Κύριε Παπαθανασίου, σε πρόσφατο κείμενό σας σημειώνατε ότι τα συμφέροντα του άγριου καπιταλισμού και η αστοργία για την έννοια του δημόσιου χώρου άφησαν το μεταναστευτικό ζήτημα να βαλτώσει. Στο ίδιο κείμενο «εγκαλούσατε» την Αριστερά λέγοντας ότι με τη στάση της επί του θέματος, άφησε την πολύτιμη συνηγορία της υπέρ της ανθρωπιάς να ακούγεται αφερέγγυα, διευκολύνοντας έτσι, τη δημοφιλία του μισαλλόδοξου λόγου. Θα ήθελα να αναπτύξετε αυτή σας την άποψη.
Βασικό νεύρο του καπιταλισμού και δη στη νεοφιλελεύθερη αγριάδα του, είναι η εννόηση των πάντων ως οικονομικών αξιών. Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται πρωτίστως αναλώσιμο. Παρ’ όλο που ο καπιταλισμός συνοδεύει τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες διακηρύσσουν την αξία και τα δικαιώματα του ατόμου, η οικονομίστικη λογική υπερισχύει. Γι’ αυτό, άλλωστε, βλέπουμε σήμερα στην Ευρώπη την πολιτική να σαρώνεται από τη λογιστική. Σε περιόδους ευμάρειας ο καπιταλισμός παράγει τον εγωκεντρικό και άπληστο καταναλωτή, σε περιόδους διασάλευσης της νηνεμίας ευνοεί την αναβίωση του δουλεμπόριου. Ειδικά η άτακτη μετανάστευση υπονοεί ανθρώπους ευτελείς στην αναχώρησή τους και ανυπόστατους στην άφιξή τους.
Απέναντι σ’ αυτά βρίσκονται όσοι αρνούνται την εμπορευματοποίηση των πάντων και πιστεύουν στην ιερότητα του ανθρώπου, η οποία μεταφράζεται σε αλληλεγγύη προς κάθε αναγκαιμένο αδιάκριτα. Έχουμε, ωστόσο, περάσει σε μισοσκόταδους καιρούς που αυτό το πρόταγμα της αλληλεγγύης φέρνει συχνά σε αμηχανία τους υποστηρικτές του. Η πανανθρώπινη ανθρωπιά (κοντολογίς ο άνθρωπος στην αυθεντικότερη μορφή του: σε στάση αγάπης προς τον ολότελα ξένο κι όχι προς τον βιολογικά, πολιτισμικά ή ιδεολογικά συγγενή) έχει ως κύριο επιχείρημα τον πόνο, ή μάλλον το ότι δεν αντέχεται ο πόνος του άλλου και η αδικία. Επιχείρημα ιλιγγιωδώς σημαντικό για την ανθρωπιά, μα πολύ αδύναμο απέναντι σε λογιστικούς ρεαλισμούς. Θεμελιώδες χρέος, λοιπόν, είναι να μην υποσταλεί η σημαία της ανθρωπιάς. Οι μισαλλόδοξες ιδέες μουσκεύουν ήδη τον πλατύ κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο χώρο των νοικοκυραίων. Με όρους πολιτικής θεολογίας θα έλεγα ότι έχει ήδη εκκολαφθεί το δαιμονικό, όπως είχαν ονομάσει στη Γερμανία την ανάδυση του ναζισμού οι αντιναζιστές Χριστιανοί. Και μαζί χρειάζεται δουλειά πάνω σε μια σειρά αντιφάσεων, παραλείψεων και εκκρεμοτήτων, ώστε η σημαία να παραπέμπει σε κάτι αληθινό. Για να αντιμετωπίσει τους κακούς λύκους μέσα στην ιστορία, η Κοκκινοσκουφίτσα χρειάζεται να μην κατεβάζει πάνω στα μάτια τον σκούφο για τον οποίον δικαίως καμαρώνει!
