Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου. Ζούμε στην εποχή των διλημμάτων.
Άλλα μικρά και καθημερινά, άλλα μεγάλα και υπαρξιακά. Να πληρώσεις το χαράτσι ή τα έξοδα του παιδιού; Να ανάψεις το καλοριφέρ ή να κουκουλωθείς στα σκεπάσματα; Να δεχθείς μισθό 300 ευρώ ή να υπομείνεις την ανεργία; Να ανεχτείς τη λεηλασία της ζωής σου ή να αντισταθείς με κάθε τρόπο; Να δώσεις ανοχή στην κυβερνητική τρόικα, ελπίζοντας πως επιτέλους θα πιάσουμε πάτο ή να βάλεις εσύ πάτο στο μνημονιακό βάλτο;
Υπάρχουν διλήμματα πλαστά και παραμορφωτικά. Κι άλλα εντελώς χειροπιαστά, που τα κραυγάζει η πραγματικότητα.
Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι στο δίλημμα «μνημόνιο ή στάση πληρωμών», η επιλογή της δεύτερης ήταν μονόδρομος επιβίωσης για την κοινωνική πλειοψηφία. Κι όμως, η Aριστερά ταλαντεύτηκε πολύ μέχρι ν’ απαντήσει. Μπορούμε να πούμε επίσης ότι στο δίλημμα «διάσωση ή κατάρρευση τραπεζών», η πρώτη επιλογή δεν είχε τίποτα αυτονόητα θετικό, όπως απέδειξαν κι οι επιλογές των Ισλανδών. Μπορούμε να πούμε, ακόμη, ότι στο εκβιαστικό δίλημμα «Διαλέξτε: μισθοί, δουλειές, δικαιώματα ή καταθέσεις;», η θυσία των πρώτων υπέρ των δεύτερων κάθε άλλο παρά άξιζε τον κόπο, τώρα που ακόμη και οι αποταμιεύσεις τελούν υπό κατάσχεση.
Κάτι ανάλογο ισχύει για το δίλημμα στο οποίο «κεφαλαιοποιείται» η ελληνική τραγωδία της τελευταίας τριετίας: «ευρώ ή δραχμή;» Υπάρχει πια επαρκής τεκμηρίωση ότι η γερμανική Ευρωζώνη είναι μια φυλακή λιτότητας χωρίς οδό διαφυγής. Και πως η αποδέσμευση απ’ αυτήν αφήνει πολύ περισσότερες ευκαιρίες «απόδρασης» και εναλλακτικής ένταξης σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας που τα κέντρα ισχύος του ολοφάνερα απομακρύνονται από τις δύο όχθες του Ατλαντικού. Και σ’ αυτό το δίλημμα η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ, υπαγορευμένη από ένα μείγμα αμηχανίας, φόβου και της επιθυμίας να απευθυνθεί στο μεγάλο ακροατήριο, δεν κατέληξε σε ένα ξεκάθαρο σχέδιο οικονομικής, κοινωνικής ανασυγκρότησης και ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας. Εντός ευρώ; Ας πούμε, εντός ευρώ. Τώρα, που η προσδοκία μιας αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρωζώνη με ελληνική αφετηρία χλομιάζει, τι προβλέπει το αριστερό Plan B, αν υπάρχει; Η ασάφεια που διαπερνά την απάντηση κάνει την κυβερνητική πρόταση τυφλής υποταγής στον γερμανικό άξονα, μετατροπής της χώρας σε προτεκτοράτο και των πολιτών σε υποζύγια χρέους να φαντάζει οδυνηρός πλην καθαρός μονόδρομος. Τουλάχιστον αποφέρει την οδύνη που υπόσχεται.
Και, τέλος, υπάρχουν διλήμματα υπαρξιακά. Ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Θεμιτή η αναβάθμιση της «κυβερνησιμότητας», κατανοητή η προσπάθεια να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη της ιδεολογικά απροετοίμαστης και πολιτικά αιφνιδιασμένης κοινής γνώμης, Αλλά, ούτε η διακυβέρνηση είναι αυτοσκοπός, ούτε η ανατροπή της άθλιας συγκυβέρνησης το μόνο μέσο. Το κρίσιμο είναι υπέρ ποιών κι ενάντια σε ποιους θέλεις να ασκήσεις την εξουσία. Ισορροπίες, τακτικές, λεπτοί χειρισμοί είναι στο πρόγραμμα. Αλλά αυτό που σε καθιστά αριστερό και Αριστερά είναι ότι κάθε επιλογή σου είναι ένα ελάχιστο ή μεγάλο βήμα χειραφέτησης των υποτελών τάξεων από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και από τα δεσμά της συνείδησης. Η κολακεία των συντηρητικών στερεότυπων μακροπρόθεσμα δεν σημαίνει κέρδισμα, αλλά χάρισμα της κοινής γνώμης στους αυθεντικούς τους εκφραστές. Απ’ αυτή την άποψη και οι ίσες αποστάσεις από την «ανομία της κατάληψης» και τη «νομιμότητα της καταστολής» απάντηση σε υπαρκτό δίλημμα είναι. Και, μάλιστα, διόλου ενθαρρυντική, αν θυμηθεί κανείς πόσο διαφορετικά απαντήθηκε το αντίστοιχο δίλημμα τον Δεκέμβρη του 2008. Τόσο μακρινό και τόσο κοντινό μας.