Με μια ομιλία του στο Πότσδαμ που μεταδόθηκε από τα γερμανικά τηλεοπτικά δίκτυα στις 3 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ όρισε το πλαίσιο του εορτασμού των 30 χρόνων από την επανένωση των δύο Γερμανιών. Και, βέβαια, το έκανε πολύ προσεκτικά, απευθυνόμενος κυρίως στους ίδιους τους Γερμανούς, θα έλεγα μάλιστα με ιδιαίτερη μέριμνα για τους πιο δυσαρεστημένους απ’ αυτούς. Αλλά ακριβώς απ’ αυτό το σοβαρό και καλογραμμένο λόγο, τον οποίο παρακολούθησα με πολλή προσοχή, μεγάλης διάρκειας, περίπου 45 λεπτών, έλειπαν μερικά καίρια σημεία χωρίς τα οποία η εικόνα που σχηματίζει κανείς για την πραγματικότητα είναι ελλιπέστατη. Ο Γερμανός πρόεδρος δεν απέφυγε να κάνει νύξη σε προβλήματα, που όπως τόνισε προκύψανε από την επανένωση των δύο Γερμανιών και τα οποία, παραδέχτηκε, δεν έχουν μέχρι σήμερα επιλυθεί. Ούτε παρέλειψε να αναφερθεί σε εντελώς σκοτεινά, πολύ σκοτεινά, σημεία της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας. Αλλά κάθε του αναφορά σε κάθε τι αρνητικό ήταν μερική και αρκετά στρογγυλεμένη. Και το λέω αυτό, γιατί ο ίδιος πήγε πίσω στην ιστορία μέχρι και την ίδρυση του πρώτου ενωμένου γερμανικού κράτους πριν από 150 χρόνια, οπότε οι ενδιάμεσες στη μακρά αυτή περίοδο αναφορές του μπορούν να αξιολογηθούν. Από το τι θυμήθηκε, και πώς το θυμάται, και από το τι δεν θυμήθηκε και γιατί δεν το θυμήθηκε.

Επιλεκτική μνήμη

Ο πρόεδρος θύμισε ότι η εθνική ενότητα επιτεύχθηκε το 1871 με βία, «με σίδερο και αίμα» και χτίστηκε «πάνω στην πρωσική κυριαρχία, τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό». Πρόσθεσε επίσης, ότι «η δοξολογία του πολέμου, του θανάτου του ήρωα, από τη στιγμή που τα παιδιά μπορούσαν να περπατήσουν – αυτό ήταν το μοιραίο πνεύμα εκείνης της εποχής. Η ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας σύντομα θα οδηγούσε στην καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου». Τα έθιξε αυτά για να τα αντιπαραθέσει στον ειρηνικό τρόπο με τον οποίο έγινε η επανένωση πριν από τριάντα χρόνια και στο γεγονός ότι η Γερμανία σήμερα είναι μία χώρα που αγωνίζεται για την ειρήνη και τη δημοκρατία.

Ακόμα κι αν αυτό ήταν εντελώς ακριβές, ως προς τον ειρηνικό χαρακτήρα της επανένωσης και ως προς την προώθηση εκ μέρους της σύγχρονης Γερμανίας της ειρήνης και της δημοκρατίας, ο Γερμανός πρόεδρος δεν θυμήθηκε καμία από τις περιπτώσεις που η σύγχρονη Γερμανία πρωτοστάτησε ή συνέβαλε στην πρόκληση καταστροφικών πολέμων π.χ. -Γιουγκοσλαβία- και τη στήριξη, άμεση ή έμμεση, αυταρχικών, αντιδημοκρατικών και φιλοπόλεμων καθεστώτων – π.χ. Σαουδική Αραβία. Και, βέβαια, δεν το έκανε γιατί αυτό θα μουντζούρωνε τη σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα που ήθελε να παρουσιάσει συμπερασματικά.
Είναι μέρος της αλήθειας ότι «η επανένωση το 1990 δεν επιτεύχθηκε μέσω λεονταρισμών και πολέμων κατάκτησης. Προέκυψε από διεθνείς διαπραγματεύσεις». Και προφανώς αναφέρεται στις συμφωνίες του Γκορμπατσόφ με τον Κολ κ.λπ. Αλλά, αν μιλάμε για δημοκρατία, δεν θα έπρεπε να ερωτηθεί έστω με ένα δημοψήφισμα ο λαός της Ανατολικής Γερμανίας, όταν δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι το σύνολο των 16 εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών ταυτιζόταν με τη βούληση του πλήθους που διαδήλωνε γύρω από το τείχος στο Βερολίνο; Ακόμα κι αν σιωπηρά στην πλειοψηφία τους ήθελαν την επανένωση, την ήθελαν έτσι όπως έγινε, σε βάρος τους; Και δεν θα έπρεπε δημοκρατικά, σ’ αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη απόφαση για τη ζωή και για το μέλλον του, να εκφραστεί αυτός ο λαός που αγνοήθηκε πανηγυρικά;

