Για την πολυσυζητημένη «ρήξη» κανένας δεν λέει εάν μπορεί να γίνει χωρίς βασικές προϋποθέσεις, όπως ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, ένα καλά οργανωμένο φορέα και σοβαρούς συμμάχους στο πλευρό μας. Υστερούμε απελπιστικά και στα τρία. Τι κάνουμε, λοιπόν;
Η εθνική κυριαρχία είναι ανυπεράσπιστη μέσα στο δυτικό μπλοκ που εξελίσσεται κανιβαλικά, καταβροχθίζοντας τα μέλη του, αλλά και μια μονομερής έξοδος, στις παρούσες συνθήκες, είναι εφικτή; Μπορεί κανείς βάσιμα να πιστεύει ότι δεν υπάρχει προοπτική μέσα στο δυτικό μπλοκ, αλλά για ένα διαζύγιο μη συναινετικό, χρειάζονται ισοδύναμα αντίβαρα, διαθέσιμα, σίγουρα και αξιόπιστα. Η Ελλάδα κινείται ανάμεσα σε αγκάθια, βάλτους και παγίδες, αναζητώντας μονοπάτια και περάσματα. Χρειάζεται συνετή και ταυτόχρονα ριζοσπαστική πολιτική, πράγμα όχι εύκολο. Η δοσολογία κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο να θεραπευτείς ή να εξοντωθείς.
Η οικονομία της Ευρώπης δεν είναι ανθηρή, αλλά οι πραγματικές εξουσίες, το σύμπλεγμα που κυβερνάει τα κράτη και την Ένωση, δεν παραιτείται από την επιδίωξή του να κερδίζει ακόμα και από την καταστροφή και να βγάζει από τη μύγα ξύγκι. Κι όσο πιο πολύ σφίγγεται η οικονομία, τόσο πιο επιθετικό γίνεται το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό σύμπλεγμα. Η Ελλάδα είναι αδύναμη και μόνη. Και το σύμπλεγμα δεν υποχωρεί, γιατί αυτό δεν είναι στη φύση του, ιδιαίτερα έναντι των υποδεέστερων σε ισχύ. Και γιατί η αδιαλλαξία του είναι μέρος της πολιτικής χειραγώγησης των κοινωνιών στο εσωτερικό των μητροπόλεων. Η εξουσία, με την απειλή προς τα έξω και τον κατευνασμό και την καταστολή προς τα μέσα, διασφαλίζει την κυριαρχία της. Με παρατεινόμενη την κατάσταση συναίνεσης, ανοχής, παθητικότητας ή ελάχιστης αντίδρασης των κοινωνιών της Ευρώπης, η Ελλάδα δεν μπορεί να υπολογίζει σε σοβαρή αλληλεγγύη από την πλευρά των ευρωπαϊκών λαών, τουλάχιστον στην παρούσα στιγμή.
Αρνητική είναι η κατάσταση και στο γειτονικό περιβάλλον. Οι χώρες των Βαλκανίων και της Μεσογείου είναι σε καθεστώς διαρκούς κρίσης, αμφισβήτησης, σήψης ή διάλυσης. Υποκινούμενες, μόνο εχθρικά μπορούν να συμπεριφερθούν στην Ελλάδα, ενώ μας φορτώνουν σημαντικό μέρος των προβλημάτων τους. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι μία πτυχή του προβλήματος. Από την άλλη, οι σχέσεις με τους «μεγάλους», τη Ρωσία και την Κίνα, θέλουν χρόνο και μεθοδική δουλειά σε βάθος για να αποδώσουν αντισταθμιστικούς καρπούς. Οποιαδήποτε βιαστική ή επιπόλαιη κίνηση μπορεί να προσκρούσει σε άρνηση ή επιφύλαξη των αντισυμβαλλομένων μερών ή να ρίξει την Ελλάδα στις μυλόπετρες του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο.
