του Νίκου Ρουκλιώτη*
Ως μόνιμη επωδός της κυβέρνησης και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έναντι των απολύτως δικαιολογημένων αιτιάσεων που απευθύνονται κατά του προς ψήφιση εργασιακού νομοσχεδίου, λειτουργεί το επιχείρημα ότι δήθεν η ελληνική πολιτεία είναι «αναγκασμένη» για την εισαγωγή τέτοιου είδους καινοφανών για το Εργατικό Δίκαιο ρυθμίσεων, διότι αυτές αποτελούν προϊόν ενσωμάτωσης κοινοτικής οδηγίας (2019/1152) στην ελληνική έννομη τάξη. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό διαψεύδεται πέραν των άλλων και από το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 31 του επίμαχου νομοσχεδίου, που φέρει τον πομπώδη αλλά και παραπειστικό τίτλο, «περί προστασίας του δικαιώματος στην εργασία», με την οποία επιχειρείται η ποινικοποίηση όχι μόνο της άσκησης σωματικής αλλά και της άσκησης «ψυχολογικής βίας» κατά των μη απεργών, καθώς και η ποινικοποίηση της κατάληψης των χώρων εργασίας κατά τη διάρκεια της απεργίας.
ΌΠΩΣ ΘΑ ΕΚΤΕΘΕΙ αναλυτικά στη συνέχεια, η κυβέρνηση επιχειρεί να ποινικοποιήσει βασικές εκφάνσεις του δικαιώματος στην απεργία (βλ. σχετικά Α. Καζάκου στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα tvxs – Ανεξάρτητη Ενημέρωση / 24.08.2023 με τίτλο: «Η κυβέρνηση νομοθετεί «σύμβαση μηδενικών δικαιωμάτων» για τους εργαζόμενους κατά παράβαση της ευρωπαϊκής οδηγίας», ο οποίος ορθά κάνει λόγο για «ποινικοποίηση της υπεράσπισης της απεργίας από τους απεργούς»), όπως είναι επί παραδείγματι η παραμονή στο χώρο εργασίας κατά τη διάρκεια της απεργιακής κινητοποίησης, υπό την επίφαση της «προστασίας του δικαιώματος στην εργασία» και ενώ η απεργία ως συλλογικό και αυτοδύναμο μέσο προστασίας των εργαζομένων, κατά το βαθμό που διασφαλίζει τη σθεναρή στάση των συνδικάτων κατά τη συλλογική διαπραγμάτευση με τον εργοδότη, είναι σύμφυτη με τη συνταγματική προστασία του κοινωνικού δικαιώματος στην εργασία.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο χαρακτηρισμός της απεργίας ως αξιόποινης πράξης είναι μια διαδικασία με προϊστορία, αφού στον χαρακτηρισμό αυτό παρέπεμπαν κατάφωρα αντισυνταγματικές, ως αντιβαίνουσες στο άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος, διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, με πιο χαρακτηριστική αυτή της του άρθρου 332 με τίτλο: «Εξαναγκασμός σε ομαδική παύση εργασίας» (βλ. Π. Δαβερώνα, «Το δικαίωμα της απεργίας σε κρίσιμη καμπή», σ. 100, Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Η απεργία στο απόσπασμα», Ελευθεροτυπία, 22/03/2008, Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», 2013, σ. 681 – 682), η οποία καταργήθηκε πρόσφατα με τον Ν. 4619/2019, ενώ η διάταξη του άρθρου 292 παρ. 1 ΠΚ για την παρεμπόδιση συγκοινωνιών εξακολουθεί και ισχύει έως σήμερα.
Φυσικά, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 31 του προς ψήφιση εργασιακού νομοσχεδίου, που βάλλει ευθέως κατά του δικαιώματος της απεργίας, ουδεμία σχέση έχει με το περιεχόμενο της κοινοτικής οδηγίας. Αντιθέτως, έρχεται σε συνέχεια της ισχύουσας ρύθμισης του άρθρου 93 Ν. 4808/2021 (Νόμος Χατζηδάκη), με την οποία κατοχυρώθηκε το δικαίωμα του εργοδότη να διακόψει την απεργία σε περίπτωση που το απεργούν συνδικάτο δεν λαμβάνει μέτρα προστασίας των απεργοσπαστών. Πιο συγκεκριμένα, με τη ρύθμιση του άρθρου 93 Ν. 4808/2021 – η οποία δεν αφίσταται πολύ από τη φασιστικής προέλευσης θεωρία της «συλλογικής ευθύνης» – προβλέφθηκε ότι το σωματείο υποχρεούται να διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος εργασίας των μη απεργών (προφανώς από «παραδρομή» ή «ηθελημένη άγνοια» θα εννοούσε την «ελευθερία της εργασίας») εμποδίζοντας την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους, διαφορετικά η απεργία ως «παράνομη» θα μπορεί να διακοπεί με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής του εργοδότη. Παράλληλα, δε, με την ίδια διάταξη προβλέφθηκε και η γέννηση αστικής ευθύνης της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των μελών του Δ.Σ. σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης!
