Σε μια στιγμή που το εβραϊκό καθεστώς επιδεικνύει για άλλη μια φορά την πιο καταπιεστική και βάρβαρη πλευρά του, εκ πρώτης όψεως μπορεί να φανεί άκαιρο ένα σχόλιο για τη δημοτικότητα του ελληνικού τραγουδιού στο Ισραήλ, αλλά εκ δευτέρας όψεως μπορεί να αποδειχτεί, εμμέσως πλην σαφώς, πολύ πιο επεξηγηματικό για όσα συμβαίνουν, από ποιους, σε ποια κοινωνία και γιατί, σε σύγκριση με τις τυποποιημένες προσεγγίσεις που κατακλύζουν τον Τύπο.

Στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους Εβραίους και τους Παλαιστίνιους έδειχναν να βρίσκονται σε μια φάση σχετικής εξομάλυνσης. Ήταν η περίοδος ανάμεσα στις δύο εξεγέρσεις των Παλαιστινίων, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ιντιφάντα. Η δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν στα τέλη του 1995 από έναν ήρωα των φανατισμένων Εβραίων που παρακινήθηκε από την πεποίθηση πολλών ομοϊδεατών του ότι ο συγκεκριμένος ηγέτης ήταν ένας προδότης που παρέδιδε το Ισραήλ στους Άραβες, ήταν η αρχή μιας στροφής που γρήγορα θα οδηγούσε στην ανάληψη της εξουσίας από τον πολεμοχαρή στρατηγό Σαρόν ο οποίος με τις πολιτικές επιλογές του είχε πυροδοτήσει τη δεύτερη ιντιφάντα και έκανε ό,τι μπορούσε για να σμπαραλιάσει όλες τις προσπάθειες, εσωτερικές και διεθνείς, με σπάνια ευνοϊκά συγκυρίες, για μια παρατεταμένη ειρήνη και συνεννόηση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Με διάδοχο τον Νετανιάχου!

Σ’ αυτή τη ρευστή, αλλά πρόσκαιρα ελπιδοφόρα περίοδο, αποφάσισα να αξιοποιήσω τις φιλίες μου με Εβραίους διανοούμενους και να διερευνήσω από κοντά που οφειλόταν η πολύ μεγάλη προτίμηση των Εβραίων για την ελληνική λαϊκή μουσική. Έτσι, έφτασα πολύ γρήγορα στο σημείο να οργανώνω συναυλίες με καλλιτέχνες από την Ελλάδα στο Ισραήλ σε συνεργασία με τον Ιακώβ Σιμπή, ο οποίος ήταν γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, μιλούσε πολύ καλά ελληνικά και ήταν μεταφραστής βιβλίων γνωστών Εβραίων συγγραφέων.

Η κατάσταση στο Ισραήλ ήταν πιο εντυπωσιακή απ’ ό,τι είχα φανταστεί. Ανθρώπους που αγαπούν την ελληνική λαϊκή μουσική έβρισκα σχεδόν σε όλες τις χώρες που επισκεπτόμουν, ξεκινώντας από το ρεπερτόριο του Θεοδωράκη που ήταν πολύ γνωστός παντού με το συρτάκι και καταλήγοντας στο ρεμπέτικο που είχε σε πολλές χώρες ένα πολύ καλλιεργημένο και ψαγμένο κοινό το οποίο σε μερικές περιπτώσεις είχε ένα ακροατήριο που δεν περιοριζόταν στην ακρόαση των τραγουδιών, όπως στη Φινλανδία. Οι Φινλανδοί είχαν δημιουργήσει αξιόλογες ρεμπέτικες κομπανίες που επεκτάθηκαν στο νεώτερο λαϊκό τραγούδι, Μάρκος και Γλυκερία, αλλά και πολυμελή συγκροτήματα ελληνικών χορών από τη Βαλτική μέχρι τη Λαπωνία! Απίθανο κι όμως αληθινό!

