Σειρά κειμένων «Προσδοκία μέλλοντος μέσα σε χαοτικό παρόν» – Μέρος Γ΄
Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’
Στο τέλος του σημειώματος της προηγούμενης εβδομάδας τόνιζα: «Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα ή η εύλογη απαίτηση, ότι κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι πρέπει να γίνει, κι όχι μόνο να αναλύουμε ή να περιγράφουμε την κατάσταση. Θα επιχειρήσω να απαντήσω σε αυτήν την καθόλα νόμιμη κι αγωνιώδη ανάγκη που νιώθει ένα αρκετά μεγάλο δυναμικό στη χώρα μας». Θα συμπληρώσω ακόμα πως σε πολλές αναρτήσεις σκέψεων ή σχόλια για άρθρα μου διατυπώνονται ανάλογες απόψεις. Παραθέτω ορισμένες: «Οι διαπιστώσεις ολόσωστες, το θέμα είναι τι κάνουμε, συνεχίζουμε να αυτοκτονούμε!»… «Το θέμα είναι ότι τα ίδια λέμε και τα ξαναλέμε. Είναι απογοητευτικό να διαβάζεις αναλύσεις χωρίς κάποια πρόταση, χωρίς κάποια προσπάθεια να ξεκινήσει κάτι»… «Μου φαίνεται ότι οι συντάκτες των αναλύσεων ικανοποιούνται μόνο με αυτές. Η κοινωνία σήμερα δεν ζητάει νέους στοχαστές και διανοητές, αλλά προτάσεις που θα ενοποιήσουν έναν μεγάλο και πολυδιασπασμένο χώρο από χιλιάδες ανθρώπους που ζητούν ενιαία έκφραση και πράξη». Ή ακόμα: «Απόλυτα εύστοχες επισημάνσεις και διαπιστώσεις. Υπολείπεται το δια ταύτα! Αναμένουμε εναγωνίως!»… «Αυτός ο χώρος πάσχει στις προτάσεις και τις δράσεις Πήξαμε στη θεωρία, στις αναλύσεις και στη μελέτη!».
Ακολουθούν λοιπόν ορισμένες πρώτες σκέψεις ως απάντηση, με την πρόθεση να ανοίξει το ζήτημα σε όλες του τις πλευρές, γιατί είναι σοβαρό και κρίσιμο.
Σκέψη πρώτη: Η νομιμότητα του αιτήματος ή τι δείχνει αυτή η διαπίστωση / διάθεση
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όχι μόνο σε συζητήσεις και άρθρα, αλλά και στην ίδια την κοινωνική ζωή στη μεγάλη ποικιλία των εκδηλώσεών της, τίθεται η ανάγκη, η πραγματική ανάγκη, να υπάρξει κάτι διαφορετικό – κάτι ποιοτικά διαφορετικό στο χώρο της κοινωνίας και της πολιτικής διαδικασίας από αυτά που προσφέρονται σήμερα από την κυρίαρχη, την πολιτικάντικη και συστημική φωνή. Η ανάγκη να αποκτήσουν φωνή, λόγο, εκπροσώπηση, διαμεσολάβηση, έκφραση, συμμετοχή όσοι δεν καλύπτονται από την επίσημη πολιτική έχει γίνει αισθητή και κατανοητή σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του λαού, και ιδιαίτερα σε ανθρώπους που πήραν δραστήρια μέρος σε αγώνες και εγχειρήματα τα τελευταία χρόνια. Ακόμα περισσότερο, η φράση «το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας» δημιουργεί ενδιαφέρον, αισθήματα και σκέψεις σε ανθρώπους που ποτέ δεν συναντήθηκαν, διαφορετικών εμπειριών και ηλικιών· γεγονός που δείχνει σημαντικές διεργασίες σε περιοχές συνείδησης και εκτιμήσεων. Τον τελευταίο χρόνο βιώσαμε σημαντικές εκδηλώσεις αυτών των διαπιστώσεων είτε με τη διάλυση όλων των υποδομών της χώρας (φωτιές, πλημμύρες, υπερτουριστικοποίηση, έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών, ασυδοσία των ελίτ κ.λπ.), είτε με την πρωτοφανή μαζική αποχή στις πρόσφατες ευρωεκλογές· πιο ηχηρά ακόμα με την υπόθεση των Τεμπών, τις 1.500.000 υπογραφές ή τη μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο· τις συνεχόμενες κινητοποιήσεις περιβαλλοντικών ομάδων και κινήσεων σε όλη τη χώρα· σε μικρότερη κλίμακα –αλλά αρκετά πυκνά– και στο Συνέδριο για το «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας», που πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία τον Μάιο και παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι. Προς το παρόν, όμως, αυτές οι σημαντικές εκφράσεις της λαϊκής –ακηδεμόνευτης από το πολιτικό σύστημα και την μικροπολιτική– κοινωνικής διαθεσιμότητας δεν συναντώνται, ούτε «παράγουν» αυτόματα ένα μεγάλο πολιτικό εγχείρημα – που, τονίζουμε ξανά, είναι αναγκαίο.
