Διαβάστε το Μέρος Α’ | Μέρος Β’

Οι ελληνικοί τόποι γδάρθηκαν μέχρι το κόκκαλο. Από τους Έλληνες αφαιρέθηκαν τα ζωτικά τους λιπάσματα. Κι αν υπάρχουν αμφιβολίες και αντιρρήσεις για την ελληνικότητά μας δεν είναι ασύνδετες από τη συστηματική και βάρβαρη προσπάθεια των μεγάλων δυνάμεων να μας αποκόψουν από τις ρίζες μας, από τις πηγές μας και από τις μητρικές μας παραδόσεις με την υφαρπαγή και εξαφάνιση των πιο χειροπιαστών τεκμηρίων γι’ αυτούς τους δεσμούς. Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι απ’ τους αρχαιοκάπηλους δεν είχαν αυτό κατά νου, πάρα μόνο τη δική τους ικανοποίηση από την αρπαγή, το αποτέλεσμα σε βάρος των Ελλήνων είναι το ίδιο. Μας ευνούχιζαν και μας έκοβαν τον ομφάλιο λώρο που μας συνέδεε με την αρχαιότητα, με την αρχαία ιστορία και τον πολιτισμό. Κι αυτό κάνει ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη και αξιοζήλευτη τη διατήρηση και αναγέννηση της ελληνικότητάς μας, γιατί έγινε κάτω από συνθήκες βίαιου ξεριζωμού και αποκοπής μας από την πολιτιστική μας μήτρα.

Κυριάκος Σιμόπουλος

Πολλοί άλλοι λαοί που υπέστησαν αντίστοιχη κακοποίηση από τους ίδιους βιαστές, στερημένοι από την κουλτούρα τους, με κομμένο τον ομφάλιο λώρο από το σώμα της παράδοσής τους, με τα τοτέμ τους κλεμμένα και τοποθετημένα σε ψυχρές αίθουσες μουσείων στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Βιέννη, το Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο, αποσυντονίστηκαν, αποστερήθηκαν τους αρμούς τους και χάθηκαν από την ιστορία. Γιατί, οι αποικιοκράτες, εκτός από τον πιο φρέσκο, νεανικό πληθυσμό που άρπαξαν σχεδόν απ’ όλη την Αφρική, διέπραξαν διπλή γενοκτονία γιατί ταυτόχρονα κατέστρεφαν και άρπαζαν τους πολιτιστικούς θησαυρούς των αφρικανικών λαών. Όπως γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων», μόνο στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχουν διπλάσια αφρικανικά έργα τέχνης απ’ όσα υπάρχουν σε όλα τα μουσεία της ηπείρου! Γι’ αυτό όταν οι λαοί της Αφρικής άρχισαν να εξεγείρονται εναντίον των Ευρωπαίων Κατακτητών, για να ανασυγκροτήσουν την πολιτισμική και εθνική τους ταυτότητα, έπρεπε να μελετούν τα πολιτισμικά τους μνημεία και σύμβολα στην Ευρώπη και να εισάγουν στην Αφρική τον χαμένο τους πολιτισμό.

Οι επικυρίαρχοι δεν νοιάστηκαν ποτέ για τη διάσωση των πολιτισμών των άλλων για τους άλλους. Και εννοείται ότι δεν αναφέρομαι σε ανιδιοτελείς διανοούμενους και κοινούς ανθρώπου του μόχθου που σέβονταν ό,τι είχε αξία. Στις ελίτ αναφέρομαι. Που χρησιμοποιούσαν σαν δούλους τους λαούς, την ώρα που τους έκλεβαν ό,τι ιερό και όσιο, για τη δική τους δόξα και ευμάρεια. Στις ελίτ που κατέστρεψαν δεκάδες πολιτισμούς σε όλο τον κόσμο για δικό τους όφελος, όπως κάνουν έκτοτε και με τη φύση, που την μολύνουν και την εξαντλούν οδηγώντας τις κοινωνίες όχι μόνο στην πνευματική τους ισοπέδωση, αλλά και στη βιολογική τους εξαφάνιση, όπως έκαναν με τους ιθαγενείς λαούς της Αφρικής και της Αμερικής, όπως κάνουν και σήμερα καταστρέφοντας τα δάση του Αμαζονίου ή τις αρχαιότητες της Μεσοποτομίας. Οι ελίτ είναι οι εγκληματίες που διασφάλισαν την κυριαρχία και την ευημερία τους με καταστροφές, αρπαγές, εξανδραποδισμούς και γενοκτονίες.

