Σήμερα βάζουμε πλώρη προς τα μπρος. Του Μάρκου Δεληγιάννη

Εκλογές πάλι, φίλε αναγνώστη κι η μάχη συνεχίζεται μ’ ένταση κι αποφασιστικότητα. Όπλα δικά μας ο απροσδόκητος, ο αληθινός, νεανικός λόγος. Οι άσκοπες περιπλανήσεις στην έρημο των χιλιοειπωμένων λέξεων μας κούρασαν αφόρητα. Το παρελθόν -στενόχωρο παπούτσι- αρκετά μας ταλαιπώρησε. Καιρός ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτό. Οι ανάλγητοι, οι κυνικοί πολιτικάντηδες δεν έχουν θέση πια στο βαπόρι της εποχής μας.
Τούτες τις κρίσιμες ώρες της αναμέτρησης οι συνετοί, οι ρεαλιστές, οι πονηροί, προσαρμόσθηκαν γρήγορα. Βάλανε, πάλι, τα καλά τους. Φορέσανε το μειλίχιο χαμόγελό τους, διαπραγματεύονται, συζητούν. Αναλαμβάνουν, με το αζημίωτο φυσικά, την υπεράσπιση των τρωκτικών της Ευρώπης. Ύστερα δεν διστάζουν ν’ αλλάξουν ονόματα, εκεί θα κολλούσαμε, θεών, ειδώλων, αυτοκρατόρων. Τι πειράζει! Πρόχειρες αντικαταστάσεις. Άλλωστε, ψάχνουν γι’ άλλους καλύτερους θεούς, την πατρίδα να σηκώσουν απ’ το τέλμα της παρακμής, έτσι ισχυρίζονται.
Κι η πανστρατιά της συντήρησης πανέτοιμη. Επιστρατεύθηκαν οι πάντες. Παλιές έχθρες παραμερίσθηκαν. Ριξίματα και πονηριές στη μοιρασιά της μίζας ξεχάσθηκαν. Σε λίγο το ρεσάλτο, που με επιμέλεια περίσσια προετοίμαζαν, θα τους ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Θα ριχτούν στη μάχη όλοι. Ξεχασμένοι δικολάβοι, αποτυχημένες ηγερίες, ακόμα και γερασμένοι ηθοποιοί, κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο τσιμπούσι.
Ξετσίπωτοι, οι χθεσινοί νεκροθάφτες του κοινωνικού ιστού, της αξιοπρέπειας ενός ολόκληρου λαού, τρομοκρατούν, διατυμπανίζουν, διακηρύσσουν, πως όλοι εμείς είμαστε γεννήματα σκλάβων και πως η μοίρα κι η συνήθεια επιτάσσουν, αυτοί να ’ναι οι αφέντες κι εμείς οι δούλοι. Παραπαίουν, αλλοιώνουν, συκοφαντούν, διαστρέφουν, παραπλανούν, παραχαράσσουν, νοθεύουν, δηλώσεις, φράσεις, εκφράσεις, κινήσεις, γκριμάτσες, τα πάντα. Ανακριτές αυτόκλητοι, έτοιμοι να κραυγάσουν θριαμβικά: ορίστε, ομολόγησε την ενοχή του κύριοι δικαστές! Τι χρεία έχομεν μαρτύρων;
Αργυρώνητοι μάντεις χρησμοδοτούν καταστροφές, επερχόμενους καταποντισμούς, πλημμύρες, λοιμούς, αν τυχόν ακουστεί, επιτέλους, ενωμένη η φωνή της Αριστεράς. Αναρωτιούνται: Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει κοινωνία, έθνος, κράτος, χωρίς δούλους, χυδαίους υπηρέτες χίλιων αφεντάδων. Χωρίς γυμνοσάλιαγκες, χωρίς περιφερόμενα μπουλούκια της πολιτικής φάρσας, χωρίς ραβδούχους και φαιές στολές, χωρίς καταστολή και δακρυγόνα και πάνω απ’ όλα χωρίς αυτούς, τους αρχιερείς της εθελοδουλίας. Χωρίς τις καλοθρεμμένες φάτσες, τις πλουμιστές γραβάτες και τ’ απαστράπτοντα οχήματα. Αλήθεια, τους θυμάσαι φίλε αναγνώστη; Ο ένας αυστηρός, άγριος πολέμαρχος, με ύφος περισπούδαστο ν’ ανακοινώνει μέτρα σωτήρια. Κι ύστερα από λίγο να επανέρχεται με το ίδιο ατσαλάκωτο ύφος να διατυπώνει, εν μέσω κωδωνοκρουσιών κι επευφημιών, την καινούργια λανθασμένη θέση του. Τον θυμάστε, τότε που ως υπουργός Εξωτερικών με ύφος βαρύγδουπο ανέτρεπε τον προστάτη του; Βέβαια, όλα έγιναν για τη σωτηρία της έρημης πατρίδας. Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από τόσους σωτήρες.