Η συγκεκριμένη ρύθμιση δέχτηκε την απολύτως δικαιολογημένη από την πλευρά της θεωρίας κριτική (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Η απεργία υπό “εκσυγχρονιστικό διωγμό”», Δρόμος της Αριστεράς, 12.06.2021), αφού τελούσε σε αθεράπευτη αντίθεση με το πνεύμα και την τελολογία της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 1264/1982, για την απαγόρευση της πρόσληψης απεργοσπαστών κατά τη διάρκεια της απεργίας (βλ. Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», 2013, σ. 682 επ.). Επιπλέον, δε, κατά τον βαθμό που η διάταξη του άρθρου 93 Ν. 4808/2021 αποδίδει αξιολογική προτεραιότητα στην αρνητική συνδικαλιστική ελευθερία έναντι του δικαιώματος στην απεργία, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησής του απεργιακού δικαιώματος (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Συνδικαλιστική δράση στην επιχείρηση και Σύνταγμα», 1984, σ. 25 επ., Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», 2013, σ. 682 επ.). Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πρόκειται για νομοθετικό περιορισμό που όχι μόνο προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας αλλά και φθάνει στην παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος.
Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής στο αυτοδύναμο μέσο προστασίας, όπως είναι αυτό του δικαιώματος της απεργίας και παράλληλα χωρίς τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα έχει καταστεί αφηρημένη ουτοπία
Η ΔΙΑΤΑΞΗ του άρθρου 31 του προς ψήφιση νομοσχεδίου αποτελεί την ποινική προέκταση της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 93 Ν. 4808/2021, αφού με αυτήν έρχεται ο νομοθέτης να ποινικοποιήσει την άσκηση «ψυχολογικής βίας» κατά των μη απεργών, καθώς και την «κατάληψη» που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της απεργίας, εισάγοντας ιδιαιτέρως σκληρές ποινές και προβλέποντας κατά πρωτοφανή τρόπο κατώτατα όρια φυλάκισης και χρηματικών ποινών για τα συγκεκριμένα αδικήματα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μιας απεργιακής κινητοποίησης. Συγκεκριμένα, για τα αδικήματα αυτά προβλέπεται «φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων (200) ημερησίων μονάδων, οριζομένης της τιμής εκάστης ημερησίας μονάδας σε είκοσι πέντε (25) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη», ενώ σε περίπτωση υποτροπής τα ανωτέρω ελάχιστα όρια θα διπλασιάζονται!
Αξίζει να επισημανθεί ότι η δρακόντειας υφής αυτή διάταξη –με βάση την προβλεπόμενη διεύρυνση του αξιοποίνου και του μεγέθους των ποινών που προβλέπονται για τους απεργούς– χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή αοριστία ως προς την περιγραφή της ίδιας της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, στο μέτρο που επικαλείται μια αόριστη νομικά έννοια, όπως είναι αυτή της «ψυχολογικής βίας» ή όπως είναι η άκριτη αντιμετώπιση ως ποινικά κολάσιμης πράξης της «κατάληψης» –που επί της ουσίας ταυτίζεται με την παραμονή των απεργών στον χώρο εργασίας ή με τη νόμιμη περιφρούρηση της απεργίας– προκειμένου να προσδώσει ηθικοκοινωνική απαξία στην ίδια τη νόμιμη άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος.
Τούτο, δε, σε μια εποχή απίσχνασης των συνδικαλιστικών αγώνων και του ίδιου του απεργιακού δικαιώματος, και ενώ με βάση το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ούτως ή άλλως τιμωρούνταν κάθε αξιόποινη πράξη που θα ελάμβανε κατά τη διάρκεια της απεργίας (π.χ. άσκηση παράνομης βίας, διατάραξη οικιακής ειρήνης κ.λπ.). Η, δε, ποινικοποίηση της κατάληψης με την ανωτέρω διάταξη έρχεται σε σύγκρουση με την κρατούσα άποψη στη θεωρία (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Συνδικαλιστική δράση στην επιχείρηση και Σύνταγμα», σ. 55, Α. Καζάκου, «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», σ. 779 επ.) ότι ο χώρος εργασίας αποτελεί και για τον εργαζόμενο άσυλο, κατά το βαθμό που αναλώνει σε αυτόν την εργασιακή του δύναμη, που αποτελεί βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του και την παραδοχή ότι η κατάληψη που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο μιας απεργιακής κινητοποίησης αποτελεί νόμιμη άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στο πλαίσιο αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος στην απεργία.