Τουρίστες στον τόπο μας

Αν ζούσαμε σε μία πόλη και μία χώρα που τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι σωστά τοποθετημένα στους δρόμους και τις πλατείες, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους χώρους δουλειάς, ενταγμένα μέσα στη ζωή όπως είναι τα δέντρα και τα λουλούδια, όπως είναι τα τραγούδια και τα ηλιοβασιλέματα, τότε κανένας δεν θα χρειαζόταν να οργανώνει εκδρομές για τους Έλληνες προκειμένου να γνωρίσουν σαν επισκέπτες από την Ιαπωνία ή το Βέλγιο την ιστορία τους σε ένα περίφρακτο αρχαιολογικό χώρο ή σε κάποιο μουσείο της Ελλάδας ή του εξωτερικού.

Όπως ήταν τα έργα τέχνης στην Αθήνα του Περικλή και όπως ήταν, πολύ αργότερα, στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1204 που όλα καταστράφηκαν ή κλέφτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ιταλία από τους σταυροφόρους. Αυτή η απογύμνωση της Πόλης από τα έργα τέχνης που ήταν μέρος του αστικού της περιβάλλοντος, μέσα κι έξω από την Αγία Σοφία, στον Ιππόδρομο και στο λιμάνι, στα δημόσια κτήρια και τις γειτονιές, ξεσηκωμένα κι αυτά από τις ελληνικές πολιτείες αλλά διατηρημένα στην Πόλη επί 800 σχεδόν χρόνια, σήμανε και την αρχή της οριστικής μη αναστρέψιμης εξουθένωσης του Βυζαντίου.

Μας έσπασαν τους σπόνδυλους κι όμως αντέξαμε, αλλά μόλις είδαν ότι πεισματικά αναγεννιόμαστε, εμείς που θεωρούμασταν άγριοι, υποτελείς και καθυστερημένοι, επιδίδονται σε νέα λυσσώδη προσπάθεια να μας ξανασπάσουν όχι μόνο την ιστορική σύνδεση, αλλά και την αυτοπεποίθηση. Και μόνο όταν αποδεικνυόμαστε σκληρά καρύδια, όχι τόσο εύθραυστα στη δεδομένη στιγμή, βάζουν σε ενέργεια κι άλλα όπλα από την πλούσια αποικιοκρατική τους εμπειρία και το μεγάλο τους οπλοστάσιο.

Δεν είναι μονοδιάστατη η αρχαιογνωσία. Δεν έχει μόνο διεθνή απήχηση. Είναι κάτι απείρως σημαντικότερο για μας. Είναι η πιστοποίηση της ταυτότητας μας, της ύπαρξής μας σε σύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό, του οποίου, εντάξει, μετά από δυο χιλιάδες χρόνια καταπίεσης, στρέβλωσης και καταστολής, δεν είμαστε του επιπέδου του, αλλά δεν είμαστε και ανεμοσκορπίσματα και ανεμομαζώματα της Ιστορίας, ούτε περιφερόμενα αδέσποτα των μητροπόλεων, των «μεγάλων», των «προστάτιδων» δυνάμεων. Γι’ αυτό, κάθε νέα πράξη ή παράλειψη εναντίον των μνημείων μας, των έργων τέχνης μας και του φυσικού μας περιβάλλοντος που ο ρόλος του στη διαμόρφωση του πολιτισμού μας, ενός πολιτισμού παγκόσμιας και διαχρονικής εμβέλειας, είναι καθοριστικός. Γιατί αν οι Ίωνες και οι Δωριείς εγκαθίσταντο στον Αμαζόνιο, στην έρημο της Σαχάρας ή στις στέπες της Σιβηρίας, οπωσδήποτε έναν άλλο πολιτισμό, διαφορετικό, θα είχαν διαμορφώσει και καλλιεργήσει. Γι’ αυτό και πρέπει να αντιστεκόμαστε στους σύγχρονους βιαστές των στοιχείων του πολιτισμού και της ταυτότητάς μας. Το να ρίχνουν τσιμέντο γύρω από τον Παρθενώνα, να ξηλώνουν τα σπουδαία ευρήματα στη Θεσσαλονίκη ή να ισοπεδώνουν και να τσιμεντάρουν τις βουνοκορφές σε όλη την Ελλάδα, από το Μαίναλο μέχρι τα Άγραφα και όλα τα νησιά, για να στήσουν τις τεράστιες ανεμογεννήτριες προκειμένου να λιανίσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια προς όφελος της τσέπης τους και των ευρωπαίων βιομηχάνων που τις κατασκευάζουν, είναι πολύ μεγάλα εγκλήματα, ανεπανόρθωτα ζημιογόνα, κακουργήματα ιδιαζόντως ειδεχθή που όλοι πρέπει να εντείνουμε τις αντιδράσεις μας για να τα αποτρέψουμε. Οι βέβηλοι και ιερόσυλοι που τα διαπράττουν είναι εχθροί της Ελλάδας και των Ελλήνων, εχθροί και του πολιτισμού που ενώ γεννήθηκε και έλαμψε εδώ, αναγνωρίζεται ως παγκόσμιος. Και είναι διπλά ένοχοι όταν τους λένε Μενδώνη, Μητσοτάκη ή Γεωργιάδη και όχι Λουδοβίκο, Έλγιν ή Φουρμόν.