Ακόμα και σήμερα, γεγονός είναι, το οποίο μπορεί να μην είναι αποδεικτικό, αλλά σίγουρα έχει μια βαρύνουσα σημασία, ότι τα κόμματα που εκφράζουν πιο καθαρά αυτή τη δυσαρέσκεια, από τα Αριστερά και από τα Δεξιά, συγκεντρώνουν στο ανατολικό τμήμα της χώρας ένα ποσοστό που αθροιστικά υπερβαίνει το 30%, τριάντα χρόνια μετά, στην πιο πλούσια χώρα της Ευρώπης!

Διωγμοί

Ο πρόεδρος έκανε συγκρίσεις ανάμεσα στην ενωμένη Γερμανία του 1871 και τη σύγχρονη Γερμανία λέγοντας ότι «η γερμανική αυτοκρατορία κυβερνούσε με σιδερένιο χέρι.

Καθολικοί, σοσιαλιστές και Εβραίοι θεωρούνταν “εχθροί της αυτοκρατορίας” και διώκονταν, περιθωριοποιούνταν και φυλακίζονταν, ενώ δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να συμμετέχουν στην πολιτική» σε καταφανή αντίθεση με σήμερα που «οι Χριστιανοί, οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι άθεοι είναι όλοι μέρος της χώρας μας». Αυτό, ακόμα κι αν δεν ισχύει απόλυτα, είναι πράγματι σημαντικό.

Αλλά γιατί ο πρόεδρος ενώ αναφέρθηκε στους διωγμούς των σοσιαλιστών το 1871, δεν είχε κάτι να πει για τη δίωξη των κομμουνιστών στη δημοκρατική Γερμανία ή για τη μαζική ενσωμάτωση στη δημοκρατική Γερμανία της τεράστιας πλειονότητας των ναζί και μάλιστα σε πολύ νευραλγικούς τομείς, όπως στο δικαστικό σώμα;

Να σημειωθεί δε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας απαγορεύτηκε δύο φορές. Η πρώτη απαγόρευση του ΚΚΓ έγινε από τους ναζί το 1933 και η δεύτερη το 1956 από τη δημοκρατική Γερμανία. Η πρώτη συνοδεύτηκε από την εκτέλεση 30.000 κομμουνιστών και τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης άλλων 150.000 και η δεύτερη, πέρα από την κήρυξη παράνομου του κόμματος, υλοποιήθηκε με τη συστηματική παρακολούθηση των μελών και των οπαδών του από τις υπηρεσίες ασφαλείας της Γερμανίας, τον αποκλεισμό κάθε χαρακτηρισμένου ως κομμουνιστή από τη δυνατότητα εργασίας στο δημόσιο τομέα κ.λπ. Δηλαδή, μεταπολεμικά, εφαρμόστηκε ένας επιλεκτικός μαζικός διωγμός όχι εναντίον των ναζί που κληρονόμησε η Δυτική Γερμανία, αλλά εναντίον των λίγων Γερμανών που αντιτάχτηκαν ενεργά και αντιστάθηκαν στο ναζισμό πληρώνοντάς το τελικά διπλά, επί φασιστοκρατίας και επί δημοκρατίας.