Η ανάγκη να αποκτήσουν φωνή, διαμεσολάβηση, έκφραση, συμμετοχή όσοι δεν καλύπτονται από την επίσημη πολιτική έχει γίνει αισθητή και κατανοητή σε ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του λαού
Σκέψη δεύτερη: Γιατί δεν προκύπτει ακόμα ένα μεγάλο εγχείρημα;
Γιατί δεν συναντώνται ρεύματα και συγκεκριμένες αντιστάσεις –που είναι σκόρπιες και διάχυτες, με ορισμένα πολύ ορατά σημάδια και εκδηλώσεις που προαναφέραμε– ώστε να δώσουν ζωή σε ένα μεγάλο και αναγκαίο εγχείρημα;
Να προσθέσουμε: το αίτημα και η ανάγκη «Επιτέλους, να γίνει κάτι!» έχουν τεθεί με έμφαση, αλλά είναι επίσης νόμιμο και το ερώτημα γιατί δεν γίνεται «κάτι». Φταίνε οι αναλύσεις, οι διαπιστώσεις, πιθανά η ικανοποίηση που νοιώθουν οι συντάκτες με τα πονήματά τους και τις δημοσιεύσεις τους; Ίσως να φταίει το κακό το ριζικό, ή κάτι στο DNA του Έλληνα που διαρκώς διαφωνεί ή διασπάται; Μήπως φταίει ο εγωισμός κάποιων «αρχηγών» που δεν θέλουν να συνεννοηθούν με κανέναν άλλο; Όλα αυτά –κι άλλα παρόμοια– κυκλοφορούν ως απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί δεν έχει γίνει κάτι ή δεν έχουν γίνει βήματα για να υπάρξει ένα μεγάλο εγχείρημα».
Στο πρώτο σημείωμα της σειράς κειμένων επικεντρώθηκα στο ζήτημα της «έκπτωσης της πολιτικής», που έχει να κάνει με διεργασίες που αφορούν πάρα πολλές αλλαγές οι οποίες έχουν συντελεστεί σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Αλλαγές τέτοιες που σχεδόν ακρωτηριάζουν πνευματικά τον πολίτη και δυσχεραίνουν τη συμμετοχή του στην πολιτική διαδικασία (τον αποκλείουν, ή νοιώθει και μια αηδία προς αυτήν). Στο δεύτερο σημείωμα επέμεινα στην ανάγκη να συλλάβουμε το στοιχείο της «μεθοριακότητας» ως συνθήκης διαρκούς αστάθειας και μετάβασης σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που γνωρίζαμε μέχρι πρότινος (ειδικά όσοι έχουμε μια παρουσία και σχέση με την πολιτική, τα κόμματα, τις διαδικασίες). Η εικονοποίηση της πραγματικότητας και η ψηφιοποίηση δημιουργούν ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον και διαφορετικές διαδικασίες υποκειμενοποίησης, οι οποίες καθιστούν τις «μεγάλες συναντήσεις» καταστάσεων, αντιδράσεων, κινημάτων κ.λπ. όχι τόσο εύκολη υπόθεση, όπως μπορεί να ήταν κάποτε διαμέσου του κομματικού φαινομένου ή διαφόρων μετώπων. Η θραυσματοποίηση της ζωής, των εμπειριών, ο εκτεταμένος ατομικισμός, οι διαιρετικές πολιτικές, η διάλυση του κοινωνικού χρόνου, ο γιγαντισμός μηχανισμών ελέγχου και χειρισμού, όλα αυτά δημιουργούν επιπρόσθετα εμπόδια. Εν ολίγοις δεν παράγεται –ακόμα– μια επαρκής και αναγκαία συνείδηση για τη συνάντηση, την ενότητα, τη σύνθεση και την ενιαία έκφραση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που καταπιέζεται, ασφυκτιά, αγωνιά για την πορεία των πραγμάτων.