Σπέρμα αμφισβήτησης

Ενώ η αρχαιογνωσία και η αρχαιολατρία ήταν σε έξαρση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, η εξουσία δεν είχε τις ευαισθησίες των διανοουμένων που μελετούσαν, ανακάλυπταν και διέδιδαν τα πλούτη και τα κάλλη της αρχαίας Ελλάδας μέσα κι έξω από τις χώρες τους. Η ελίτ των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών υιοθέτησε και πριμοδότησε την απόκτηση των αρχαιοτήτων γιατί της έδιναν τη δυνατότητα να συνδεθεί έως και να ταυτιστεί με ένα ανώτερο και ωραιότερο πολιτισμό αποκτώντας ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους λαούς που διαφέντευε και τις ανταγωνιστικές εξουσίες που ήθελε να κατανικήσει. Και για τους άρχοντες ατομικά τα κλοπιμαία ήταν στοιχεία πλούτου και γοήτρου.

Οι Έλληνες που ζούσαν στα μέρη που είχε ανθίσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ενδιέφεραν τους Ευρωπαίους δυνάστες και δεν τους απασχόλησαν μέχρι τη στιγμή που τους εξέπληξαν με τη δυναμική εξέγερσή τους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και τότε, όπως τονίζει κι ο Σιμόπουλος, «οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις τάχθηκαν αναφανδόν στο πλευρό των Οθωμανών καταπολεμώντας με όλα τα μέσα τον Εθνικό Αγώνα των Ελλήνων που εμπνεόταν από αυτά ακριβώς τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, αλληλένδετα με τον κλασσικό πολιτισμό και το όραμα της ελευθερίας».

Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τόσο από τους εμπνευσμένους διανοούμενους όσο και από τις απολυταρχικές εξουσίες, εξελίχθηκε σε ένα καθολικό πνευματικό, αισθητικό και πολιτικό ρεύμα με τεράστια δυναμική το οποίο κοινωνικοποίησε σταδιακά τις ιδέες και εξέθρεψε, ενέπνευσε και ενθάρρυνε τα κινήματα και τις εξεγέρσεις που στρέφονταν εναντίον των ελίτ που πίστευαν ότι η αρχαιογνωσία ήταν μόνο δικό τους προνόμιο.

Όταν έφτιαχναν τα ελληνοπρεπή μέγαρα και διακοσμούσαν παλάτια, επαύλεις, δημόσια κτήρια και κοινόχρηστους χώρους με έργα τέχνης, όταν γέμιζαν τις βιβλιοθήκες με χειρόγραφα των αρχαίων κ.λπ. δεν είχαν υπολογίσει ότι αυτή η φαντασμαγορία, αυτή η αναπαράσταση ενός κόσμου πραγματικού και μυθικού, θα κουβαλούσε μέσα της το σπέρμα της αμφισβήτησης της εξουσίας. Ότι φωτισμένοι άνθρωποι δεν θα αρκεστούν στα επιφαινόμενα, αλλά θα δελεαστούν, θα ενθουσιαστούν, θα επεξεργαστούν και θα αναδείξουν -με προτεινόμενες εφαρμογές στο νεωτερικό κόσμο- την ανθρωπιστική κουλτούρα που πηγαίνει αντάμα με τα αγάλματα και τους κίονες.