Καθίσταται σαφές ότι η χρήση μιας αόριστης νομικά έννοιας, όπως είναι αυτή της «ψυχολογικής βίας», δύναται να οδηγήσει στην ποινική δίωξη και καταδίκη απεργών που απλώς προτρέπουν τους συναδέλφους τους να απεργήσουν, πολύ περισσότερο που με βάση το καταστατικό μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης μπορεί να προβλέπεται η υποχρέωση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις που λαμβάνονται δημοκρατικά είτε στο πλαίσιο της γενικής συνέλευσης, είτε στο πλαίσιο του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει στην ποινική δίωξη και καταδίκη απεργών που παρεμποδίζουν την είσοδο στον χώρο εργασίας απεργοσπαστών που έχουν προσληφθεί παρανόμως από τον εργοδότη κατά τη διάρκεια της απεργιακής κινητοποίησης. Επιπρόσθετα, δε, η άκριτη αντιμετώπιση της «κατάληψης» από την επίμαχη διάταξη ως ποινικά κολάσιμης πράξης – και μάλιστα χωρίς καμία διαφοροποίηση για το αν αυτή λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της απεργιακής κινητοποίησης – δύναται να οδηγήσει στην ποινικοποίηση απολύτως νόμιμων συμπεριφορών που συνδέονται ακατάλυτα με την ίδια τη νόμιμη και αποτελεσματική άσκηση του απεργιακού δικαιώματος. Ως νόμιμη συμπεριφορά στο πλαίσιο άσκησης του απεργιακού δικαιώματος οπωσδήποτε μπορεί να θεωρηθεί η ίδια η παραμονή στον χώρο εργασίας, που αποτελεί όρο εκ των ουκ άνευ και φυσική συνέπεια της ίδιας της απεργιακής κινητοποίησης, ή ακόμα και η περιφρούρηση της απεργίας, που μόνο σκοπό έχει τη διασφάλιση της νόμιμης και αποτελεσματικής άσκησης του απεργιακού δικαιώματος. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, η φυσική παραμονή στον χώρο εργασίας ή η περιφρούρηση της απεργίας αντιμετωπίζονται ως πράξεις ταυτόσημες με την κατάληψη και στο πλαίσιο αυτό ποινικοποιούνται.
Ως εκ τούτου, η επίμαχη διάταξη είναι σαφώς ενταγμένη στην ευρύτερη διαδικασία νομοθετικής και νομολογιακής απορρύθμισης του δικαιώματος στην απεργία, η οποία στην περίπτωση του εργασιακού νομοσχεδίου τείνει έως ολικής συρρίκνωσης και εξαφάνισης του απεργιακού δικαιώματος. Πολύ περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι η άσκηση του απεργιακού δικαιώματος θα τελεί εν προκειμένω υπό τη μέγγενη τέτοιου είδους ποινικών κυρώσεων. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως είναι αυτή του άρθρου 93 Ν. 4808/2021 ή αυτή του άρθρου 31 του προς ψήφιση νομοσχεδίου, θα αποτελέσουν στην πράξη «δούρειο ίππο» και οιονεί λειτουργικό υποκατάστατο της συνταγματικά απαγορευόμενης ανταπεργίας, αφού ο εργοδότης ως αυτόκλητος προστάτης των μη απεργών θα έρχεται να ματαιώσει τη διεξαγωγή της απεργιακής κινητοποίησης υπό την απειλή είτε αστικών είτε ποινικών κυρώσεων, επικαλούμενος πάντα την «προστασία του δικαιώματος στην εργασία»!
ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ αγωνιστικής σιωπής και αδράνειας των συνδικάτων, το ιδεοψυχαναγκαστικό σύνδρομο δίωξης των απεργιακών αγώνων, από το οποίο έχει καταληφθεί εν είδει μονομανίας η σημερινή κυβέρνηση, έρχεται να χαρακτηρίσει την όλη διαδικασία αποδιάρθρωσης του συστήματος συλλογικής αυτονομίας, που καταστατικό σκοπό έχει τη ρύθμιση των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ελάχιστα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζομένους. Έπειτα από τον αντισυνταγματικό ακρωτηριασμό του συνταγματικού δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, ήτοι του πλέον αποτελεσματικού μηχανισμού υποβοήθησης και στήριξης της συλλογικής αυτονομίας, αυτή τη φορά και όχι τυχαία βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβέρνησης το αγωνιστικό μέσο της απεργίας, χωρίς την οποία η συλλογική αυτονομία εκφυλίζεται σε «συλλογική επαιτεία». Είναι αυτονόητο ότι χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής στο αυτοδύναμο μέσο προστασίας, όπως είναι αυτό του δικαιώματος της απεργίας και παράλληλα χωρίς τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα έχει καταστεί αφηρημένη ουτοπία. Συνεπώς, ο τίτλος της επίμαχης διάταξης στην πραγματικότητα δεν απηχεί την «προστασία του δικαιώματος στην εργασία», αλλά την προστασία της «ελεύθερης σύμβασης εργασίας», δηλαδή ενός τελείως ανέλεγκτου και ανεξέλεγκτου καθεστώτος ιδιωτικής οικονομίας της αγοράς, στο οποίο θα κυριαρχεί κατά τρόπο καταθλιπτικό η παντοδυναμία του εργοδότη ως προς την ρύθμιση των όρων εργασίας.
* Ο Νίκος Ρουκλιώτης είναι δικηγόρος – εργατολόγος