Η ένταση πουλάει
Οι εναλλακτικές εξωτερικές σχέσεις έχουν για χρόνια υπονομευθεί από το πολιτικό κατεστημένο και τους σύμφυτους ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν είναι μόνο η υποτέλεια και η ανεπάρκεια που δημιουργούν κομφούζιο. Σχεδόν τα πάντα άλλαξαν. Εδώ και μερικά χρόνια, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ανατράπηκε ό,τι θεωρείτο δεδομένο. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν, τα σοσιαλδημοκρατικά έγιναν νεοφιλελεύθερα, τα αστικά χρεοκόπησαν, τα Βαλκάνια διαμελίστηκαν, η Ανατολική Μεσόγειος, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική αιμορραγούν ακατάσχετα. Αυτοί που κατασκευάζουν εχθρούς βλέπουν παντού εχθρούς και ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η μητροπολιτική Ευρώπη επιτίθεται στα ίδια τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Το νόσημά της είναι βαριά αυτοάνοσο. Επιτίθεται και καταστρέφει τα δικά της κύτταρα!
Τα δυτικά κέντρα εξουσίας έχουν ήδη βγάλει τα κράνη και τις παλάσκες από τα σεντούκια. Έχουν επιλέξει πάλι να διατηρήσουν την εξουσία και την κερδοφορία τους με εντάσεις, αναταραχές, εκβιασμούς, λιτότητα και πολέμους, όχι μόνο έξω, αλλά και μέσα στην Ευρώπη.
Χωρίς να υπάρχει έστω ένα κομμουνιστικό καθεστώς και με όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης από ανύπαρκτα έως εντελώς αδύναμα και ακίνδυνα, αναπτύσσεται ο μετακομμουνιστικός αντικομμουνισμός. Καθώς η δυστυχία εξαπλώνεται, οι λόγοι είναι προφανείς. Θέλουν προληπτικά να εξαλείψουν κάθε ιδεολογικό κατάλοιπο του κομμουνισμού στην Ευρώπη, που θα μπορούσε να αναβιώσει σε εποχή ασφυξίας των κοινωνιών. Και το χρησιμοποιούν σαν εργαλείο και όπλο εναντίον της Ρωσίας. Στην περίπτωσή της, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν στίγμα ο ισλαμισμός, ούσα κατ’ εξοχήν χριστιανική χώρα, ούτε ο ενσκήψας καπιταλισμός της, αλλά ούτε ο σλαβισμός, γιατί αυτό θα έπαιρνε σβάρνα κι ένα σωρό άλλες σλαβικές χώρες που έχουν ενταχθεί στο δυτικό μπλοκ (Τσεχία, Κροατία, Βουλγαρία, Πολωνία κ.ά.). Ως εκ τούτου, επιλέχτηκε η ιδέα ότι η Ρωσία αποτελεί τη συνέχεια του σοβιετικού καθεστώτος, επομένως το στίγμα πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η αντιπαράθεση χτίζεται πάνω στην ταύτιση με το σοβιετικό παρελθόν και όχι με το τσαρικό ή το νεοκαπιταλιστικό.
Με αυτή τη διπλή στόχευση, κομμουνισμός και σύγχρονη Ρωσία, εντείνεται η δυτική εμπρηστική προπαγάνδα. Παράλληλα, συντηρείται η αντιτουρκική προπαγάνδα.
Οι τελευταίοι που θα ήθελαν να δουν μια προσέγγιση συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας είναι οι δυτικοί σύμμαχοί μας. Όχι μόνο γιατί ισχύει το γνωστό «διαίρει και βασίλευε», αλλά και γιατί η Ελλάδα έχει δαπανήσει στη σύντομη ιστορία της περισσότερα από κάθε άλλη χώρα, από το εθνικό της εισόδημα, σε όπλα που αγοράζει από τους δυτικούς συμμάχους της και έχει πληρώσει τους περισσότερους τόκους για τα δάνεια που αυτό συνεπάγεται. Η Ελλάδα είναι πολύ καλός, πειθήνιος και ανοιχτοχέρης πελάτης της Δύσης. Γι’ αυτό, η μη προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας, με κατά καιρούς ελεγχόμενες εντάσεις που αναζωπυρώνουν τις αντιθέσεις, είναι πολύτιμη για τους δυτικούς μας συμμάχους, γιατί αποφέρει σημαντικά κέρδη.
