Η απουσία ενός σημαντικού πόλου λαών και χωρών που θα προσπαθούσαν να κινηθούν σε διαφορετικές ράγες, σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, δεν είναι μια λεπτομέρεια. Δεν υπάρχει σήμερα μια πολιτική που να μπορεί να «σκέφτεται» με όρους απελευθέρωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κάθε πεδίο, αλλά ταυτόχρονα να έχει την ισχύ να τροποποιεί, να επηρεάζει, να μπλοκάρει επιλογές των ισχυρών. Δε μιλάμε εδώ για ένα σχήμα, για έναν πόλο, με αιώνιες προδιαγραφές κάποιου «σοσιαλισμού» ή κάποιας «ανεξαρτησίας», αλλά για τους πραγματικούς δρόμους που πρέπει να ανοιχτούν σήμερα, τώρα που η γεωπολιτική «γράφει» σε πλανητική κλίμακα. Και το ερώτημα είναι: αν η τοποθέτηση που σχολιάζουμε ενδιαφέρεται γι’ αυτό, δε θα έπρεπε να προσφέρει κάποιες στοιχειώδεις ενδείξεις ότι όντως λειτουργεί κι έτσι; Γιατί δεν υπάρχουν «γενικές δυνατότητες» ή «γενικώς δυνατότητες» που να αιωρούνται στον αέρα ελλείψει ενός υποκειμένου που να εμπλέκεται με αυτές. Πώς δηλαδή ευνοείται ένας δυνάμει προοδευτικός πόλος αν σήμερα υποστηρίξουμε –ανοιχτά, δια της διολισθήσεως ή και κεκαλυμμένα- τη Ρωσία; Εδώ παρεισφρέουν δυο οπτικές που χρειάζονται συζήτηση. Πρώτον, για να αξιοποιηθούν τυχόν αντιθέσεις μεταξύ ισχυρών πρέπει «κάποιος να είσαι». Σε αντίθεση περίπτωση ρουφιέσαι απ’ αυτούς άμεσα ή σε βάθος χρόνου, πόσω μάλλον σήμερα που απαγορεύονται οι παρεκκλίσεις και καλούνται επιστρατεύσεις. Και «για να είσαι» σημαίνει καταρχήν να μη στοιχίζεσαι εύκολα με τα θηρία, να μη βλέπεις παντού συμμαχίες ή ευκαιρίες, μάλλον εσωτερικεύοντας τις αδυναμίες σου. Δεύτερον, οι χώροι δεν απελευθερώνονται, δεν «αδειάζουν», αναμένοντας μια κάποια προοδευτική συνιστώσα να τους οικειοποιηθεί. Η λογική των «κενών» δε βοηθά ιδιαίτερα, καθώς οι χώροι καταλαμβάνονται από δυνάμεις που έχουν το δικό τους πρόσημο, στίγμα, πολιτική, για να μη μιλήσουμε για τους –καθόλου αδιάφορους- δρόμους μέσα από τους οποίους προωθείται αυτή η κατάληψη. Με αυτή την έννοια, τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η υπαρκτή Ρωσία που εισβάλει και καταστρέφει μια χώρα στο όνομα των κρατικών της συμφερόντων και της… επιδιόρθωσης των λαθών Λένιν και Στάλιν που κάποτε την αναγνώρισαν; Που θυμίζει στην ανθρωπότητα το –μεγαλύτερο στον κόσμο- πυρηνικό της οπλοστάσιο, που φυτεύει ένα μίσος ανάμεσα σε αδελφικούς λαούς, για να παραμείνουμε μόνο –και κακώς- εκτός του πεδίου της εσωτερικής της πολιτικής που θα όριζε και κάποια επιπλέον, σημαντικά κριτήρια, περί δημοκρατίας, ανισοτήτων, φτώχειας κ.ά; Δεν μπορεί να είναι αυτό το αναγκαστικό μοτίβο που αποτυπώνει το πλαίσιο αλλαγής συσχετισμών ή των ρηγματώσεων και μάλιστα θεωρούμενο ότι μπορεί να φέρει ή να επιτρέπει απελευθερωτικά φορτία. Ήττα του ΝΑΤΟ δια της καταστροφής της Ουκρανίας; Ισχυρή –λέμε- Ευρώπη με τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα της Γερμανίας; Διείσδυση της Κίνας ως πάροχου ευκαιριών;