Ο άλλος, ο λαλίστατος, αυτοκράτορας κατεδαφισμένου ιμπέριουμ, μιλάει ακατάσχετα, μόνο που οι λέξεις ηχούν κακόηχα καθώς δραπετεύουν από το φράγμα των οδόντων του, βιασμένες, κακοποιημένες.
Αυτοί, λοιπόν, που οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κατάρρευση, αυτοί τώρα, απευθύνονται με κυνισμό περίσσιο σε μας, κουνώντας απειλητικά το δείκτη του χεριού τους, προειδοποίηση, πως αυτοί και οι ύαινες της αγοράς και των χρηματιστηρίων ξέρουν καλά το δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στο κοιμητήριο της ελπίδας.
Επιστρατεύουν αδιάντροπα δηλώσεις, συνεντεύξεις, λόγια, επιστολές υπαλλήλων, τιτλούχων, σπεκουλαδόρων της ευρωπαϊκής συντήρησης. Μας ανακοινώνουν με ύφος πομπώδες: Ορίστε. Ακούστε. Οδεύετε ολοταχώς για τη δραχμή, την πτώχευση, αν τελικά επικρατήσουν αυτοί οι ανερμάτιστοι, οι ανεύθυνοι, οι ενωμένοι αριστεροί του ΣΥΡΙΖΑ! Αυτά τόνισε σοβαρός οικονομικός αναλυτής του οίκου Raixbank. Οι υπογραφές που βάλαμε φαρδιές-πλατιές κάτω απ’ τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν.
Αλλά οι θλιβερότεροι όλων είναι εκείνοι οι λεπτεπίλεπτοι, οι καθωσπρέπει, οι υπεύθυνοι -τέλος πάντων- ανανεωτές της έρημης της Αριστεράς. Αναμασούν, μηρυκάζουν λόγια ανούσια. Δεν έχουν καμιά αντίρρηση να δεχθούν κάθε είδους μασκάρεμα. Φτάνει ν’ αποσπάσουν τον έπαινο των τηλεπαρουσιαστών και του κατεστημένου τους στεφάνους. Μοιάζουν σαν άνθρωποι που δεν νοιάζονται για τίποτα παρά μόνο για το ανασκάλεμα του σκουπιδοτενεκέ.
Έτσι που γκρεμίστηκαν οι θεοί, δύσκολα κανείς ν’ αποφασίσει κατά πού να στρέψει. Κάποιοι θ’ αντιτείνουν: Αρκετά οι αναίτιες εξορμήσεις. Τι να τρέχουμε τώρα νυχτιάτικα σκουντουφλώντας σε στημένα εμπόδια. Όχι, σύντροφοι, ποτέ μην στοχαστείτε πως είναι δυνατοί, καρδιοχτυπούν και τρέμουν σαν το λαγό κι αυτοί. Όταν ακουστεί απόμακρη η μελωδία του νιογέννητου τραγουδιού μας, έλα κι εσύ. Ο καθένας από μας, σφυρηλατώντας απ’ το ατσάλι της καρδιάς του το μαχαίρι του λόγου, ας βροντοφωνάξει: Σήμερα βάζουμε πλώρη προς τα μπρος, για τη ζωή, τον έρωτα, την νιότη και τα τραγούδια μας, στρατός που την παλίρροια της υποταγής θα αντιστρέψει.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!