Υπάρχει ένα ζήτημα σχετικά με το πώς ψηφίστηκε το πολυνομοσχέδιο. Μπροστά στο γενικό χαμό δεν σχολιάστηκε, δεν αναδείχθηκε, απλώς παρακάμφθηκε. Αφορά το ότι το πολυνομοσχέδιο, τόσο ως ουσία όσο και ως τρόπος που ψηφίστηκε, συνιστά ένα ακόμη πραξικόπημα στην κοινοβουλευτική διαδικασία.

Εργασιακά, περικοπές μισθών, φορολογικό, καθεστώς-συγκρότηση και λειτουργία ΔΕΚΟ, δημόσια έσοδα, όλα μαζί, σ’ ένα τσουβάλι. Αχταρμάς. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε και οι ίδιοι να αγνοούν τι ακριβώς ειδικότερα ψηφίζουν. Κι όλα αυτά με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Δεκαεπτά νομοσχέδια έχουν ψηφιστεί μέχρι τώρα ως κατεπείγοντα, το σύνολο δηλαδή της επίμαχης κυβερνητικής πολιτικής. Η Βουλή πλέον δεν νομοθετεί, επικυρώνει διατάγματα.
Αναρωτιέται ο πολίτης, σήμερα, πόσο στ’ αλήθεια μας νοιάζει η κοινοβουλευτική πρακτική, η από χρόνια κουτσουρεμένη κι αλλότρια. Μας νοιάζει και μας κόφτει. Όχι για λόγους συνηγορίας υπέρ του γερασμένου κοινοβουλευτισμού, ούτε και για λόγους τού πώς οργανώνεται πολιτικά η κοινωνία (πράγμα που -έτσι κι αλλιώς- μας ενδιαφέρει). Αλλά, κυρίως, διότι όλα αυτά είναι πολύ αποκαλυπτικά. Φωτίζουν από μια επιπλέον οπτική γωνία την αποδιάρθρωση, σήψη του πολιτικού συστήματος. Το καταρρέον πολιτικό σύστημα, τοποθετημένο στο επίκεντρο της αμφισβήτησης, αποκαλύπτει τις άθλιες εσωτερικές του πρακτικές. Ούτε τα προσχήματα δεν τηρούνται. Έντεκα λεπτά δόθηκαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, ώστε να τοποθετηθεί επί της αρχής του νομοσχεδίου. Στους υπόλοιπους ακόμα λιγότερα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ποια θέση να εκφωνήσει, τι να αποδείξει η Αριστερά στη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική διαδικασία; Ούτε από τις εφημερίδες δεν αναπαράγεται ο έτσι κι αλλιώς αναιμικός της λόγος. Το ΠΑΣΟΚ, μεταμφιεσμένο σε… διαμαρτυρία, καλύπτει και το χώρο του αντιπολιτευτικού ρεπορτάζ. Οι φραστικές αντιρρήσεις (ώστε να πουληθούν ως εκδούλευση στους ψηφοφόρους των ΔΕΚΟ και να μη διαρραγεί τελείως η μεταξύ τους σχέση), των πρόθυμων να υπερψηφίσουν, βουλευτών του ΠΑΣΟΚ κατακλύζουν την επικαιρότητα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, πώς να αξιοποιηθεί ο κοινοβουλευτικός στίβος; (όπως επιτάσσει η αντίστοιχη επιχειρηματολογία). Πώς δεν καταλήγουμε σε φαλκίδευση της πολιτικής δυνατότητας; Σε παγίδευση των αγωνιστικών διαθέσεων; Δεν θα ήταν καλύτερα αν η Αριστερά δεν μετείχε εξαρχής στη διαδικασία και έθετε με κάθε επισημότητα το ζήτημα του κοινοβουλευτικού πραξικοπηματισμού στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Μέρος του προβλήματος είναι κι αυτός. Δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Υπάρχουν λόγοι που δεν ακολουθεί αυτόν τον δρόμο η Αριστερά. Αξιολογεί ότι η ισχύς της είναι κατιούσα, αβέβαιη και δεν επιτρέπει κλιμακώσεις που ενδέχεται να καταγράψουν επικοινωνιακή ήττα. Από την άλλη, η παραχώρηση της προτεραιότητας στις μαζικές διαδικασίες, στο κίνημα, που θα συνεπαγόταν η αποχώρηση από τη Βουλή κατά τη διάρκεια των ημερών συζήτησης του πολυνομοσχεδίου, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα αποκάλυπτε τις συνολικότερες αδυναμίες, την έλλειψη πολιτικής, την έλλειψη ενός αναγκαίου εναλλακτικού, πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού σχεδίου για τη χώρα. Εφόσον, μάλιστα, η Αριστερά αδυνατεί να οργανώσει και να κινητοποιήσει αυτόνομα το λαό, εξαντλεί τη μαχητικότητά της ακολουθώντας τις κινητοποιήσεις των δυσαρεστημένων πράσινων συνδικάτων ή, ακόμα χειρότερα, της ΓΣΕΕ, ανακυκλώνοντας την αδυναμία της.
Έτσι, λοιπόν, οι άμεσες δυνατότητες περιορίζονται. Οι αγώνες δεν πολιτικοποιούνται, δεν βρίσκουν διέξοδο στην ποιοτική τους αναβάθμιση. Τα πάντα εξακολουθούν να επενδύονται στη συσσώρευση της οργής. Οι ελπίδες μετατίθενται στη βασανιστική, χωρίς βοήθεια, αυτοδύναμη θα λέγαμε προσπάθεια του μαζικού ριζοσπαστισμού να διευρύνει τα ίδια του τα όρια.

Κώστας Ανδριανόπουλος

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!