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ εξελίξεις περισσότερο οδηγούν σε παραλυτικές παγιδεύσεις μέσω στρατοπεδεύσεων παρά προάγουν τον «λαϊκό παράγοντα». Πολύς κυνισμός -με τη μορφή τάχα ενός γεωπολιτικού ρεαλισμού- που όχι μόνο δεν επαληθεύει τις θετικές του δυναμικές αλλά δεν μπορεί να αγγίξει λαϊκούς πόθους και σκιρτήματα, για να μην αναφερθούμε εδώ στην αναγκαία συνείδηση. Ο Πούτιν, φθαρμένος στα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων, χωρίς τον παραμικρό λόγο προς στους λαούς και την ανθρωπότητα, δίνει κι άλλα επιχειρήματα στη δυτική προπαγάνδα και ρητορική περί «δημοκρατίας» και «ελευθερίας», έτσι που τελικά ενισχύει ιδεολογικά τη φθαρμένη ηγεμονία της. Μα σοβαρά, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι -και χαίρονται γιατί- η Ρωσία επιβάλει μια «αποναζιστικοποίηση» με μια εισβολή; Εκτός βέβαια αν αυτές οι «καταγραφές» είναι αδιάφορες και δεν εμπίπτουν στην «ταξική πάλη». Εκτός κι αν υπάρχει μονάχα η φιλοτέχνηση ενός «μπαμπούλα», ενός «σατανά Πούτιν» από τους κακούς, και τέλος. Σε παλιότερες εποχές, τότε που έμοιαζε πως υπήρχε ένα «εν ονόματι» πιο ουσιαστικό ή κάτι «υπερασπίσιμο», εκφράστηκε μια πολιτική ηθική αλλά και μια ιδεολογική γραμμή που δεν επέτρεπε να χάσκει ή να χειροκροτά κανείς βομβαρδισμούς και εισβολές.

Το «Ελεύθεροι λαοί σε ελεύθερες χώρες», το «βαθμοί κυριαρχίας», σημαίνουν αντίθετα μια ορισμένη αντιμετώπιση της λογικής «προστάτες» και «σωτήρες», «φτερούγες» και «υιοθεσίες», με ένα ανάλογο εσωτερικό μέτωπο, βούληση, δύναμη και όχι βέβαια κάποια φαντασιακή ανυπαρξία κρατικών, περιφερειακών και διεθνών σχέσεων. Μια παρένθεση: Είναι ως προς αυτό ενδεικτική η ομιλία Σάντερς μέσα στο αμερικάνικο Κογκρέσο. Χωρίς να αγνοεί κανείς το χώρο και το χρόνο στους οποίους διατυπώνεται, η κριτική μοιάζει σαν να θεωρεί δεδομένες τις «αυτοκρατορικές» επεκτάσεις και τους «ζωτικούς χώρους», εγκαλώντας μονάχα για την ενδεχόμενη υπερεξάπλωσή τους και στενεύοντας τον όποιο ριζοσπαστισμό.

ΑΝ ΛΟΙΠΟΝ κάποιος υποστηρίζει «αυτόν που κοντράρει τη Δύση», θα έπρεπε να απαντήσει επιπλέον για το είδος της αποδυνάμωσής της σε σχέση με την ευημερία ανθρώπων, λαών και χωρών –και των αγώνων τους- ακόμα και σε βάθος χρόνου. Υπάρχει κάτι τέτοιο στον ορίζοντα; Αφού βέβαια αποδειχτεί πρώτα ότι αυτός ο πόλεμος δε θα ενισχύσει τελικά αυτό που εννοούμε δυτικό στρατόπεδο σε όλες του όμως τις ποιότητες. (Γιατί από τον σύγχρονο, διεθνή καπιταλισμό δε θα έπρεπε να κρατάμε μόνο τις πολλαπλές διασυνδέσεις του, αλλά και τους καταστροφισμούς του). Για παράδειγμα, θα έπρεπε να εκτιμηθεί η ευρωατλαντική μετατόπιση της Ευρώπης ή και τα κέρδη των ΗΠΑ από αυτόν τον πόλεμο. Αν πάλι βέβαια θεωρηθούν αυτά -με τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο- αναμενόμενες απαντήσεις στον δίκαιο, πουτινικό τσαμπουκά, τότε παγιδευόμαστε στο ναρκοθετημένο έδαφος της ισχύος των μεγάλων παικτών με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει. Και ποιο είναι σήμερα αυτό το έδαφος; Η τάση για τον πόλεμο γενικά, το σταδιακό του άπλωμα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη με νέες και απρόβλεπτες εστίες, οι πολεμικές στρατοπεδεύσεις, η επαναφορά στα περί πυρηνικού πολέμου, η στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών. Και όλα αυτά μαζί. Πράγματα που γεννιούνται και αναπτύσσονται ακριβώς επειδή η γεωπολιτική ξεδιπλώνεται στο φόντο μιας πολυοργανικής κρίσης που δεν μπορεί να ξεχνιέται. Είναι αυτή μια πορεία ακαταμάχητη που δεν μπορεί παρά να φέρνει σε σύγκρουση διάφορες δυνάμεις; Το μόνο που μένει είναι να ισχυροποιηθούν κάποιοι, ας πούμε οι «λιγότεροι κακοί πόλοι»; Το αίτημα για ειρήνη είναι χλιαρός πασιφισμός; Είναι άλλο πράγμα το να διαχωριστεί κανείς από τον νατοϊκό φιλειρηνισμό ή να υποτιμά τους ενεργούς παράγοντες της μεγάλης ισχύος και του πολέμου, και άλλο να μην μπορεί να εκτιμήσει προς πιο κοινωνικό και διεθνές τοπίο σπρώχνουν όλα αυτά.

