Μεθοδεύσεις κόντρα στην απαίτηση για περισσότερη δημοκρατία.
Η συνάντηση Κορυφής των πολιτικών αρχηγών δεν κατάληξε σε απρόβλεπτο φιάσκο. Αντίθετα, αποτέλεσε ένα σκηνοθετημένο, προϋπολογισμένο,μεθοδικά εκμεταλλεύσιμο πολιτικό αδιέξοδο. Ο Παπανδρέου ήξερε πως θα κατέληγαν σε διαφωνία. Χρειαζόταν, όμως, την εικόνα του αδιεξόδου, για να του δοθεί η δυνατότητα χειρισμών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος στην κυβέρνηση τεχνοκρατών.
Ο Σαμαράς αρνούμενος τη συναίνεση και κατ’ επέκταση τη συγκυβέρνηση, περιόρισε τις ευκαιρίες του Παπανδρέου, ο οποίος δεν θα εγκαταλείψει τη δημαγωγία της συναίνεσης, συνεχίζοντας τις πιέσεις. Διότι μπροστά στο μέγεθος των προβλημάτων, η συναίνεση αποτελεί στρατηγική, διαρκώς αναπαραγόμενη, απαίτηση του συστήματος. Η δημιουργία αντίστοιχου ιδεολογικού προφίλ, μεσοπρόθεσμα, θα χαρίσει πόντους στον Παπανδρέου. Προς το παρόν, όμως, χρειάζεται να ελέγξει τις εξελίξεις. Να παραμείνει αδιαμφισβήτητο κεντρικό πρόσωπο του πολιτικού σκηνικού, γεγονός που, σε μεταβατικές περιόδους, δεν είναι αυτονόητο. Οφείλει να επανακτηθεί, να επιβεβαιωθεί. Πρέπει, έτσι, να ακυρωθούν οι εναλλακτικές σε επίπεδο προσώπων, ενδεικτικό εδώ το οριστικόθεαματικό άδειασμα του Σημίτη. Να φρενάρει τους δελφίνους του ΠΑΣΟΚ, στα όρια μιας αυτονόμησης προσαρμοσμένης στην επόμενη φάση του συστήματος και όχι άμεσα. Να κοντύνει τις ανεξάρτητες προσωπικότητες, έως το σημείο της απλής συμμετοχής τους ως υπουργών και όχι ως κάτι περισσότερο. Το τελευταίο γίνεται μακριά από το φως της δημοσιότητας, στο πλαίσιο των σχέσεων με τους «συμμάχους», τα λόμπι της διαπλοκής, τον αστισμό, τα κέντρα ισχύος και οποιουδήποτε άλλου έχει λόγο και δυνατότητα σε τέτοιου είδους εξελίξεις. Η μετάβαση σε κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν είναι εύκολη, ούτε αυτόματη υπόθεση. Απαιτεί δημιουργία προϋποθέσεων ουσίας, αλλά και την κατάλληλη επικοινωνιακή προώθηση. Πρόκειται για την ανακύκλωση του πολιτικού συστήματος, στην οποία πρέπει να εξασφαλιστεί φαντασμαγορική αφετηρία. Πρόκειται για ένα είδος μεταστέγασης που πρέπει να επιχειρηθεί σε συνθήκες παντοειδούς ρευστότητας. Ούτε τα στατικά του νέου οικοδομήματος είναι εξασφαλισμένα, ούτε η μακροημέρευσή του. Η αρχιτεκτονική διευθέτηση των σημερινών πραγματικών αντιθέσεων, θα καθορίσει το μέλλον. Το σενάριο περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, μετανεωτεριστικό σκηνικό. Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση τεχνοκρατών πρέπει να εξασφαλίσει στη Βουλή τη «δεδηλωμένη», από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στη συνέχεια θα περάσει σε ένα είδος εικονικής αντιπολίτευσης.Τα σημερινά πρωτοκλασάτα κυβερνητικά στελέχη θα μεταβληθούν σε κάτι σαν τους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ: Δηλαδή, ψηφίζουμε ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν το στηρίζουμε, διαχωριζόμαστε κ.λπ. Σημειωτέον, ο τρόπος αυτός δεν εξασφαλίζει συνταγματική νομιμότητα, τα όρια της οποίας θα πρέπει να καλύψουν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οισυνήθεις μαϊντανοί της συνταγματολογίας, καθώς και τα πολιτικά κόμματα της Δεξιάς. Αλλά και πάλι δεν φτάνει. Με την οργή να πλημμυρίζει τις πλατείες, η πιθανότητα μετάλλαξης του σημερινού κινήματος σε πανστρατιά συνταγματικής υποστήριξης και γενικής πολιτικής ανατροπής είναι μεγάλη. Από την άλλη, η κυβέρνηση τεχνοκρατών δεν είναι η αρεστή, επιθυμητή λύση καθολικά για το σύστημα και τον Παπανδρέου. Είναι λύση ανάγκης, επιβεβλημένη από το γεγονός ότι βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο. Η κρίση απαξιώνει, εξοντώνει τις διαχειριστικές οικονομικές λύσεις, ενώ το κίνημα περιορίζει ολοένα και περισσότερο τα πολιτικά ενδεχόμενα. Την κυβέρνηση τεχνοκρατών υποστηρίζουν φανατικά μόνον οι υπουργήσιμοι και οι εντολοδόχοι τους. Και από τους τελευταίους, δε, μόνον όσοι αντιμετωπίζουν το πολιτικό σύστημα με τελείως τακτικούς, αρπακτικούς όρους.