Είναι θετικό ότι ο Γερμανός πρόεδρος κάνει συγκεκριμένη αναφορά στους μουσουλμάνους και τους μετανάστες τονίζοντας ότι είναι κι αυτοί μέρος της χώρας, ειδικά σε μια εποχή που η σκιά του ρατσισμού στη Γερμανία έχει απλωθεί και ενταθεί πολύ. Είναι θετικό επίσης ότι αποδοκιμάζει αυτούς που πολύ πρόσφατα ύψωσαν τη σημαία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας μπροστά στο Γερμανικό Κοινοβούλιο. Αλλά αντί να τους καταγγείλει ως ακροδεξιούς ή έστω εθνικιστές, τους αποκαλεί ανιστόρητους και ανόητους, ενώ ξέρει ότι είναι φασίστες και μιλιταριστές.

Ορατοί και αόρατοι

Κύριε πρόεδρε, μόνον οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν στοχευμένα και μαζικά; Η επιλεκτική αναφορά, όταν όλοι πια το έχουν εμπεδώσει ότι οι Εβραίοι υπέστησαν γενοκτονία από τους ναζί, ακόμα κι οι αδιόρθωτοι που λένε καλά τους κάνανε, δεν είναι καθόλου αθώα. Γιατί, έχουμε πια όλα τα στοιχεία και ξέρουμε πολύ καλά ότι οι άμαχοι Σλάβοι και οι αιχμάλωτοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί κ.λπ. που εξολοθρεύτηκαν επί τούτου, και όχι ως παράπλευρες απώλειες, είναι πολύ περισσότεροι από τους Εβραίους, σε απόλυτους αριθμούς, άρα δικαιούνται κι αυτοί μιας στοιχειώδους μνείας.

Ποτέ, όμως, από κανένα δυτικό επίσημο δεν μνημονεύονται ρητά όταν γίνεται αναφορά στις μαζικές εκκαθαρίσεις που διέπραξαν οι ναζί. Σαν να μην υπήρξαν κι αυτοί στα στρατόπεδα, σαν να μην υπήρξαν τα χιλιάδες χωριά, σλάβικα, στην Ουκρανία, την Πολωνία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, που έγιναν ολοκαυτώματα, όπου εκατομμύρια άοπλοι πολίτες, γυναίκες, παιδιά, γέροι, ανάπηροι και τραυματίες, εξοντώθηκαν από το γερμανικό στρατό, όχι από απλό στρατιωτικό μένος, αλλά εφαρμόζοντας συγκεκριμένη γραμμή για την απάλειψή τους από προσώπου γης. Ούτε, βέβαια, έκανε αναφορά ο πρόεδρος της Γερμανίας στους κομμουνιστές, τους ομοφυλόφιλους, τους τσιγγάνους και τους θεωρούμενους περιθωριακούς ή προβληματικούς που εξόντωσαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες οι Γερμανοί ναζί μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Αυτοί πρέπει να μείνουν αόρατοι και αμνημόνευτοι.

Είναι δε πολύ ενδιαφέρον ότι οι σύγχρονοι Γερμανοί, συνεπικουρούμενοι από όλους τους Δυτικούς, κατάφεραν με πάρα πολύ μεθοδευμένο τρόπο να ξεχωρίσουν τους ναζί ως ξένο σώμα. Σαν να είναι κάτι άλλο, που έπεσε από τον ουρανό, ο ναζισμός. Σαν να μην εκλέχτηκε ο Χίτλερ και σαν να μην επιλέχτηκε από τον τότε πρόεδρο της Γερμανίας και τους κοινοβουλευτικούς της εποχής να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Σαν να είναι ένα εξωπραγματικό μόρφωμα οι ναζί στη Γερμανία, παρ’ όλο που στη δεκαετία 1935-1945 που διαπράχτηκαν τα πιο φρικιαστικά εγκλήματα, ο Χίτλερ ήταν ο λατρευτός ηγέτης των πιο πολλών Γερμανών. Όχι, λοιπόν, κύριε πρόεδρε, όσο κι αν αναγνωρίζουμε και εκτιμούμε την προσπάθεια αστικού εκδημοκρατισμού και καταδίκης του ναζισμού που έχει καταβληθεί στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Χίτλερ είναι μέσα στην ιστορία σας σάρκα από τη σάρκα και πνεύμα από το πνεύμα της Γερμανίας.