Το βαλκανικό τηγάνι
Η ιδέα που έχουν οι βαλκανικοί λαοί, ο ένας για τον άλλον, είναι συγκεχυμένη και αντιφατική. Όχι γιατί είναι φιλοπόλεμοι, αλλά γιατί είναι θολή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Προσωπικά, όπου πήγα, βρήκα πολύ φιλική συμπεριφορά, από την Αλβανία ως την Τουρκία. Και ούτε άκουσα από φίλους και γνωστούς κάτι αντίθετο. Γιατί, τότε, αυτό που αναδεικνύεται στην επιφάνεια και φαίνεται να καθορίζει τις μεταξύ μας σχέσεις σε επίπεδο κρατών είναι τόσο εχθρικό;
Είναι η ιστορία; Είναι η διαφορετική κουλτούρα; Είναι τα σύνορα; Ή μήπως είναι κάτι υπεράνω των λαών που καθορίζει τις διακρατικές σχέσεις και, συνεπακόλουθα, επηρεάζει τις κοινωνικές συμπεριφορές και παραμορφώνει τις αντιλήψεις περί των άλλων;
Μελετώντας κανείς την πρόσφατη ιστορία, διαπιστώνει ότι αυτές οι συμπεριφορές, κατά κανόνα, άγονται και φέρονται από τις γεωπολιτικές συνιστώσες. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Βουλγαρία παρουσιαζόταν ως ένας από τους κύριους εχθρούς της χώρας μας, κι ας μην την απείλησε ποτέ από τότε που επικράτησε το σοσιαλιστικό καθεστώς. Η εθνική προπαγάνδα στόχευε τη Βουλγαρία σαν εχθρό επειδή ανήκε στο Σύμφωνο Βαρσοβίας. Για το σκοπό αυτό, ό,τι εξυπηρετούσε αυτή την προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε, μερικές φορές στο έπακρο, ακόμα κι αν προερχόταν από το απόμακρο παρελθόν. Ένα από τα σημαντικότερα κατορθώματα των Βυζαντινών που ενθυμείται κανείς ως ενήλικας, που διδασκόταν μετ’ επιτάσεως στο σχολείο, σαν να συνέβη πρόσφατα, είναι η τύφλωση 15 χιλιάδων Βουλγάρων αιχμαλώτων πολέμου από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, πριν από χίλια χρόνια! Αυτή η επιλογή δηλητηριάζει τις σχέσεις μας μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα είναι βρισιά να σε αποκαλέσουν Τούρκο, Αλβανό ή Βούλγαρο. Το ότι οι Βούλγαροι είναι ομόδοξος λαός αποσιωπήθηκε, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, βλέπε Σερβία, προβλήθηκε εντονότατα με θετικό τρόπο. Από την εποχή που η Γιουγκοσλαβία αποκολλήθηκε από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής, η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα δεν πρότασσε θέμα για την ονομασία της ομόσπονδης γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Κοινώς, την έκανε γαργάρα.
Τα πράγματα αλλάζουν όταν, μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βουλγαρία αντιμετωπίζεται ως εταίρος, οι Έλληνες επιχειρηματίες εισβάλλουν στη γειτονική χώρα και καμία αρνητική νύξη δεν εκπορεύεται από την κρατική προπαγάνδα. Όλες οι διαφορές από το παρελθόν περιπίπτουν στη λήθη. Στην αντίθετη κατεύθυνση, στήθηκε από το κράτος και την εκκλησία μία τεράστια καμπάνια εναντίον της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία μαζεύτηκε όταν οι Αμερικάνοι ξεκαθάρισαν ότι το κρατίδιο αυτό έχει τεθεί υπό την προστασία τους. Αντίστοιχες είναι οι πολιτικές εντάσεων με την Τουρκία και την Αλβανία. Ακολουθούν τις γεωπολιτικές αυξομειώσεις. Η ελληνική αντίδραση στο πογκρόμ του 1955 σε βάρος των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης εξαντλήθηκε σε δημοσιεύματα του τύπου και τυπικά διαβήματα, αφού οι δύο χώρες είχαν μόλις ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και η συνοχή της νοτιανατολικής του πτέρυγας δεν έπρεπε να κλονιστεί πάνω στην όξυνση του Ψυχρού Πολέμου.