Περιορισμός κινήσεων
Το πλαίσιο των κινήσεων αλλά και της αυτονομίας του Παπανδρέου θα περιοριστεί. Πρώτα απ’ όλα δεν θα μπορεί να επιβάλει απρόσκοπτα τη θέλησή του σε υπουργούς που, όντας εξαρτημένοι από αλλότρια κέντρα, θα έχουν εξασφαλισμένη την ανεξαρτησία απέναντί του. Παράλληλα, θα περιοριστούν οι δραστηριότητές του στο διεθνή στίβο και ιδιαίτερα οι ακροβασίες του γύρω από τις αντιθέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ που αν και δεν γίνονταν ιδιαίτερα αισθητές στην Ελλάδα, επέτρεπαν την προσωπική του υποστασιοποίηση και δυνατότητα. Η συρρίκνωση των διεθνών ορίων θα περιορίσει και τους εσωτερικούς ορίζοντες.
Τέλος, καθ’ υπόταξη του ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να συμβεί, σε βαθμό που να του εξασφαλίσει το απερίσπαστο, σε προσωπικές επιλογές. Το ΠΑΣΟΚ, ανύπαρκτο σήμερα, τιμαριοποιημένο γύρω από κεντρικά στελέχη που οικοδομούν την καριέρα τους, ενδέχεται να επανενωθεί στοιχειωδώς, να λειτουργήσει ως πολιτικός οργανισμός, προβάλλοντας απαιτήσεις. Ο Παπανδρέου είναι υποχρεωμένος από τώρα να αναδιπλωθεί στο στενό περιβάλλον του, να αποκλείσει την προσπελασιμότητα των υπολοίπων σ’ αυτό, να δεχθεί τις επιθέσεις και την αλλοτροπική συμπεριφορά των κεντρικών στελεχών. Σε στιγμές όπως η σημερινή όπου η ρευστότητα προσομοιάζει με διάλυση, οι κριτικές προς τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του παίρνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Ο έλεγχος χάνεται. Οι προτάσεις Δρούτσα για δύο μόνο θητείες βουλευτών, ως σύλληψη και ως δημοσιοποίηση, έστειλαν μήνυμα περαιτέρω αποκοπής του Παπανδρέου από τον κορμό του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και οι γνωστές αντιδράσεις. Από την άλλη, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα δεν περνά, συναντά τις αντιθέσεις των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Εξ ου και οι συνόψισή του σε ένα και μόνο άρθρο που απαιτεί, βεβαίως, εφάπαξ ψηφοφορία. Εκ των υστέρων, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, οι κυβερνητικοί διαδίδουν ότι το επέλεξαν για να δυσκολέψουν τον Σαμαρά. Μύλος!
Ωστόσο, το σημαντικότερο ίσως με την κυβέρνηση τεχνοκρατών έγκειται στην ίδια της τη σύνθεση. Εσμός αυλικών, σκοτεινών δικτυώσεων, άνθρωποι του ξένου παράγοντα θα κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή. Η κυβέρνηση θα περάσει από τη διαπλοκή στην αρμοστεία. Το πολιτικό σκηνικό θα πάρει χαρακτηριστικά δεκαετίας του ’60. Ξενοκρατία, ευρωκρατία, κάθε είδους κέντρα άγνωστα, απρόσιτα στον πολίτη θα κουμαντάρουν τη χώρα. Θα μπορέσει να στηθεί και να σταθεί τέτοιο σκηνικό; Οι αναπηρίες της Αριστεράς αφήνουν περιθώρια.
Η έκρηξη του ριζοσπαστισμού και η ανασύστασή του σε αυτόνομη παρουσία, με αποτελέσματα εγχάρακτα στις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις, μειώνει τις πιθανότητες. Εξαρτάται. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της δημοκρατίας αναγορεύεται σε κεντρικό. Η δημοκρατία, ως αίτημα και ως μέτρο της κοινωνικής υπόστασης θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως απαίτηση αλλά και οι απαραίτητες αρετές, κατά την άσκηση της πολιτικής δράσης, θα συνομαδοθούν με το σώμα και την έννοια της δημοκρατίας. Η διαρκής εμβάθυνση, επανανοηματοδότησή της θα πρυτανεύσει.
Το σήμερα απέχει από τη δεκαετία του ’60. Παρά τους περισπασμούς, την αλλοτρίωση κ.λπ. υπάρχουν συνθετότερες και βαθύτερες προϋποθέσεις για την ανασύσταση της υποκειμενικής κοινωνικής παρουσίας. Το ζήτημα της δημοκρατίας δεν τίθεται ως επαναφορά του συστήματος σε οδούς δημοκρατικής νομιμοφροσύνης. Τίθεται ως παραπέρα απ’ αυτό. Η υπέρβαση της σημερινής πραγματικότητας μέσα από την έξαρση της πολιτικοποίησης και των αγώνων είναι προ των πυλών. Το αίτημα για δημοκρατία, ουσιαστικότερο σήμερα, τροφοδοτημένο τόσο από τις προηγμένες κοινωνικές απαιτήσεις όσο και από τις επίκαιρες ανθρώπινες ανάγκες θα βρει τον τρόπο να τεθεί με αντίστοιχους όρους.