Η διαφορά ήταν ότι στο Ισραήλ η δημοτικότητα της ρεμπέτικης και λαϊκής μουσικής ήταν σχεδόν παλλαϊκή. Περνούσαν τα ταξί κι άκουγες από τα κασετόφωνα ελληνικά τραγούδια, έμπαινες σε ένα μαγαζί για ψώνια κι άκουγες ελληνικά τραγούδια, άνοιγες στο ξενοδοχείο το ραδιόφωνο κι έπαιζαν λαϊκά. Στο Τελ Αβίβ, με την Ελένη Βιτάλη στο ασανσέρ, μόλις ο υπάλληλος του ξενοδοχείου κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες, μας ρώτησε πώς είναι στην υγεία του ο Καζαντζίδης! Όταν φτάσαμε στην Ιερουσαλήμ με τον συνεργάτη μου σκηνοθέτη και οπερατέρ Κώστα Αρβανιτάκη, την ώρα που βγάζαμε τα σύνεργά μας από το πορτμπαγκάζ, ο ταξιτζής που σε όλη τη διαδρομή είχε ελληνικά τραγούδια στο ραδιόφωνο, με το που άκουσε τη φωνή του Μητροπάνου να τραγουδάει «Πες Μου Που Πουλάν Καρδιές», άφησε τις αποσκευές μας κάτω και άρχισε να χορεύει ζεϊμπέκικο μέσα στο δρόμο ενώ τριγύρω οι περαστικοί σταμάτησαν και χτυπούσαν παλαμάκια ενθουσιασμένοι. Τα κέντρα διασκέδασης ήταν απομιμήσεις των ελληνικών, είχαν πρόγραμμα με ελληνικά τραγούδια στο Τελ Αβίβ, με πάλκο δηλαδή, με μπουζουξήδες Εβραίους, και όλα είχαν ελληνικά ονόματα, «Φαντασία», «Νεράιδα» κ.λπ.!

Πόθεν

Στη συναυλία της Βιτάλη στο Τελ Αβίβ, με οργανωτή το Δήμο της πρωτεύουσας, το πλήθος που είχε πλημμυρίσει το χώρο, ήξερε και τραγουδούσε μαζί με την Ελένη τα περισσότερα τραγούδια. Ακόμα και οι επίσημοι στην πρώτη γραμμή τα σιγοψιθύριζαν. Δηλαδή, ποιοι; Δίπλα στον δήμαρχο της πόλης κάθονταν πρωτοκλασάτοι πολιτικοί ηγέτες! O πρωθυπουργός και αργότερα πρόεδρος του Ισραήλ Σίμον Πέρες, ο υπουργός Εσωτερικών, στη συνέχεια Εξωτερικών και μετά πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ κ.ά. Μάλιστα, μετά το τέλος της συναυλίας περίμεναν όλοι υπομονετικά την Ελένη για να τη συγχαρούν και να πιουν μαζί της ένα ποτήρι κρασί, δίνοντας και σε μένα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους για την προτίμησή τους στη λαϊκή μας μουσική και να βγάλω φωτογραφίες την ομήγυρη. Στην Αθήνα είχα γνωρίσει τον Σιμόν Παρνάς που είναι βαθύς γνώστης της ελληνικής μουσικής κι ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην προβολή των τραγουδιών μας από τις βδομαδιάτικες εκπομπές του στο κρατικό ραδιόφωνο (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεν υπήρχε άλλο) και την κρατική τηλεόραση (επίσης δεν υπήρχε άλλη). Ο Σιμόν ήταν ο καταλληλότερος για να με ενημερώσει με ευθυκρισία και ευρύτητα πνεύματος γι’ αυτό που συνέβαινε στο Ισραήλ. Πράγματα που τα επιβεβαίωσα και τα εμπλούτισα συνομιλώντας στο Ισραήλ και με άλλους λογοτέχνες, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους και μουσικούς.