Σ’ αυτές τις κατευθυνόμενες πολιτικές, δεν προσαρμόζονταν πάντα καθ’ ολοκληρίαν οι παρακρατικές ομάδες, οι οποίες πολλές φορές συντηρούν εντάσεις ανεκτές από το κράτος, σαν ανεπίσημο μέσο πίεσης στη διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ ανταγωνιστικών αρχουσών τάξεων. Οργανώσεις και μηχανισμοί που επενδύουν στον εθνικισμό κρατούν με αναζωπυρώσεις υπό έλεγχο την «πελατεία», τα μέλη ή το ποίμνιό τους. Ακόμα και κάποια αυθόρμητα κινήματα καπελώθηκαν από τους μηχανισμούς προπαγάνδας, ενώ κάποιες επικίνδυνες εγκληματικές πράξεις, όπως η δολοφονία Αλβανών στρατιωτών μέσα στο έδαφος της Αλβανίας από ακροδεξιούς εθνικιστές, έπεσε στα μαλακά.
Τα ίδια και χειρότερα γίνονται στα γειτονικά κράτη. Και μ’ αυτό τον τρόπο, αφενός οι κρατικές εξουσίες ναρκώνουν και χειραγωγούν τις κοινωνίες τους, αφετέρου οι μηχανισμοί και παραμηχανισμοί εθνικιστικής προπαγάνδας αλληλοτροφοδοτούνται με μίσος και αλληλοσυντηρούνται. Οι εθνικιστές της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και της Τουρκίας αιμοδοτούνται από τη δράση των Ελλήνων εθνικιστών και το αντίστροφο.
Έτσι, με επίσημες και ανεπίσημες πολιτικές, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι πάντα ασταθείς και ευμετάβλητες ανάλογα με τις δυναμικές που αναπτύσσονται στο γεωπολιτικό πεδίο, σύμφωνα με τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και τις επιδιώξεις των ηγεμονικών μητροπόλεων. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, οι μηχανισμοί προπαγάνδας εκμεταλλεύονται τις κοινωνίες αφενός για να τις χειραγωγούν και αφετέρου για να τις χρησιμοποιούν σαν μέσο πίεσης για να διεκδικούν μεγαλύτερα μερίδια στην ανακατανομή της επιρροής και του πλούτου.
Κανένα, λοιπόν, ζήτημα σχέσεων με τους γειτονικούς λαούς και τα γειτονικά κράτη δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από το ισχύον γεωπολιτικό καθεστώς και τις πολιτικές που εφαρμόζονται από τα τοπικά και διεθνή κέντρα εξουσίας. Τίποτα δεν είναι αυτόνομο και ανεπηρέαστο από το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζεται, από τους συσχετισμούς δυνάμεων που επικρατούν και από τις επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται.
Μέσα σ’ αυτό το κυρίαρχο σκηνικό ανοιχτών πληγών, ο εθνικισμός χρησιμοποιείται σαν βασικό όπλο στις πολυεπίπεδες συγκρούσεις για την αναδιάταξη των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα, ο εθνικισμός επενδύει στο ζήτημα του ονόματος Μακεδονία, στο οποίο ο από Βορρά εθνικισμός βασίζει την ύπαρξή του καταφεύγοντας σε κωμικοτραγικές ιστορικές κατασκευές. Οι εθνικιστές έχουν υλικό για να κρατιούνται στη ζωή. Προς το παρόν, το όνομα της Μακεδονίας έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, όπως και το βορειοηπειρωτικό, που αποτελούσε το λάβαρο του ελληνικού εθνικισμού. Το Κυπριακό, μάλλον το σοβαρότερο από τα εθνικά ζητήματα, δεν παίζει εδώ και καιρό, γιατί οι εθνικιστές ακροδεξιοί έχουν πολύ λερωμένη τη φωλιά τους και η Κύπρος αποτελεί ανεξάρτητο κράτος που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του με σχετική αυτονομία.
Τα τελευταία χρόνια, με βάση την κρίση και τα μνημόνια, ο εθνικισμός στην Ελλάδα προσαρμόζεται και δίνει μικρότερη έμφαση στα εθνικά θέματα, έχοντας βρει την κότα που γεννάει χρυσά αυγά: το μεταναστευτικό.