Δεν φτάνουν όμως όλα αυτά για να απαντήσουν στο ερώτημα. Στα 15 χρόνια που έχουν περάσει, έγιναν πολλές και μεγάλες αλλαγές σε πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η κρίση, η Χρεοκοπία και τα μνημόνια τροφοδότησαν μεν μια μεγάλη αντίδραση, το αντιμνημονιακό κίνημα, έφεραν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό, αλλά γνώρισαν μια σημαντική ήττα – ήττα πραγματική και ήττα αυταπατών που είχαν καλλιεργηθεί. Μέσα στα πλαίσια αυτά δοκιμάστηκαν πολλά εγχειρήματα, άλλα αξιόλογα, άλλα λιγότερο, διατυπώθηκαν προτάσεις για «μέτωπα» ή «κόμματα», που όμως κι αυτά γνώρισαν μια υποχώρηση ή αποτυχία. Αν σε αυτά προστεθεί και όλη η υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ, που από αντιμνημονιακή δύναμη μετατράπηκε σε μνημονιακή, εφάρμοσε το 3ο και χειρότερο μνημόνιο, καταπάτησε τη λαϊκή θέληση που εκφράστηκε στο Δημοψήφισμα του 2015… τότε θα έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα της κατάστασης που έχει προκύψει, και τον λόγο για τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που αγωνίζεται οδηγείται στην «παράκαμψη της πολιτικής», και ασχολείται με πιο ιδιαίτερα ζητήματα (σοβαρά βέβαια) χωρίς να επιζητά μια συνολικότερη πολιτική έκφραση.
Στους λόγους πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι, από το 2015 και ύστερα, μπήκαμε σε μια περίοδο που τα γεωπολιτικά ζητήματα εντάθηκαν, χωρίς αυτό να συνειδητοποιείται σε βάθος· από το 2019 έως το 2021 γνωρίσαμε την πανδημία και όλο τον χειρισμό της που επέφερε τρόμο-φόβο, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και μεγάλων πειραματισμών· από το 2022 εισήλθαμε στην εποχή των πολέμων (Ουκρανία – Μέση Ανατολή), και το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να παρακαμφθεί.
Με δυο λόγια, επάνω στο γεγονός μιας ήττας του αντιμνημονιακού κινήματος, και χωρίς να έχουν καλοχωνευτεί τα συμπεράσματα, ήρθαν να «επικαθήσουν» μεγάλα ζητήματα όπως τα γεωπολιτικά, η πανδημία και τώρα ο πόλεμος· όχι σαν γεγονότα μακρινά από τη χώρα μας, αλλά ως ζητήματα που την εμπλέκουν – και με τη σειρά τους δημιούργησαν πολλά ζητήματα που αφορούν και την κοινωνική διαθεσιμότητα, ενώ έθεσαν σε δοκιμασία και τα διάφορα υπαρκτά εγχειρήματα (ιδιαίτερα όσα κινήθηκαν μονοθεματικά ή εντελώς αρχηγοκεντρικά, ή επένδυσαν απλά και μόνο σε κάποια εκλογική κατεβασιά). Το πιο βασικό είναι ότι εντάθηκε ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση, και ευνοήθηκαν ιδιαίτερα οι διαιρέσεις μέσα σε ομάδες, κινήσεις, οργανώσεις, κόμματα κ.λπ. Η «παράκαμψη της πολιτικής» μάλλον εντείνεται, κι έτσι γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη μια πιο συνολική συμφωνία – ή μια σύνθεση σε κάποιους βασικούς άξονες. Το ερώτημα πώς μπορεί να σταθεί μια χώρα σαν την Ελλάδα, στην περιοχή που βρίσκεται, στις διαστάσεις που έχει, και με το συγκεκριμένο πολιτειακό, συμμαχικό κ.λπ. πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί.