Περίπου με τον Πούτιν για την ήττα της Δύσης; 

Υπάρχει μια κατηγορία απόψεων που χαρακτηρίζουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία από «αναγκαία» έως «επιβεβλημένη» και από «δίκαιη» έως «χτύπημα της δυτικής μονοκρατορίας». Στην αφετηρία τους βρίσκεται η πολιτική περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ εδώ και αρκετά χρόνια. Ένα δηλαδή αδιαμφισβήτητο γεγονός που όμως δεν μπορεί –κατ’ αυτές τις απόψεις- παρά να οδηγεί στην παραπάνω τοποθέτηση. Στα πλαίσια αυτά, η καταδίκη του Πούτιν ή το «ΟΧΙ στον πόλεμο» εντάσσονται αυτομάτως στο στρατόπεδο της Δύσης, με την ίδια αντικειμενικότητα που αναγνωρίζονται, ρητά ή υπόρρητα, θετικές δυνατότητες για τους λαούς από το ρήγμα που προκαλείται. Είτε γιατί οι κυρίαρχες, δυτικές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης με αρχηγό τις ΗΠΑ παίρνουν ένα μήνυμα, είτε γιατί αυτός ο κύριος εχθρός φθείρεται, μαζί και η μονοπολική, ασφυκτική, παγκόσμια αρχιτεκτονική που δεν επιτρέπει ανάσες. Σημειωτέον, οι απόψεις αυτές προέρχονται από κινηματικούς και αριστερούς χώρους και τα επιχειρήματά τους δεν προϋποθέτουν κάτι διαφορετικό από το ότι η Ρωσία είναι μια χώρα στην οποία κυριαρχεί ο καπιταλισμός. Ειδικό θέμα συζήτησης θα ήταν βέβαια και μια εκδοχή τοποθετήσεων που κοιτάζει στο παρελθόν της ΕΣΣΔ για να βρει εκεί –χωρίς πολλά πολλά- παραδείγματα «σωστών» και επαναστατικών πολιτικών εξωτερικής πολιτικής.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για την όποια συζήτηση είναι μια εκτίμηση για το γενικό χαρακτήρα της περιόδου στις χοντρές του γραμμές. Δίχως τον προσδιορισμό του πραγματικού τοπίου και των τάσεών του, είναι εύκολο να παγιδευτεί κανείς σε αφηρημένα σχήματα και σε ευσεβείς πόθους, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Με αυτή την έννοια, οι διάφορες κατηγορίες που χρησιμοποιούνται, όπως για παράδειγμα «κύριος εχθρός», «νόμιμη άμυνα», «χαρακτήρας χωρών και ιμπεριαλισμών» δεν υπάρχουν εν κενώ αλλά σε συσχέτιση και εντός της ιστορίας. Τι έχουμε λοιπόν σήμερα; Πρώτον, καπιταλιστική κρίση, μαζί και κρίση των ΗΠΑ και ευρύτερα της Δύσης. Δεύτερον, δύο ανερχόμενες κοσμοκρατορικές δυνάμεις, Κίνα και Ρωσία. Τρίτον, απουσία ενός χειραφετητικού κινήματος με κάποια σημαντική παρέμβαση στις εξελίξεις. Αυτά τα τρία –μαζί!- μας βάζουν σε εποχές πολέμων ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις, με αδιάκοπα στραπατσαρίσματα μικρότερων λαών και χωρών που δεν υπολογίζει ο γεωπολιτικός ρεαλισμός των Μεγάλων. Δεύτερη βασική προϋπόθεση είναι το να σκεφτούμε πολιτικά και ιδεολογικά. Γιατί τόσο η εύκολη ιδεολογικοποίηση -που συχνά σημαίνει «πετάω την μπάλα στην εξέδρα»- όσο όμως και η αντιμετώπιση των τεράστιας κλίμακας γεωπολιτικών προβλημάτων αποκλειστικά με όρους σκακιέρας ή «επιτιθέμενου-αμυνόμενου», μας κάνει συχνά να ξεχνάμε από ποια ακριβώς σκοπιά μιλάμε και το τι σημαίνει η υπηρέτηση αυτής. Πριν λοιπόν βιαστεί κανείς για δυνατότητες, θα όφειλε να είναι καθαρός: ο μεγάλος κίνδυνος σήμερα είναι οι θηλιές που θα φορεθούν και οι καταστροφές που θα προκύψουν μέσα από την πραγματικότητα και την επιδίωξη νέων, πολύ σκληρών στρατοπεδεύσεων. Και αναλόγως: το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα και καθήκον είναι το ξεμύτισμα από αυτές τις προσχωρήσεις, η άρση τους, οι «ουδετερότητες», η δημιουργία τελικά πολλαπλών χώρων αυτονομίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!