Για μια αριστερή εξωτερική πολιτική
Η Ελλάδα χρειάζεται ειρήνη στο περιβάλλον της και συμμάχους, για να βγει από το τέλμα. Αλλά πώς;
Με μια αριστερή εξωτερική πολιτική που δεν είναι μόνο υπόθεση των ειδικών, αλλά γίνεται από πάνω κι από κάτω. Και αποτελεί μια διαρκή επίθεση φιλίας. Από την κυβέρνηση, αλλά και από τους πολίτες, απ’ όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Διανοούμενοι, φοιτητές, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, μαθητές, μουσικοί, θεατράνθρωποι, κινηματογραφιστές, οικολόγοι, αγρότες, επιστήμονες, αθλητές, εικαστικοί, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, εκδότες, συγγραφείς, οι πάντες θα έπρεπε να ανοίξουν πεδία σχέσεων με τους αντίστοιχους πολίτες των άλλων χωρών. Η εμπειρία μου στα Βαλκάνια και την παρευξείνια ζώνη, είναι μικρή αλλά συναρπαστική για τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Σαν πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών και Βιβλιοπωλών Αθηνών, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με αφορμή τη συμμετοχή μας στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Κωνσταντινούπολης, βρήκα τους ανθρώπους των γραμμάτων στην Τουρκία να λαχταρούν να συνεργαστούν με τους Έλληνες συναδέλφους τους. Όπως και τους αρχαιολόγους στην Κριμαία, τους θεατράνθρωπους στη Σερβία και τη Ρουμανία και τους φοιτητές, τους ιστορικούς και φιλόλογους σε όλα τα πανεπιστήμια, από την Αλβανία ως την Αρμενία. Ένα τεράστιο πεδίο εύφορο και ανεξερεύνητο. Δεν ενώνει τους λαούς η Eurovision. Οι άνθρωποι μπορούν να έρθουν κοντά με δράσεις κάθε είδους: συναντήσεις, ανταλλαγές, κοινοπραξίες, εμπόριο, συνέδρια, έρευνες, εκδρομές, διευκολύνσεις, συνεργασίες, φεστιβάλ, σεμινάρια, κάμπινγκ, εκμάθηση γλωσσών, ανθρωπιστική βοήθεια, οργανώσεις, ομίλους, σχέσεις, γιατί όχι και γάμους! Με κάθε προσέγγιση, για τη φιλία και την ειρηνική συνύπαρξη. Με μουσικές που έχουν τις ίδιες ρίζες, με ταινίες και ντοκιμαντέρ από την κοινή μας ιστορία, με καλλιτεχνικές συμπαραγωγές, με εκθέσεις φωτογραφίας, με ξαναγράψιμο της ιστορίας από τη μεριά των λαών και όχι των αυτοκρατόρων και των κατακτητών, με αθλητικές συναντήσεις, με συνδιαχειριζόμενους διαδικτυακούς τόπους, με αδελφοποιήσεις συλλόγων, επαγγελματικών ενώσεων, χωριών και πόλεων, ακόμα και με συναντήσεις-συζητήσεις για τα εθνικά και πολιτικά προβλήματα που κρατούν τους λαούς σε απόσταση. Εθελοντικά. Όχι με επιχορηγήσεις από τα μαύρα κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών ούτε με ΜΚΟ χρηματοδοτούμενες από τον Σόρος και άλλους ολιγάρχες.
Μ’ αυτό τον τρόπο, θα δημιουργηθεί ένα πολύμορφο δίκτυο που θα συνδέει τους πολίτες και τους φορείς, θα αναδεικνύει κάθε θετική δράση απ’ όπου κι αν προέρχεται, θα καλλιεργεί όλες τις τάσεις μέσα στις ξεχωριστές κοινωνίες που ενισχύουν τη συνύπαρξη και θα δημιουργεί ένα ρεύμα αντίθετο στις πολιτικές του μίσους και της εχθρότητας. Είναι φρικιαστικό ότι, από την Ιστορία, όλοι οι λαοί, γνωρίζουμε μόνο ό,τι μας χωρίζει. Ότι είμαστε κατά βάση εχθροί. Αλλά ακόμα κι έτσι να είναι, ειρήνη κάνουμε με τον εχθρό. Και η ειρήνη δεν πέφτει σαν φρούτο, χτίζεται συνειδητά και με μόχθο.
