεξουαλικής συνουσίας». Κατά την εφηβεία, οι μεγαλύτερες αδερφές βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον απαγορευμένο ερωτισμό και τα αισθήματα ντροπής και απέχθειας για το ακάλυπτο γυναικείο σώμα. Η εμμονή περί αμαρτίας της μητέρα και οι άγριες τιμωρίες της καλλιεργούσαν τον στραγγαλισμό της γυναικείας υπόστασης, με την επιβολή μαύρου χιτζάμπ, που άφηνε ακάλυπτα μονάχα τα μάτια. Ατυχές αποκορύφωμα, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, η ερωτική διέξοδος της μητέρας με άλλον άντρα, που έγινε εραστής της, χωρίς να καταφέρει να επιτελέσει πατρικό ρόλο για τα τέσσερα κορίτσια, ενώ σύντομα έγινε ο νέος τύραννός τους, καθώς οι αδερφές μπροστά στην μητέρα ομολογούν «τη νύχτα ήταν με την μητέρα και τη μέρα με τις κόρες της».

Η αναζήτηση ταυτότητας των μεγαλύτερων έφηβων κοριτσιών περιγράφεται μεταξύ δυτικών και ντόπιων θρησκευτικών προτύπων, από την προβεβλημένη γκόθικ αισθητική, στην αντιδραστική διάσταση του σατανισμού και στις υστερικές συμπεριφορές που εμπλέκουν επεισόδιο εξορκισμού σε αναπαραστατική σκηνή, μέχρι να καταλήξει, καθόλου τυχαία μετά από μαρτυρίες σε στοχευμένο προσηλυτισμό ισλαμιστικών οργανώσεων στις γειτονιές, σε μια ακραία ερμηνεία της ισλαμικής πίστης. Οι δυο μεγαλύτερες αδερφές ενστερνίστηκαν φανατικά το χιτζάμπ και επέβαλαν με μαστιγώματα στις μικρότερες αδερφές θρησκευτική αφοσίωση με διαρκή προσευχή. Μετά από ένα ταξίδι στη Λιβύη προσχώρησαν σε τζιχαντιστική οργάνωση και καταζητούμενες κατέληξαν να εκτίουν πολύχρονη ποινή φυλάκισης, ενώ η μια γέννησε και μεγαλώνει το κοριτσάκι της στη φυλακή.

Η εμπλοκή της παρουσίας της κάμερας σε μια κινηματογραφημένη καταγραφή αντιδράσεων συνδυάζεται με την αναβίωση της τραυματικής εμπειρίας μέσα από την αφήγηση και την αναπαράσταση, επηρεάζοντας μέσα από το μηχανισμό της ταύτισης και την επαναφορά της μνήμης. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες αναλύουν και σχολιάζουν τις αφηγήσεις, για να ξορκίσουν τον πόνο, σε μια διαδικασία που καταγράφεται μεταξύ ψυχολογικού πειράματος και διαδραστικού υβριδικού ντοκιμαντέρ. Οι αληθινές πρωταγωνίστριες συνυπάρχουν στο κινηματογραφικό κάδρο δίπλα στις ερμηνεύτριες, τις παρακολουθούν και συνομιλούν μαζί τους, σε μια λυτρωτική λειτουργία που ενισχύει κατανόηση και αποδοχή, οδηγώντας στην επούλωση του τραύματος. Χαρακτηριστικά, όταν η Όλφα ομολογεί πως δεν ήθελε να γεννήσει κορίτσια γιατί τα μισεί, η ηθοποιός που την υποδύεται εξηγεί πως αυτό συμβαίνει επειδή «έχει διδαχθεί να θεωρεί τα σώματά τους επικίνδυνα». Οι αντιδράσεις μάνας και κοριτσιών παραμένουν συγκλονιστικές. Ασυγκράτητα κυλούν τα δάκρυά τους, αντικρίζοντας τις ηθοποιούς που υποδύονται τις αδερφές τους, ενώ δακρύζουν και όταν μετά από μια αναπαραστατική σκηνή θυμούνται και συνειδητοποιούν τι έχει συμβεί, ενώ η δραματοποίηση εντείνεται με διακριτική χρήση θλιμμένης μουσικής εγχόρδων.

Απαραίτητες ανακουφιστικές ανάπαυλες δημιουργούνται τόσο με το θεατρικό παιχνίδι μεταξύ πρωταγωνιστριών και ηθοποιών που τις υποδύονται, όπου όλες μαζί προβάρουν αναπνοές, φωνάζουν και γελάνε, όσο και με τη σκηνή αναβίωσης τρυφερής ανάμνησης, όπου οι ηθοποιοί στο ρόλο των τεσσάρων αγαπημένων αδερφάδων, όλες μαζί στο κρεβάτι κουτσομπολεύουν και καλλωπίζονται, σιγοτραγουδώντας.