Και γι’ αυτό ήταν πολύ μεγάλος ο αιφνιδιασμός των απολυταρχικών εξουσιών, γιατί μόνο τέτοιες υπήρχαν, μοναρχικές, φεουδαρχικές και αριστοκρατικές, από την επίδραση που άσκησε η πνευματική πλευρά της αρχαιότητας που είχε επανέλθει στο προσκήνιο, πάνω στους καταπιεσμένους και παραπεταμένους λαούς των αυτοκρατοριών. Από κει που αντλούσαν το κύρος, την αίγλη, τη γνώση, την αισθητική και την υπεροχή τους έναντι όλων των άλλων οι εξουσιαστικές ελίτ της Ευρώπης, από εκεί αντλούσαν -με διαφορετική όμως επικέντρωση και προσανατολισμό- και οι δυνάμεις που επιζητούσαν την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και την μεγάλη αλλαγή. Είτε επρόκειτο για τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης είτε για τους πρωτεργάτες της Επανάστασης των Ελλήνων το 1821.

Απερίγραπτη λεηλασία

Αδιαφορώντας εντελώς για τους Έλληνες, πολλοί τους θεωρούσαν ως μη υπαρκτούς και τους αντιμετώπιζαν ως μία σπουδαία αρχαία φυλή που είχε αφήσει μια ανεκτίμητη κληρονομιά, αλλά στο διάβα του χρόνου είχε εκφυλιστεί και χαθεί ή μπορεί διάσπαρτα να επιβίωνε οριακά μέσα από προσμίξεις και μεταλλάξεις.

Έτσι, ιδιαίτερα από τον 18ο αιώνα, εξαπολύθηκε μια εκστρατεία για τον εντοπισμό και την υφαρπαγή των μικρών ή μεγάλων υπολειμμάτων της ελληνικής αρχαιότητας για να υποστηριχθεί, να πλαισιωθεί και να εμπλουτιστεί η ελληνοπρέπεια που ήταν εργαλείο για τη διασύνδεση της Ευρώπης με έναν αξεπέραστο πολιτισμό, για να αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Ιστορία και ένα κοινό παρονομαστή, αλλά και για να κάνει ένα άλμα αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη γνώση των αρχαίων Ελλήνων που ακόμα και μετά την πάροδο δύο χιλιάδων χρόνων δεν είχε ξεπεραστεί στους τομείς της φιλοσοφίας, των γραμμάτων, των τεχνών, της επιστήμης και, εξίσου βασικό, της πολιτικής.

Αυτή η εκστρατεία έχασε πολύ γρήγορα κάθε ευγενές και ηθικό έρεισμα και εξελίχτηκε σε καθαρή λεηλασία, η οποία επιβαρυνόταν από τον οξύτατο ανταγωνισμό, τον πολεμικό ανταγωνισμό, μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ουσιαστικά οι ελληνικές αρχαιότητες αντιμετωπίστηκαν ως λάφυρα, κηρυγμένων και ακήρυχτων πολέμων.

Γι’ αυτό, οι επιφορτισμένοι από τους αυτοκράτορες, τους βασιλιάδες και τους πλούσιους άρχοντες, με το καθήκον να αποκτήσουν πάση θυσία όσα περισσότερα και όσα σημαντικότερα στοιχεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού μπορούσαν, σε περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος να υφαρπάξουν τη λεία οι ανταγωνιστές τους που επίσης τα διεκδικούσαν, είχαν και την εντολή να τα καταστρέφουν επί τόπου!