Όσο για τη δημοκρατία και την ειρήνη, τι εννοείτε; Ότι σας νοιάζει τοπικά και την εφαρμόζεται στη χώρα σας, αλλά μπορείτε σε διεθνές επίπεδο να προωθείτε άκριτα και ανομολόγητα τον πόλεμο και τις δικτατορίες; Δεν είναι η σύγχρονη Γερμανία που πρωταγωνίστησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας; Δεν είναι η Γερμανία που πρωταγωνίστησε στις ταραχές και τις καταστροφές που επακολούθησαν στην Ουκρανία; Δεν είναι η Γερμανία που εξοπλίζει το Ισραήλ και κάνει τα στραβά μάτια για το απαρτχάιντ στην Παλαιστίνη; Δεν εκπαιδεύει τους Σαουδάραβες και τους προμηθεύει οπλικά συστήματα εξελιγμένης τεχνολογίας για να δολοφονούν τους αντιφρονούντες ατιμωρητί και να προκαλούν καταστροφή και γενοκτονία στην Υεμένη; Κι αυτή η λίστα κακουργηματικών πράξεων κατά της ειρήνης και της δημοκρατίας είναι πολύ μεγάλη.

Επέκταση του ΝΑΤΟ

Υπάρχει, επίσης, ένα άλλο μεγάλο θέμα που δεν αρέσει στους Γερμανούς να το αναμοχλεύουν, γιατί κλονίζει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία τους. Όπως έγραψε ο Matthias von Hein (Deutsche Welle, 30 Σεπτ. 2020) «στη φάση των διαπραγματεύσεων για τη γερμανική επανένωση, ο Κολ και ο Γκορμπατσόφ είχαν ρητά συμφωνήσει ότι, ως κυρίαρχο κράτος, η Γερμανία θα μπορούσε να παραμείνει μέλος του ΝΑΤΟ υπό τον όρο ότι δεν θα σταθμεύουν στρατεύματα του ΝΑΤΟ στα εδάφη που ανήκαν στην Ανατολική Γερμανία…» Έχοντας συμφωνήσει αυτό ως μίνιμουμ, οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς θα ήταν επίσης αδιανόητη. «Οι ιστορικοί αναθυμούνται υποσχέσεις από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και τον υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ, να δημιουργήσουν μια πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας στην οποία θα συμμετέχουν όλοι με ένα πνεύμα συνεταιρισμού…» Όμως, οι Αμερικάνοι και οι Γερμανοί δεν σεβάστηκαν τις δεσμεύσεις και υποσχέσεις τους. «Πολλοί Αμερικανοί ηγέτες ήταν πλήρως ενήμεροι ότι μια επέκταση προς Ανατολάς της δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας θα γινόταν δεκτή από τη Ρωσία σαν προδοσία του συνεργατικού πνεύματος του 1990: με μια ανοιχτή επιστολή, τον Ιούνιο 1997, περισσότεροι από 40 πρώην γερουσιαστές, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, πρέσβεις, ειδικοί στα στρατιωτικά ζητήματα, προειδοποίησαν τον διάδοχο του Μπους Μπιλ Κλίντον, ότι η επέκταση ανατολικά του ΝΑΤΟ θα ενίσχυε την αντιδημοκρατική αντιπολίτευση και θα αποδυνάμωνε τις δυνάμεις της μεταρρύθμισης.»

