Βαγγέλης Τζούκας, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, 1942-44. Τοπικότητα και πολιτική ένταξη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2013, σελ. 254
Οι πολωτικές ιστοριογραφικές αφηγήσεις που κυριάρχησαν στην αντιμετώπιση του τραυματικού παρελθόντος της δεκαετίας 1940-1949, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τουλάχιστον, είχαν ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερα γενικευτική και συχνά μανιχαϊστική αντιμετώπιση των βασικών δρώντων της περιόδου, ακόμη και μειζόνων πολιτικοστρατιωτικών σχηματισμών, όπως ήταν ο ΕΔΕΣ.
Αυτό, σε συνδυασμό με μια «από τα πάνω» προσέγγιση, των αποφάσεων και των κινήσεων των ηγετικών πολιτικών ή διπλωματικών παραγόντων, είχε ως αποτέλεσμα η γνώση μας για τις οργανώσεις αυτές να περιορίζεται στη γενική εικόνα, στη συμμετοχή και την ανταπόκρισή τους στο εθνικό πολιτικό διακύβευμα. Όμως, αντιλαμβάνονταν με τον ίδιο τρόπο τη δική τους συμμετοχή τα απλά μέλη και στελέχη σε τοπικό επίπεδο; Συμμερίζονταν το γενικό πολιτικό διακύβευμα ή η κινητοποίησή τους είχε παράλληλα ή και τελείως διαφορετικά κίνητρα;
Η έμφαση στην τοπικότητα και στην «από τα κάτω» προσέγγιση που κυριάρχησε στην ιστοριογραφία της περιόδου κατά την τελευταία εικοσαετία μπόρεσε να συνεισφέρει σημαντικά, αρχικά στο να τεθούν και, εν συνεχεία, να διαφωτιστούν τέτοιου τύπου ερωτήματα. Σε αυτό το διάστημα είδαν το φως σημαντικές μελέτες για τις ένοπλες οργανώσεις του αντικομμουνιστικού-εθνικιστικού στρατοπέδου, οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας στη μετά το 1974 περίοδο, ενώ πριν από αυτήν, κάτω από το φωτοστέφανο των «νικητών του Γράμμου» που κάλυπτε τις περισσότερες, έτσι όπως αυτό φιλοτεχνούνταν αναδρομικά στις μαρτυρίες των ηγετικών στελεχών τους, κρύβονταν συχνά σκοτεινές σελίδες συνεργασίας με τον κατακτητή.
Σε αυτό το ιστοριογραφικό ρεύμα της «από τα κάτω» προσέγγισης εντάσσεται και η μελέτη του κοινωνιολόγου Βαγγέλη Τζούκα, η οποία μας προσφέρει μια εξαιρετικά διεισδυτική ανάλυση των ένοπλων σωμάτων του ΕΔΕΣ, της μεγαλύτερης μη κομμουνιστικής αντιστασιακής οργάνωσης, σε άμεση συνάρτηση με τον ορεινό χώρο στον οποίον αναπτύχθηκαν.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, μάλιστα, ότι στην προσέγγιση του Τζούκα «πρωταγωνιστής» δεν είναι τα ΕΔΕΣίτικα ένοπλα σώματα αλλά, αντιθέτως, ο ίδιος ο χώρος και οι τοπικές κοινωνίες, ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι δύο παράγοντες, φορείς διαφορετικών αξιακών προταγμάτων, αλληλεπίδρασαν και αλληλοεπηρεάστηκαν.
Τα ερωτήματα που θέτει στην εργασία του κινούνται πάνω σε τρεις βασικούς άξονες: Τη διερεύνηση του τρόπου πολιτικής ένταξης των τοπικών κοινωνιών σε έναν πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό υπερτοπικής εμβέλειας, τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών της ιεραρχικής δομής στην οποία εντάσσονται, η οποία στηρίζεται στο προνεωτερικό πρότυπο της οπλαρχηγίας και, τέλος, τη διερεύνηση του ρόλου των τοπικών κοινωνικών δομών στη διαμόρφωση και τη λειτουργία αυτών των ένοπλων τμημάτων.
Ο συγγραφέας επικεντρώνει τη μελέτη του σε τέσσερις ορεινές περιοχές όπου αναπτύχθηκαν τμήματα του ΕΔΕΣ: Ξηροβούνι, Λάκκα Σουλίου, Ραδοβίζι και Τζουμέρκα. Περιοχές με παράδοση ληστρικής δράσης κατά το Μεσοπόλεμο, «παράδοση ανταρσίας» όπως την ονόμασε ο Στάθης Δαμιανάκος, μη ενταγμένες πλήρως στις δομές του νεωτερικού κράτους κατά την προηγούμενη περίοδο, έρχονται σε επαφή με μια πολιτική και στρατιωτική οργάνωση που αναφέρεται ακριβώς σε αυτό το κράτος και τη μεταπολεμική οργάνωση της κοινωνίας.
Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο φορέας νεωτερικών πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων «εισβάλλει» σε αυτές τις τοπικές κοινωνίες, διαπραγματεύεται και εντάσσει στις γραμμές του τοπικά συγγενικά δίκτυα, μετασχηματίζοντας τις τοπικές κοινωνίες και, ταυτόχρονα, ετασχηματιζόμενος ο ίδιος μέσα από σειρά «προσαρμογών» στις τοπικές συνθήκες και τις απαιτήσεις των «οπλαρχηγών», αποτελεί το επίκεντρο της αφήγησης του Τζούκα.
Παράλληλα, μελετώντας τις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ (Οκτώβριος 1943-Φεβρουάριος 1944), σε τοπικό επίπεδο, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο οι οργανώσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ομοίως φορείς νεωτερικότητας και υπερτοπικών προταγμάτων, διαπραγματεύονται και αυτές από τη μεριά τους με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά, καθώς διαθέτουν περισσότερο κάθετη οργανωτική δομή, αποδεικνύονται λιγότερο ευπροσάρμοστες στις απαιτήσεις των τοπικών κοινωνιών και, τελικά, αποτυγχάνουν να μετασχηματιστούν προκειμένου να τις εντάξουν στο νεωτερικό πρόταγμα του ΕΑΜ.
Εν κατακλείδι, η μελέτη του Β. Τζούκα αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση των βαθιών μετασχηματισμών της δεκαετίας του 1940, καταδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο οι πανεθνικές αντιστασιακές οργανώσεις αποτέλεσαν ταυτόχρονα και αντίπαλες προτάσεις «εκμοντερνισμού» του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας.
Στρατής Αρτεμισιώτης