Ασύλληπτοι βάνδαλοι

Τα ανατριχιαστικά εγκλήματα εκ προμελέτης του αββά Φουρμόν είναι μερικά από τα αμέτρητα που στοιχειοθετούν τη βαρβαρότητα που επιδείξανε οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι φορώντας τη μάσκα του αρχαιολάτρη σε βάρος των ελληνικών αρχαιοτήτων και του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ξεχωρίζουν για την ωμότητα, σαφήνεια και αποτελεσματικότητά τους. Ο αββάς, αξιωματούχος με ακαδημαϊκούς τίτλους, βασιλικός βιβλιοθηκάριος στη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΕ΄, σε επίσημη αποστολή, εξουσιοδοτημένος να ενεργεί για λογαριασμό της ηγεσίας του γαλλικού κράτους, αποτυπώνει εγγράφως και εκθειάζει με λεπτομέρειες τα κατορθώματα του χωρίς οποιουδήποτε είδους ενοχές και αναστολές: να αρπάζει και ταυτόχρονα να καταστρέφει ό,τι δεν μπορεί να μεταφέρει!

Αντιγράφω από τον Σιμόπουλο που ξεσκεπάζει τον Φουρμόν μέσα από τις γραπτές αναφορές του:

«Επί έξι εβδομάδες οργώνω την Αθήνα. Ψάχνω σε σπίτια, σε σταύλους, σε μαγαζιά, ακόμα και στους απόπατους. Κατεβαίνω σε πηγάδια για ν’ ανακαλύψω ενεπίγραφα μάρμαρα. Βαδίζουμε στους αθηναϊκούς δρόμους με μια παράξενη κουστωδία. Μπροστά ο δραγουμάνος για να δείχνει τη συνοικία, το δρόμο και το σπίτι που θα ερευνήσουμε. Τον ακολουθούμε με κασμάδες, λοστούς και φτυάρια για να ξεθάψουμε τα μάρμαρα. Άλλοι κουβαλούν σκάλες και σκοινιά για να σκαρφαλώσουμε στα τείχη, να κατεβούμε σε υπόγεια, να αναρριχηθούμε στις στέγες ναών και καμπαναριών».

Τέτοια προμελετημένη βαρβαρότητα δεν είχε ξαναγίνει από την εποχή των Βησιγότθων. Αλλά ο Fourmont είναι περήφανος για τις κακουργίες του. Γράφει το 1730 στον αυθέντη του από τη Σπάρτη: «Τα ισοπέδωσα, τα ξεθεμέλιωσα όλα. Από τη μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απόμεινε λίθος επί λίθου. Εδώ και ένα μήνα συνεργεία από 30, 40 και 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν την αρχαία Σπάρτη. Ο βρόντος από την κατεδάφιση των τειχών, από το κατρακύλισμά τους ως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μόνο στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μωριά… Έψαξα να ανακαλύψω τις αρχαίες πόλεις αυτής της χώρας και κατέστρεψα μερικές. Την Ερμιόνη, την Τίρυνθα, την Τροιζηνία, τη μισή Ακρόπολη του Άργους, τη Φλιούντα, τη Φενεό… Εδώ και έξι βδομάδες είμαι απασχολημένος με τον ολοκληρωτικό όλεθρο της Σπάρτης. Γκρεμίζοντας τα τείχη και τους ναούς της θα κάνω αγνώριστο αυτό τον τόπο… Η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου που ξεθεμελιώθηκε… Τώρα καταστρέφω τον ναό του Απόλλωνος στις Αμύκλες. Βρίσκω κάθε τόσο θαυμαστά πράγματα. Δεν μετανοιώνω. Θα εξαφανίσω κι’ άλλους ναούς αν μ’ αφήσουν… Στην Τροιζήνα ισοπέδωσα και τα τελευταία λείψανα των αρχαίων τειχών και ναών».