Το πιο βασικό εξαγόμενο από μια τέτοια ανάλυση: είναι υπερ-αναγκαία μια ιδεολογική και πολιτική πύκνωση που να επιτρέπει έναν στοιχειώδη προσανατολισμό απέναντι σε μια πολύπλοκη (και επικίνδυνη στην εξέλιξή της) κατάσταση.
Ο βηματισμός πρέπει να δημιουργεί προϋποθέσεις και ο «τρόπος» να κατοχυρώνει ταυτότητα του εγχειρήματος και προδιαγραφές, ώστε να μην το τυλίξουν οι «σειρήνες» του συστήματος
Σκέψη τρίτη: Προϋποθέσεις, τρόπος, προδιαγραφές
Το «γιατί δεν έχει γίνει;» δεν μας απαλλάσσει από το ειδικό και σημαντικό καθήκον να πασχίσουμε «να γίνει», να πάρει σάρκα και οστά ένα μεγάλο, ενδιαφέρον, μαζικό εγχείρημα, που να αναμετρηθεί με το κεντρικό ζήτημα του «υπαρξιακού προβλήματος της χώρας στην τροχιά του 21ου αιώνα». Όσο δύσκολο κι είναι ή φαίνεται, δοθέντος ότι αποτελεί μιαν ανάγκη, αυτό και μόνο πρέπει να μας προσανατολίσει. Η θέληση να απαντηθεί, η επικέντρωση στο ζήτημα αυτό, η κινητοποίηση όσων στοιχείων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, η ανταπόκριση σε καλέσματα και προκλήσεις της σύγχρονης ιστορίας, είναι ζητήματα κρίσιμης σημασίας. Η θέληση και η στοχοπροσήλωση είναι μία από τις πρώτες προϋποθέσεις.
Ο «τρόπος» είναι ένα στοιχείο δοκιμασιών και ενεργειών που πρέπει να εφευρεθεί, εκφράζοντας ζωντάνια και όχι ξεπατικωτούρες της κυρίαρχης πολιτικής. Το κάθε βήμα να υπολογίζεται καλύτερα, να ακολουθείται από επόμενα, να είναι δηλαδή κάπως στέρεο. Η προχειρότητα δεν είναι καλός συνοδοιπόρος, παρόλο που θα χρειαστεί να δοθούν απαντήσεις σε ζητήματα που μπορεί και να μας υπερβαίνουν σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, ο βηματισμός πρέπει να δημιουργεί προϋποθέσεις και ο «τρόπος» να κατοχυρώνει ταυτότητα του εγχειρήματος και προδιαγραφές, ώστε να μην το τυλίξουν οι «σειρήνες» του συστήματος (προσωπική αυτοπροβολή, εξαγορά, ενσωμάτωση, φιλοδοξίες και ματαιοδοξίες). Αναζητείται ένας «τρόπος» φρέσκος που να εμπνέει ή να προδιαθέτει για συμμετοχή του κόσμου. Ένας τρόπος πράγματι δημοκρατικός και συμμετοχικός. Να είναι δηλαδή εγχείρημα που πράγματι ανήκει στον «λαό του».
Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Ούτε «ευκολάκια». Δεν περιμένει ο κόσμος «σωτήρες» πολιτικούς. Θα επιθυμούσε να βρει δυο-τρεις ακέραιους ανθρώπους να ηγηθούν μιας ευρείας κίνησης, θα τους υποστήριζε με σθένος, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ξεγελαστεί από προτάσεις «ευκαιρίας» όπως μπορεί να ήταν παλιότερα η δραχμή, οι πλειστηριασμοί, ένα ψηφοδέλτιο συνήθως μονοπρόσωπου αρχηγικού κόμματος ή κάτι ανάλογο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι δεξαμενή εκλογικής πελατείας, κι όποιος τον είδε με αυτόν τον τρόπο σίγουρα θα απογοητεύτηκε. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές ακούστηκε και το «δεν απευθυνόμαστε στον λαό εν γένει, αλλά κυρίως στο 1.500.000 που υπόγραψαν για τα Τέμπη». Το 2015 και μετά, πόσα ψηφοδέλτια παρουσιάστηκαν σαν γνήσιοι εκφραστές του 62% «ΟΧΙ» στο Δημοψήφισμα, και στην κυριολεξία απέτυχαν; Γιατί ο κόσμος γύρισε την πλάτη και σε τέτοια ψηφοδέλτια; Από ανωριμότητα, συντηρητισμό, ιδιοτέλεια ή κάτι άλλο; Για να ειπωθεί διαφορετικά: το στοιχείο του «ακηδεμόνευτου» και η άρνηση κάθε μικροπολιτικής ή και καπελωματικής μορφής είναι στοιχειώδης απαίτηση.