Η βασική μου απορία ήταν η πιο προφανής: από πού κι ως πού οι Εβραίοι έχουν τόσο μεγάλη αγάπη για την ελληνική λαϊκή μουσική. Συζητώντας με τους φίλους που ήταν σχετικοί με το θέμα, ρωτώντας απλούς ευφυείς ανθρώπους που προέρχονταν από πολύ διαφορετικά πολιτισμικά, κοινωνικά και εθνολογικά μπακγκράουντ και ανταλλάσσοντας απόψεις με μουσικολόγους και ερευνητές, όπως ο Αμνόν Σιλόα, καταξιωμένος μουσικολόγος στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, από τον οποίο έμαθα πολλά για την κουλτούρα στο Ισραήλ πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, η εικόνα ξεκαθάριζε πολύ περισσότερο. Είχα τόσο ερεθιστεί από την εμπειρία αυτή που έκτοτε δεν έπαψα να παρακολουθώ συστηματικά τις εξελίξεις σε σχέση με τα πολιτιστικά στο Ισραήλ, πέρα από τα πολιτικά που ήταν πάντα στις προτεραιότητές μου από αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους. Η τακτική ανάγνωση εβραϊκών εφημερίδων που έχουν αγγλόφωνες εκδόσεις, όπως οι Haaretz, Times of Israel και Jerusalem Post, και η μελέτη της ιστορίας των Εβραίων και του κράτους του Ισραήλ, των Παλαιστίνιων και των Αράβων γενικότερα, έγιναν μέρος των ενδιαφερόντων μου. Εξ ου και τα άρθρα που έχω γράψει στο Περίπτερο Ιδεών και οι εκπομπές που έχω κάνει στο Κόκκινο. Εξάλλου, τι πιο φυσικό απ’ αυτό. Μιλάμε για τη μεγάλη γειτονιά μας με την οποία ιστορικά και πολιτισμικά είμαστε σε διαρκή και άμεση διασύνδεση.

Γιώργος Κόρος, Ελένη Βιτάλη, Σίμον Πέρες και Εχούντ Μπάρακ, στο Τελ Αβίβ. (φωτό Στέλιος Ελληνιάδης)

Ευνοϊκή συγκυρία

Είμαι τυχερός που πήγα στο Ισραήλ σε μια εποχή που το μίσος για τους Παλαιστίνιους δεν είχε την έκταση και την ένταση που δυστυχώς έχει σήμερα. Ήταν μια εποχή που ο αναστοχασμός ήταν διάχυτος. Όπως και η αμφιβολία για τα στερεότυπα και τους μύθους που είχαν μεταβολιστεί εντέχνως σε ιστορία. Μια εποχή που οι Εβραίοι που επιζητούσαν την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους ήταν πολλοί και δεν το έκρυβαν, προτού κάποιοι απ’ αυτούς να μεταστραφούν στη συνέχεια. Ήταν μια εποχή που πολλοί διανοούμενοι Εβραίοι δεν δίσταζαν να εκφράσουν τους προβληματισμούς και τις αντιρρήσεις τους πάνω σε πολλά ζητήματα που είχαν σχέση με τη φύση, το χαρακτήρα, την ιστορία, την κουλτούρα και την πολιτική του Ισραήλ διαφωνώντας με την επίσημη άποψη που ήταν δημαγωγική.

Κι όλα αυτά τα διύλιζα στην Ελλάδα με εβραϊκής καταγωγής λαμπρούς συμπολίτες μας με πολύ υψηλό επίπεδο παιδείας, όπως ο εκδότης Σάμης Γαβριηλίδης και ο καλλιτέχνης και ψυχολόγος Βίκος Ναχμίας.

Καταλάβαινα εκ πείρας ότι η απάντηση στην απορία μου δεν θα μπορούσε να είναι απλοϊκή και μονοδιάστατη. Κι αυτό με βοήθησε να ξεκινήσω από την μελέτη και κατανόηση του τρόπου και του είδους σύστασης της εβραϊκής κοινωνίας στο Ισραήλ. Αλλιώς θα ξέπεφτα σε κάποιο επιφανειακό συμπέρασμα, όπως ότι η μουσική μας διαδίδεται επειδή είναι καλύτερη απ’ όλες τις άλλες και άλλα παρόμοια.

Είχα και κάποια μέτρο σύγκρισης. Για παράδειγμα, στα ελληνικά κέντρα διασκέδασης που υπήρχαν μεταπολεμικά στη Νέα Υόρκη κι αλλού στην Αμερική, υπήρχαν αρκετοί θαμώνες Εβραίοι που διασκέδαζαν με τα ελληνικά τραγούδια, αλλά το φαινόμενο δεν αφορούσε όλη τη μεγάλη και διάσπαρτη εβραϊκή κοινότητα των ΗΠΑ.