Οι Αμερικάνοι και οι σύμμαχοί τους, των Γερμανών συμπεριλαμβανομένων, κινήθηκαν στο εντελώς αντίθετο ρεύμα από το πνεύμα εκείνης της ιστορικής συμφωνίας που θα αντικαθιστούσε τον Ψυχρό Πόλεμο από μία διαρκή συνθήκη ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Οι σύγχρονοι Γερμανοί, όχι μόνο δεν εμπόδισαν με την αυξημένη ισχύ τους την επέκταση του ΝΑΤΟ στις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού, ακόμα και την εγκατάσταση στρατιωτικών δυνάμεων της συμμαχίας στις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία, αλλά ανέλαβαν και ενεργό ρόλο στην υπονόμευση των σχέσεων της Ρωσίας με τις εκτός του ΝΑΤΟ χώρες, όπως η Γεωργία, η Ουκρανία και τώρα η Λευκορωσία. Δηλαδή, παρ’ όλο που η Γερμανία είναι σοβαρός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας στον τομέα της ενέργειας και του εμπορίου, η εξωτερική πολιτική υπό την Μέρκελ και τον Στάινμαγιερ είναι μονομερώς επιθετική κατά της Ρωσίας δημιουργώντας ή ενθαρρύνοντας εντάσεις οι οποίες, κατά τους ειδικούς, δεν συμπλέουν με τη γραμμή τού επί 18 έτη υπουργού Εξωτερικών Hans-Dietrich Genscher, που άφησε εποχή στην ιστορία της διπλωματίας με τη συναινετική γεωπολιτική του φιλοσοφία.

Για να μην πάμε και στα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα, όπως είναι οι αποζημιώσεις που οφείλουν στην Ελλάδα για τις ασύλληπτες καταστροφές που προκάλεσαν στην Κατοχή ή το χάιδεμα του Ερντογάν σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ξέχασε να συμπεριλάβει στο λόγο του περί ειρήνης και δημοκρατίας ο πρόεδρος της Γερμανίας.

Οι «Όσις»

Ο πρόεδρος μίλησε αρκετά για τους Ανατολικογερμανούς αναγνωρίζοντας αυτό που ξέρουν όλοι. Αυτό που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια. Ότι δεν υπήρξε καμία μέριμνα για τους κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας στη φάση της επανένωσης και μετά. Ότι επρόκειτο για βίαιη υπαγωγή τους στη Δυτική Γερμανία και όχι για ισότιμη ένταξη. Υπαγωγή με καταστροφικές, για πολλά εκατομμύρια Γερμανούς, μακροχρόνιες επιπτώσεις. Γιατί όλα στην Α. Γερμανία λειτουργούσαν με άλλους κανόνες σε ένα διαφορετικό σύστημα. Η αυτόματη κατάργησή του χωρίς σχέδιο και πρόνοια, ούτε πριν ούτε μετά, διέλυσε όλες τις υποδομές, τις εργασιακές σχέσεις, τα κατακτημένα δικαιώματα, τους όρους διαβίωσης, την οικονομία, τα πολιτισμικά και κοινωνικά δίκτυα, τα πάντα. Οι Γερμανοί βιομήχανοι που είδαν τα 16 εκατομμύρια σαν καινούργιους πελάτες, αλλά και φτηνούς εργάτες, φρόντισαν με διάφορα μέσα και προσχήματα να κλείσουν τις περισσότερες βιομηχανίες της Α. Γερμανίας. Το ίδιο έγινε και με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν ανυπεράσπιστοι στο έλεός τους. Όλοι αυτοί που ζούσαν μια ικανοποιητική μέση ζωή, ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί, αλλά με σίγουρα σταθερή και ασφαλή εργασία και βασικές υπηρεσίες υγείας, παιδείας κ.λπ., καθώς κι αυτοί που ζούσαν με τη σύνταξή τους, βρέθηκαν κάτω από το σκληρό γερμανικό μάρκο που τους έκανε αυτομάτως πάμφτωχους σε σχέση με το διαμορφωμένο επίπεδο της Δ. Γερμανίας. «Έκλεισαν τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις» τόνισε ο πρόεδρος «με δραματικές συνέπειες».