Οι επαγγελματίες διπλωμάτες δεν έχουν υπόψη τους τι σημαίνει εξωτερική πολιτική από τα κάτω. Δεν έχουν τέτοια παιδεία ούτε τέτοιες οδηγίες. Μια αριστερή, όμως, εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι αριστερή εάν στηριχθεί μόνο στη γραφειοκρατία που έχει διαμορφωθεί εδώ και αιώνες με τη λογική της κυρίαρχης τάξης και βαδίζει στις ράγες που ευθυγραμμίζονται με τις πολιτικές των ηγεμονικών δυνάμεων που θέλουν να διαφεντεύουν τον τόπο. Μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική θα ενισχυθεί πολύ από τους κοινωνικούς παράγοντες που εργάζονται για την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών, που αναπλάθουν την κοινή γνώμη και δημιουργούν στέρεα ερείσματα.
Γι’ αυτό, η αριστερή διακυβέρνηση οφείλει να ασκήσει την εξωτερική πολιτική πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που θεωρείται μονόδρομος. Γιατί εάν δεν υφανθεί αυτό το σύνθετο πλέγμα σχέσεων, με την ενεργοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων, καμία εξωτερική πολιτική στις τραυματισμένες από ξένες επεμβάσεις, εθνικισμούς, μαφίες και ντεμί-δημοκρατικά καθεστώτα, κοινωνίες, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Κι αυτό δεν είναι δουλειά μόνο ενός υπουργείου. Είναι όλων των υπουργείων, το καθένα στον τομέα του. Και είναι δουλειά των πολιτών, των κοινωνικών δυνάμεων, που πρέπει να δουν τους εαυτούς τους σαν ενεργούς πολίτες των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Δεν μπορείς να είσαι καλός πολίτης της πατρίδας σου, εάν δεν είσαι καλός πολίτης της γειτονιάς σου.
Η προσπάθεια να συνδεθούμε μόνο με τους Γερμανούς, τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους άλλους Ευρωπαίους, δεν ήταν άνευ σημασίας, αλλά αυτή η αποκλειστικότητα, η μονομέρεια, μας άφησε εντελώς πίσω στις διαβαλκανικές και διαμεσογειακές μας σχέσεις, για να μην πω και διαπλανητικές, αναγκάζοντας μας ουσιαστικά να ζούμε σε ένα μη φιλικό περιβάλλον, με ελάχιστες διασυνδέσεις, που μπορεί να γίνει και επικίνδυνο όταν οι μητροπόλεις αναζωπυρώνουν τις υφιστάμενες, πραγματικές και τεχνητές διαφορές ανάμεσα στους γείτονες. Κανένας Ευρωπαίος δεν θα μας σώσει, εάν δεν φροντίσουμε μόνοι μας τις πλάτες μας και τα γύρω μας. Το είδαμε στην Κύπρο, και για να μην το δούμε ξανά, χρειαζόμαστε μια επιθετική με την καλή έννοια πολιτική με όλους τους λαούς, κοντινούς και μακρινούς, να βρούμε τα καλύτερα σημεία επαφής με τους διπλανούς Τούρκους, Βούλγαρους, Σλαβομακεδόνες, Σέρβους και Αλβανούς, αλλά και τους μακρινούς Ρώσους, Κινέζους και λατινοαμερικάνους.
Για να γίνει αυτό, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την πολιτική, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τους εαυτούς μέσα στο σύγχρονο κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε όλους τους άλλους. Συχνά, ακόμα και οι πιο ενεργητικοί ανάμεσά μας, ξοδεύονται σε άσκοπες και ασύνδετες δραστηριότητες ή εγκλωβίζονται σε γραφειοκρατικά γρανάζια και πεπατημένους διαδρόμους. Με την επικρατούσα κουλτούρα σε όλη την κοινωνία και σε όλο το πολιτικό φάσμα, της Αριστεράς μη εξαιρουμένης, τίποτα δεν είναι αυτονόητο και εύκολο, γιατί εάν ήταν θα είχε ήδη γίνει. Υπάρχουν, όμως, δυνάμεις σκόρπιες ή αναξιοποίητες, για μια δουλειά, κόντρα στις κατεστημένες και βολικές αντιλήψεις, που πρέπει να ξεκινήσει, άμεσα. Εξάλλου, η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, η ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας, είναι η πεμπτουσία της αριστερής πολιτικής, σε όλους τους τομείς. Αλλιώς, γιατί Αριστερά;
Στέλιος Ελληνιάδης