Οι Εβραίοι της Αμερικής σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας είχαν προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό, όπως όλοι οι λευκοί Αμερικάνοι των αστικών κέντρων, στην εκρηκτική εκείνη την εποχή μουσική κουλτούρα, από τον Φρανκ Σινάτρα οι μεγαλύτεροι και τον Έλβις Πρίσλεϊ οι νεότεροι μέχρι τον Μπομπ Ντίλαν οι πιο εναλλακτικοί και ρηξικέλευθοι. Και δεν είχαν την ανάγκη να στραφούν στο ελληνικό ή όποιο άλλο τραγούδι κάθε άλλης μικρής μειονότητας.

Στο Ισραήλ, όμως, επειδή είναι ένα πολύ νεοσύστατο κράτος, μόλις 73 ετών, και οι Εβραίοι κάτοικοί του δεν έχουν μεταξύ τους ούτε προηγούμενη ούτε τρέχουσα κοινή κουλτούρα, δεν είχαν από τον καιρό της εγκατάστασής τους στα εδάφη της Παλαιστίνης ένα ενιαίο πολιτισμικό παρονομαστή. Ούτε την ίδια γλώσσα μιλούσαν, ούτε τα ίδια έθιμα είχαν, ούτε τα ίδια φαγητά μαγείρευαν, ούτε την ίδια γενέτειρα είχαν, ούτε τις ίδιες βιωματικές εμπειρίες, ούτε την ίδια αισθητική. Ήταν, λοιπόν, σε μια συνειδητή ή ασυνείδητη αναζήτηση κάποιων στοιχείων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενοποιητικά και ομογενοποιητικά. Στο Ισραήλ, άκουγαν αγγλικά και αμερικάνικα τραγούδια, αλλά τα άκουγαν σαν ξένα τραγούδια όπως τα ακούγαμε κι εμείς στην Ελλάδα. Άκουγαν επίσης τα αραβικά τραγούδια ζώντας μέσα σε έναν αραβικό ωκεανό, με ένα πυρήνα Εβραίων που προϋπήρχε της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ, και ήταν ήδη εξοικειωμένος με την κουλτούρα των Αράβων γειτόνων του, αλλά και με πολλούς μετανάστες από χώρες αραβικές, όπως οι Υεμενίτες κ.ά.. Ακόμα και την περίοδο που βρέθηκα στο Ισραήλ, οι φίλοι μου έλεγαν ότι στα σπίτια τους πολλοί Εβραίοι άκουγαν αραβική μουσική και μαγείρευαν αραβικά φαγητά. Αλλά όχι δημόσια, γιατί με την όξυνση των συγκρούσεων με τους Άραβες, η αραβική κουλτούρα που τους ήταν τόσο φυσικά συγγενής δεν μπορούσε να έχει μια δημόσια θέση στην κοινωνική ζωή και έμενε σε κατ’ οίκον περιορισμό ή ως πολιτική επιλογή είχε συνειδητά αποβληθεί.

Ανομοιογενής κοινωνία

Το σύγχρονο Ισραήλ δεν είναι ομοιογενές πολιτισμικά και κοινωνικά και παρ’ όλη τη συστηματική επίσημη πολιτική για να επιτευχθεί μια σύγκλιση του εβραϊκού πληθυσμού, τα αποτελέσματα είναι κατώτερα των προσδοκιών εκείνων που επιθυμούν την περαιτέρω «εβραιοποίηση» των Εβραίων. Κι αυτό γιατί οι ετερόκλητες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές καταβολές των μεγάλων ομάδων που συναποτελούν τον εβραϊκό πληθυσμό του Ισραήλ είναι τόσο ριζωμένες που λίγα χρόνια συνύπαρξης, σε ένα τόπο ούτε εύκολο ούτε οικείο για τους περισσότερους, και με δεδομένες τις εσωτερικές ανισότητες, διακρίσεις και αντιθέσεις, δεν διευκολύνουν την προσέγγιση σε σημείο ουσιαστικής εξομοίωσης.

Οι Εβραίοι που συρρέουν από διάφορα μέρη του κόσμου κουβαλούν τις κουλτούρες που είχαν στους τόπους καταγωγής τους. Και δεν είναι καθόλου λίγοι, αφού αποτελούν το 75% του πληθυσμού του Ισραήλ!