Ό,τι παρήγαγε η Α. Γερμανία συκοφαντήθηκε και απαξιώθηκε με μια μεγάλη ενορχηστρωμένη καμπάνια από τα ΜΜΕ. Κι όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθεί στιγματιζόταν και απομονωνόταν. Έτσι, πολύ γρήγορα, με διαλυμένους όλους τους κοινωνικούς και οικονομικούς ιστούς, κοντά τέσσερα εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στη δυτική περιοχή για να επιβιώσουν, μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Δηλαδή, το 1/4 , το 25% του πληθυσμού της πρώην Α. Γερμανίας μετακινήθηκε προς τα δυτικά, δημιουργώντας «άδειες πόλεις» όπως είπε ο πρόεδρος κι ένα δημογραφικό πρόβλημα στις άλλοτε ισορροπημένες κοινωνίες τους. Σύμφωνα με την Ντόιτσε Βέλε, έφυγε μια ολόκληρη γενιά νέων από την Α. Γερμανία. Ακόμα και σήμερα, η οικονομική ισχύς των πέντε κρατιδίων της Α. Γερμανίας βρίσκεται στο 73% του παγγερμανικού μέσου όρου. Θέλει μεγάλη ανάλυση για να καταλάβει κανείς τι ακριβώς έγινε, πίσω από την εικόνα που παρουσιάζει η επίσημη προπαγάνδα. Και στον πολιτιστικό-μορφωτικό τομέα, όπως επισήμανε κι ο Στάινμαγιερ, στην Α. Γερμανία είχαν παντού «τοπικές βιβλιοθήκες, χώρους συνευρέσεων για κοινές δραστηριότητες, συμμετοχικές συνελεύσεις, τοπική ιατρική φροντίδα, παιδική μέριμνα και σταθμούς κ.λπ.». Όλα αυτά σαρώθηκαν από το νέο καθεστώς που επιβλήθηκε σε μία νύχτα. Κι έχασαν οι άνθρωποι τον μπούσουλα, «16 εκατομμύρια άνθρωποι, των οποίων η ζωή ανατράπηκε, έπρεπε να ξεκινήσουν εκ νέου».

Νέα τείχη

Ο πρόεδρος, όπως και όλες οι επίσημες φωνές, οι ισχυρές φωνές, οι φωνές που έχουν την επικοινωνία υπό μάλης στη Γερμανία, όταν αναφέρονται στην Α. Γερμανία επικεντρώνονται σ’ αυτά που έχουν αποτελέσει τον πυρήνα της πολιτικής τους ρητορικής. Ξανά και ξανά, η Α. Γερμανία δεν αντιπροσωπεύεται από τους ανθρώπους της, από τους επιστήμονες, τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες, τους αθλητές της, ούτε από τη δωρεάν παιδεία, υγεία, στέγαση και αναψυχή των πολιτών της. Αντιπροσωπεύεται μόνο από το τείχος του Βερολίνου και τη μυστική αστυνομία, τη Στάζι. Σαν να μην υπήρξε τίποτα άλλο. Σαν να μην υπήρξε κοινωνία. Δεν έχει καμία σημασία που σήμερα οι εταίροι και σύμμαχοι της Γερμανίας, έχουν ανενόχλητα χτίσει τείχη εκατοντάδων χιλιομέτρων που είτε εμποδίζουν τους πρόσφυγες των πολέμων που οι δυτικοί υποθάλπουν και συντηρούν, όπως η Ουγγαρία, είτε εμποδίζουν τους ανθρώπους να βγουν ζώντας σε συνθήκες αποκλεισμού και ασφυξίας, όπως κάνει το Ισραήλ –με την αμέριστη στήριξη της Δύσης- στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.

Αλλά για να μην αδικήσω τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ, θα επισημάνω ότι έκλεισε αυτή τη σημαντική ομιλία του, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη γερμανική ενοποίηση, λέγοντας ότι στη Γερμανία «έχουν αναδυθεί νέα τείχη σε ολόκληρη τη χώρα μας: τείχη απογοήτευσης, τείχη θυμού και μίσους. Τείχη σιωπής και αποξένωσης. Τείχη που είναι αόρατα και εντούτοις διαιρούν. Τείχη που εμποδίζουν την κοινωνική συνοχή. Και ξέρετε κάτι; Το Τείχος του Βερολίνου ήταν έργο του Ούλμπριχτ. Χτίστηκε από ένα καθεστώς τυραννίας. Αλλά τα νέα τείχη στη χώρα μας είναι δικά μας έργα. Και μόνο εμείς μπορούμε να τα γκρεμίσουμε. Ας μην στεκόμαστε αδρανείς, λοιπόν, κι ας μην διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτά – ας γκρεμίσουμε επιτέλους αυτά τα τείχη!»

Ναι, τριάντα χρόνια μετά, ο πρόεδρος μίλησε για τα τείχη που διαδέχτηκαν το τείχος…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!