Στις προδιαγραφές πρέπει να τεθούν και ορισμένα άλλα στοιχεία: πρόσωπα με ήθος, πρόσωπα που σέβονται το λαό και τον κόσμο, πρόσωπα χωρίς έπαρση. Ιδέες και αιχμές που εκφράζουν και συνθέτουν, που ενώνουν και πολλαπλασιάζουν δυνάμεις. Στόχοι που να εμπνέουν αλλά και να είναι διεκδικήσιμοι και κάπως ρεαλιστικοί.
Πρώτη σύνοψη
Ναι, πρέπει να γίνει κάτι επιτέλους! Με προδιαγραφές, προϋποθέσεις, με τρόπους που να κατοχυρώνουν, να εμπεδώνουν μια πολιτική αυτονομία ενός ευρύτατου χώρου, με πυκνή δραστηριότητα που να καλύπτει κενά και να προβάλλει απαντήσεις σε κεντρικά ζητήματα· με ικανότητα σύνθεσης, με ευρύτατη χωρητικότητα, με μαζική οπτική. Υπάρχει όμως ένα ακόμη ερώτημα που πρέπει να τεθεί: Πόσο χειραφετημένη είναι η θέληση «να γίνει κάτι» από σχήματα και στερεότυπα που κουβαλάμε, από αποκούμπια που δεν υπάρχουν, από παραλυτικές δυνάμεις και όρια; Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί με ειλικρίνεια και σε προσωπικό επίπεδο, γιατί η «προσδοκία μέλλοντος σε χαοτικό παρόν» δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Μας λείπει η πολιτική και ιδεολογική πύκνωση που είναι αναγκαία για να απαντηθεί το ζήτημα του πώς μπορεί η χώρα να σταθεί στην Αν. Μεσόγειο και στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που δημιουργείται, τη στιγμή συνεχίζει να βαθαίνει το ίδιο το υπαρξιακό πρόβλημα και το πρόβλημα υπόστασης της χώρας.
Μας λείπει η συνειδητοποίηση και η σοβαρή τεκμηρίωση του πόση Ελλάδα θα υπάρχει, πόσες «Ελλάδες» θα υπάρχουν μέσα σε μια ζωνοποιημένη Ελλάδα, τι Ελλάδα θα είναι αυτή, τι ποιότητες θα κουβαλά σαν αποικιοποιούμενη και δορυφοροποιούμενη χώρα-χώρος-οικόπεδο.
Μας λείπει η αναγκαία προετοιμασία (πνευματική και πολιτική), η ανίχνευση ρεαλιστικών προτάσεων με μαζική υποστήριξη, για διάνοιξη δρόμων σε δύσκολες συνθήκες
Μας λείπει, δηλαδή, το «μόνιμο και δυναμικό ψυχοκίνητρο που να εμπνέει και να ενώνει» (Γληνός).
Αυτές οι ελλείψεις δεν καλύπτονται, δεν ξεπερνιούνται με απλές περιγραφές ή και σοβαρές επισημάνσεις. Αποτελούν ελλείψεις που πρέπει να καλυφθούν μέσα από μια διαρκή, επίμονη και συνειδητή προσπάθεια ενός δυναμικού που θα θέσει στον εαυτό του αυτό το «καθήκον». Δεν θα καλυφθούν αυθορμήτως «από τη ζωή» ή από τα «πράγματα».
Αν τα συνειδητοποιήσουμε αυτά –ή ξέροντας πως μας λείπουν– πρέπει να τολμήσουμε ένα κάλεσμα ώστε να συζητηθεί και να απαντηθεί το «Επιτέλους, κάτι να γίνει!».