Οι Εβραίοι από τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίοι είναι εκατοντάδες χιλιάδες και αποτελούν τη νεότερη και μεγαλύτερη στο Ισραήλ ομάδα μεταναστών, έχοντας μεταναστεύσει μαζικά εκεί μετά το 1989, είχαν και έχουν μητρική γλώσσα τα ρώσικα, μερικοί και τα ουκρανικά, και έτρωγαν και τρώνε μπορς και πιλμένια, έπιναν και πίνουν βότκα και τραγουδούσαν και τραγουδούν ρώσικα τραγούδια. Περίπου το 20% των Ισραηλινών μιλούν άπταιστα ρώσικα, διαθέτουν δικά τους καταστήματα, ακούν ραδιόφωνα και βλέπουν τηλεόραση στα ρώσικα.

Οι Εβραίοι από την Αμερική μιλούν αγγλικά και γίντις, οι σεφαραδίτες με μακρινή καταγωγή από την Ισπανία σεφαραδίτικα εβραιο-ισπανικά (και ελληνικά αν κατάγονται από την Ελλάδα ή τούρκικα αν ζούσαν στην Τουρκία) κ.λπ. Οι Εβραίοι στη Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη μιλούσαν γίντις, δηλαδή μια γερμανική διάλεκτο ανακατεμένη με εβραϊκές, αραμαϊκές, σλάβικες και άλλες γλώσσες ανάλογα με την περιοχή κατοικίας τους. Τα γίντις παρ’ ολίγο να υιοθετηθούν σαν επίσημη γλώσσα στο νέο κράτος, αλλά τελικά επικράτησαν τα παλιά εβραϊκά που βασικά θεωρούνταν «νεκρή γλώσσα» και τα γνώριζαν μόνο κληρικοί και σιωνιστές διανοούμενοι. Από τότε καθιερώθηκαν ως η επίσημη γλώσσα του κράτους, όπως και τα αραβικά, τα οποία, όμως, παρ’ όλο που είναι η μητρική γλώσσα του 20% των Αράβων υπηκόων του Ισραήλ, εξαιρέθηκαν από το στάτους της κύριας γλώσσας και υποβαθμίστηκαν το 2018 με ένα προκλητικά εθνικιστικό νόμο, το νόμο του έθνους-κράτους, που σημαίνει ότι το Ισραήλ είναι νομικά πλέον μόνο εβραϊκό!

Η ελληνική σφήνα

Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ένα τραγούδι εβραϊκό κοινής αποδοχής λόγω του μικρού χρόνου συνύπαρξης των Εβραίων στο Ισραήλ, πιθανότατα επειδή δεν είχαν το χρόνο, ίσως και να μην ήθελαν, να συγχωνευτούν οι πολιτισμικά πολύ ανομοιογενείς μεταξύ τους ομάδες και οι υπαρκτές κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες δεν οδήγησαν στην παραγωγή ενός μουσικού είδους «εθνικού» που να γίνει ένα μεγάλο κεντρικό ρεύμα με ευδιάκριτα εβραϊκά χαρακτηριστικά και να αγγίζει και να εκφράζει όλες τις ομάδες, τα γένη των διαφορετικών Εβραίων από τα πιο διαφορετικά μεταξύ τους σε επίπεδο ιστορίας και πολιτισμού μέρη του κόσμου, φαίνεται –εκ των πραγμάτων– ότι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ήταν αυτό που ταίριαξε καλά σ’ αυτό το κράμα, αυτό το μωσαϊκό από ανόμοιες κουλτούρες, το όχι ακόμα καλά συγκολλημένο κράμα που αποτελεί την κοινωνία και το κράτος του Ισραήλ. Αν δούμε μερικά από τα κυριότερα εθνικά είδη τραγουδιού ένα-ένα, οι διαπιστώσεις είναι χρήσιμες. Ενδεικτικά:

Τα αραβικά τραγούδια είναι προσιτά, τοπικά και συγγενή, αλλά είναι η φωνή των «άλλων». Τα αμερικάνικα είναι δεκτά ως κυρίαρχα διεθνή, αλλά ξένα. Τα γερμανικά θυμίζουν πολύ την τραυματική εμπειρία του ναζισμού και δεν έχουν τύχη, άσε που δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς σύγχρονο ελκυστικό ακόμα και για τους Γερμανούς γερμανικό λαϊκό τραγούδι. Το γαλλικό έχει αμερικανοποιηθεί πολύ και είναι σε μεγάλη ύφεση, όπως και το ιταλικό που είναι και πολύ έντονα λατινογενές. Οι αναμνήσεις από το ισπανικό φαίνεται ότι είχαν από καιρό εξασθενίσει και δεν συγκινούσαν ηχητικά. Το ρώσικο τραγούδι είναι πολύ αγαπητό από μια μεγάλη μερίδα των Εβραίων του Ισραήλ, τους αποκαλούμενους και «Ρώσους», αλλά μόνον απ’ αυτούς, γιατί δεν έχει τίποτα οικείο και ελκυστικό για τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Αντίθετα, όμως, με όλα αυτά τα είδη τραγουδιού στα οποία πλεονάζουν τα μειονεκτήματα για μια βιώσιμη πανεβραϊκή υιοθεσία, το ελληνικό τραγούδι, ξεκινώντας μάλλον περιθωριακά, γρήγορα αγκαλιάστηκε αυθόρμητα από πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού επειδή μάλλον είχε τα περισσότερα «κολλητικά» πλεονεκτήματα. Είναι της περιοχής, της μεγάλης γειτονιάς, από την ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, έχει στοιχεία αρμονικά ενσωματωμένα από την Ανατολή και τη Δύση που αντιστοιχούν στην κοσμική πλευρά του κράτους του Ισραήλ και προέρχεται από μία χώρα βαλκανική που δεν έχει καταχωρηθεί ούτε ως αντιεβραϊκή ούτε ως αντιαραβική για να προκαλεί αισθήματα απώθησης και αποφυγής, το αντίθετο θα έλεγα ότι συμβαίνει, παραδόξως να θεωρείται και φιλοαραβική και φιλοεβραϊκή. Και ίσως το σημαντικότερο είναι ότι το ίδιο το υλικό, δηλαδή το τραγούδι, είναι πάρα πολύ ενεργό, πλούσιο και ποικίλο, σύγχρονο, με διεθνή εμβέλεια και με ρυθμούς και ήχους κοντινούς με τις μουσικές της Ανατολής, τις αραβικές, περσικές, τουρκικές και παλαιοεβραϊκές, αλλά και συμφιλιωμένο με τις κλίμακες της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής που το κάνουν πιο εύληπτο και αποδεκτό από μια μεγάλη γκάμα «ανατολικών» και «δυτικών» Εβραίων.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι την έλλειψη ή την ανάγκη μιας σύγχρονης με εθνικά χαρακτηριστικά λαϊκής μουσικής εβραϊκής που θα μπορούσε να αγγίξει το σύνολο του πολιτισμικά ποικίλου εβραϊκού πληθυσμού του Ισραήλ, ανέλαβε, σε αξιοσημείωτο βαθμό, απρόβλεπτα και χωρίς καμία καθοδήγηση και χειραγώγηση να καλύψει το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Σε σημείο που πολλοί Εβραίοι να το θεωρούν πλέον σχεδόν σαν δικό τους, έστω εξ αγχιστείας. Κι αυτό, από λαϊκούς ανθρώπους και από διανοούμενους. Και μάλιστα, με τρόπο πανηγυρικό και πλέον επίσημο. Τολμώ να πω ότι άθελά μας προσφέραμε μια καλή επιλογή, με δεδομένο ότι η μουσική και το τραγούδι είναι σημαντικά από κάθε άποψη συστατικά στοιχεία σε κάθε κοινωνία και ιδίως σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να βρίσκεται στο δύσβατο δρόμο της συγκρότησης και σύγκλισης προσπαθώντας διαρκώς –άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε με αποτυχία– να βρει τι της ταιριάζει και τι την εκφράζει. Το δάνειο από την Ελλάδα μπορεί να είναι προσωρινό, αλλά είναι ήδη παρόν στο Ισραήλ εδώ και αρκετές δεκαετίες, και οπωσδήποτε θα αφήσει ανεξίτηλα ίχνη, επιτελώντας ένα ρόλο μοναδικό και ανεκτίμητο, όχι μόνο για να ψυχαγωγεί τους Εβραίους και τους Άραβες, αλλά και για να εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ένα εξαιρετικό δείγμα από στοιχεία που μπορούν να ενώνουν τους λαούς, εντός κι εκτός συνόρων, με ωραίο και ειρηνικό τρόπο.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!