Οι Έλληνες είχαν αρχικά ενθουσιασθεί από τον αρχαιολογικό ζήλο του Fourmont επειδή οι ανασκαφές αποκάλυπταν τα προγονικά μνημεία. Εξα­γριώθηκαν όμως όταν διαπίστωσαν τους βανδαλισμούς του Γάλλου αρχαιοδιώκτη. Γράφει το 1730 στους προϊσταμένους του: «Οι Έλληνες, που είναι ισχυροί εδώ, ενώ στην αρχή έβλεπαν με ευχαρίστηση τα μάρμαρα που έρχονταν στο φώς κατά χιλιάδες μόλις είδαν πως τα έθαβα πιο βαθιά απαγορεύοντάς τους να αποτυπώσουν τις επιγραφές, ξαναβρήκαν τον φριχτό χαρακτήρα τους και την ελεεινή τους καχυποψία και έδειξαν ανήκουστο φθόνο. Δεν τους φοβάμαι όμως γιατί έχω τους Τούρκους με το μέρος μου… Οι Αμύκλες είναι πολύ κοντά. Έστειλα εργάτες και γκρέμισαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. Φαντασθείτε τη χαρά μου. Αλλά θα ήταν μεγαλύτερη αν είχα λίγη άνεση χρόνου. Υπάρχουν ακόμα η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και κυρίως η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις αναποδογυρίσω, να τις ξεθεμελιώσω. Έχω τη δύναμη να το κάνω. Εγώ δεν είμαι από κείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη μόνο για να δουν. Θέλω να παίρνω. Είναι βέβαια εξαντλητική δουλειά. Έχω όμως χρέος στον βασιλιά μου και στους προστάτες μου. Θα ήμουν ανάξιος να φέρω τον τίτλο του βασιλικού καθηγητή, του μέλους της Ακαδημίας Επιγραφών και Καλών Τεχνών και βιβλιοθηκάριου του βασιλιά αν έκανα αλλιώς».

Νοιώθει αγαλλίαση για τις βαρβαρότητές του. Γράφει στον Ιταλό μισιονάριο Delarocca που υπηρετούσε στη γαλλική πρεσβεία της Πόλης: «Δεν άφησα λίθον επί λίθου. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι ζω σε παραλήρημα χαράς γιατί κατόρθωσα να εξολοθρεύσω τις ξακουστές αυτές πόλεις, ακριβώς όπως γίνεται στον πόλεμο. Το έκαμα για τη Γαλλία, για την Αυτού Εξοχότητα (τον πρέσβυ). Αυτό αποτελεί για μένα μια νέα δόξα».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι βανδαλισμοί του Fourmont ήταν προγραμματισμένοι και πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο του άγριου ανταγωνισμού των δύο ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Αποκαλυπτική η επιστολή του Fourmont στον καρδινάλιο Fleury: «Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα αρχαία κτίσματα της Σπάρτης που, κατά τη γνώμη μου έκρυβαν μόνο θησαυρούς για τα Γράμματα και τις Τέχνες. Κίονες, ανάβαθρα, μετόπες, ενεπίγραφες στήλες. Ν’ αφήσω όλα αυτά σε άλλους –γιατί δεν είμαι εδώ ό μόνος ερευνητής– θα ήταν έλλειψη καλού γούστου, θα ήταν αδιαφορία για την τιμή του έθνους μου. Θα σήμαινε πως είμαι ανάξιος να αντιληφθώ τις προθέσεις του βασιλιά μου και να εκτελέσω τις διαταγές του».

Ο ανταγωνισμός των δύο Δυνάμεων στις επιχειρήσεις αρπαγής των ελ­ληνικών αρχαιοτήτων είχε αρχίσει από τον ΙΣΤ’ αιώνα. Και η αντιζηλία καθώς και οι αναμετρήσεις κατά τη διάρκεια των λαφυραγωγικών επιδρομών έφθαναν συχνά σε παροξυσμό. Δεν δίσταζαν έτσι μπροστά σε καμμιά επαίσχυντη πράξη, σε καμμιά βαρβαρότητα στην προσπάθεια να υπερφαλαγγίσουν τους ανταγωνιστές. Καλύτερα να καταστραφούν ολότελα οι πολιτιστικοί θησαυροί της ελληνικής γης παρά να περιέλθουν στον αντίπαλο. Αυτή η αγγλογαλλική σύγκρουση γύρω από τις ελληνικές αρχαιότητες οδήγησε, 70 χρόνια αργότερα, στους βανδαλισμούς του Έλγιν.

Ο Fourmont εκτελούσε εντολές της γαλλικής Αυλής. Στις αναφορές του μιλάει για βασιλική διαταγή, για την τιμή της Γαλλίας, για άλλους αρχαιολόγους που καραδοκούν. Σε μια επιστολή προς τον κόμη Maurepas καυχιέται ότι κατέστρεψε επιγραφές για να μη τις αντιγράψει κάποιος μελλοντικός περιηγητής…

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!