Μέσα από την αναστοχαστική επεξεργασία της ανάδειξης των αντιδράσεων με τη θεατρική αναπαράσταση και τους σχολιασμούς, η σκηνοθέτρια επιχείρησε να επέμβει σθεναρά στην κατανόηση του πλαισίου άκρατου μισογυνισμού, βίας και καταπίεσης, όχι μόνο από την πλευρά του πατέρα, αλλά και από την πλευρά της μητέρας, που έχει επίσης ανατραφεί να θεωρεί θέμα-ταμπού οτιδήποτε σχετίζεται με σώμα και ερωτισμό. Η εύστοχη σκηνοθεσία και η λειτουργία του μοντάζ συνέβαλαν δραστικά στο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα της καταγεγραμμένης μαρτυρίας που επιχειρεί να γίνει ψυχοθεραπευτικό εργαλείο λύτρωσης, κατ’ αντιστοιχία με τους αναπαραστατικούς μηχανισμούς στην αρχαία τραγωδία της μίμησης και της ταύτισης, προς την κάθαρση. Οι αυθεντικές πρωταγωνίστριες, μάνα και οι δυο μικρές κόρες, αρχικά συστήνονται στο ίδιο κάδρο, μετωπικά. Στη συνέχεια συνυπάρχουν σε μετωπικά πλάνα οι πρωταγωνίστριες μαζί με τις ηθοποιούς που θα τις ερμηνεύσουν, ενώ όσο ξετυλίγονται οι αναμνήσεις, πότε η μαρτυρία συντελείται από την πραγματική πρωταγωνίστρια, πότε τα λόγια της γίνονται το σενάριο που προβάρει η ηθοποιός που την ενσαρκώνει. Παράλληλα, αναδύεται και η ερμηνευτική προετοιμασία, καθώς η ηθοποιός, που ακούει με ακουστικά τη μαρτυρία της Όλφα προσπαθεί να μιμηθεί τρόπο ομιλίας, τονισμό λέξεων, προφορά και παύσεις.

Το δραστικό μοντάζ υπογραμμίζει την ανακατασκευή της μνήμης μέσα από το κινηματογραφικό μέσο, εντείνοντας την ψυχαναλυτική διάσταση της κινηματογραφημένης μαρτυρίας. Έτσι, την αφήγηση της Όλφα διακόπτουν εμβόλιμα πλάνα με την ηθοποιό που την υποδύεται να προβάρει τα λόγια της, καθώς και πλάνα που η ηθοποιός κοιτιέται στον καθρέφτη με την εικόνα της Όλφα ως είδωλο. Η χρήση του καθρέφτη ενισχύει τον συμβολισμό του ατόμου που ξεγυμνώνεται απέναντι στις ίδιες του τις πράξεις. Ο αντικατοπτρισμός αντιστρέφεται, όταν η Όλφα κοιτά τον καθρέφτη έχοντας για αντανάκλαση την ηθοποιό που την υποδύεται. Συχνά σε πρώτο πλάνο βλέπουμε την ηθοποιό και πίσω της ανετάριστη τη φιγούρα της Όλφα, ενώ αντίστοιχα, στο ίδιο πλάνο συνυπάρχουν πρωταγωνίστριες και ερμηνεύτριες, σε μια μπεργκμανική επιρροή, όπου πότε η μια τοποθετείται με γυρισμένη πλάτη απέναντι στην άλλη πότε αντίστροφα.

Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη σύγχυση μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής ταυτότητας στην Τυνησία, μετά το 2011, συγκριτικά με την επιβεβλημένη εκδυτικοποίηση του εκσυγχρονισμού και τον εθνικιστικό πατριωτισμό της παράδοσης. Η Όλφα εξηγεί πως το απαγορευμένο από το προηγούμενο καθεστώς του Μπεν Άλι χιτζάμπ, το 2011 είχε πλέον γίνει επαναστατικό σύμβολο απελευθέρωσης. Σχολιάζοντας πως «ανέστρεψαν την ισορροπία δυνάμεων με την απαγόρευση, βρίσκοντας τρόπο να κυριαρχήσουν με τη θρησκεία», οι γυναίκες ενστερνίστηκαν τη νέα τους εθνική ταυτότητα, στρεφόμενες στη θρησκεία και φόρεσαν μαζικά χιτζάμπ, ως πράξη αντίστασης και εναντίωσης στην εγκαθιδρυμένη τάξη. Όσο η Όλφα ομολογεί ότι αρχικά ήταν περήφανη που οι κόρες της φόρεσαν χιτζάμπ, τόσο μετανιώνει αργότερα, αναγνωρίζοντας την ακραία αντίδρασή τους. Χαρακτηριστικά σχολιάζεται πως οι μεγαλύτερες αδερφές «βρήκαν τη μόνη διέξοδο να νιώσουν ελεύθερες, διαλέγοντας αυτό το μονοπάτι».

Σε ένα ντοκιμαντέρ ψυχοθεραπευτικής λειτουργίας, τα πολλαπλά επίπεδα διαδραστικών αντιδράσεων αναδεικνύουν τους μηχανισμούς καταπίεσης, ενώ μεταξύ αφηγηματικής αναπαράστασης και αναπαραστατικής ερμηνείας διερευνάται η ερμηνεία της πραγματικότητας, μέσα από τη βιωμένη ανάμνηση.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

  INFO

  • Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος φιλοξενείται το 7ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ WIFT GR 50/50 23-26/11/2023, για την ισότητα και στον κινηματογράφο, με ελεύθερη είσοδο. Η φετινή θεματική «Γυναίκες Χωρίς Σύνορα» εστιάζει σε ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, με υπογραφή ή συμμετοχή Ελληνίδων επαγγελματιών του κινηματογράφου, που διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ, ενώ πρώτη φορά διοργανώνεται Διαγωνιστικό τμήμα σε μικρού μήκους Ελληνίδων σκηνοθετριών. #wiftgr #womenwithoutborders
  • Ρετροσπεκτίβα και των 13 ταινιών του Εμίρ Κουστουρίτσα, 23-29/11/2023, στο STUDIO New Star Art C Πέμπτη 23/11 στις 19:00, πρεμιέρα με τον «ΚΑΙΡΟ ΤΩΝ ΤΣΙΓΓΑΝΩΝ». Θα προλογίσει ο Πρέσβης της Δημοκρατίας της Σερβίας Dušan SPASOJEVIĆ και ο Κουστουρίτσα θα συνομιλήσει με το κοινό, ενώ στον ίδιο χώρο, θα παραδώσει μάστερκλας, το Σάββατο 25/11/2023 στις 15:00. Πληροφορίες: 210 8640054, 6932479731, [email protected].
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!