Παραδόξως, το δικό της πρόταγμα της ανθρωπιάς το ροκανίζει η Αριστερά, όποτε η ίδια κλείνεται σε οικονομίστικες λογικές. Οι Αριστεροί που ανοίγονται σε διάλογο με ανθρώπους άλλων εννοιολογικών εργαλείων ή διαφορετικής αριστερότητας, είναι ομολογουμένως ευάριθμοι και δεν κατορθώνουν να δώσουν τον τόνο. Αξίζει, λ.χ., να συζητηθεί κατά πόσο η μονοδιάστατη ερμηνεία του ανθρώπου απλώς ως αθροίσματος των κοινωνικών του σχέσεων πτωχεύει το ανθρώπινο φαινόμενο, προωθεί την αποδοχή κοινωνικών αυτοματισμών και μειώνει την ετοιμότητα για εκπλήξεις στην ιστορία.
Είπα ότι ο νεοφιλευθερισμός ευνοεί την κατασκευή ανυπόστατων ανθρώπων. Αλλά, από ολότελα διαφορετική σκοπιά, μπορεί να ενέχεται σε κάτι τέτοιο και η Αριστερά. Συνήθως νοεί τους μετανάστες απρόσωπα, ισοπεδωτικά και πατερναλιστικά, σαν συμπαγή μάζα ή σαν αγαθούς αγρίους. Αλλά τον συγκεκριμένο, τον ενυπόστατο άνθρωπο τον συνιστούν οι πολλές και ταυτόχρονες ταυτότητές του: ο πολιτισμός του, η τάξη του, η θρησκεία του, το αξιακό του σύστημα (αλλιώς κινούμαστε στην πλατωνικότερη μεταφυσική, παθιαζόμενοι όχι με τον ένσαρκο άνθρωπο, αλλά με την ιδέα του ανθρώπου). Αν νομίζεις ότι ξοφλάς ξεπετώντας όλα αυτά απλώς ως «εποικοδομήματα», θα περιέλθεις σε αδυναμία να αναμετρηθείς με τη σημερινότητα: σε αδυναμία να διακρίνεις τις υποκουλτούρες στα σπλάχνα κάθε εθνοτικότητας, σε αδυναμία να αντιληφθείς ότι κάθε πολιτισμός συντίθεται από φωτεινά και σκοτεινά σημεία, ότι ο εθνικισμός και ο φονταμενταλισμός είναι κακά όπου κι αν φυτρώνουν. Κληρονόμοι οι αριστεροί μιας ματιάς ριζικά αντιουσιοκρατικής, στην πλειονότητά τους σκέφτονται με εντυπωσιακά ουσιοκρατικό τρόπο, μιλώντας αφηρημένα για «θρησκεία» και όντας απρόθυμοι να διακρίνουν μεταξύ θεολογιών που παράγουν θεοκρατία και θεολογιών που θεωρούν τη θεοκρατία βλασφημία.
Το μεταναστευτικό συνυφαίνεται με τα σύνθετα ζητήματα του κομμουνιταρισμού, δηλαδή της αξίωσης των θρησκευτικο-πολιτισμικών κοινοτήτων να είναι περίκλειστες και αυτόνομες. Ο ακραιφνής κομμουνιταρισμός δημιουργεί γκέτο όπου δεν φτάνει το φως του δημοσίου χώρου, νοούμενου ως του πολύτιμου φόρουμ όπου όλες οι προτάσεις νοηματοδότησης τους ανθρωπίνου βίου εκτίθενται, αναμετρώνται και λογοδοτούν. Αλλά πώς να δεις έγκαιρα τον κίνδυνο του γκέτο, όταν έχεις μείνει κολλημένος στην πιο αστική αντίληψη, ότι η θρησκεία αφορά τα ιδιωτικά ανήλιαγα (σαν τη σχέση καταναλωτή και σαμπουάν) κι όχι το δημόσιο χώρο; Τα γκέτο δεν είναι κακά απλώς επειδή έχουν κακές συνθήκες υγιεινής, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή υποθάλπουν σκοταδισμό και φονταμενταλισμό.
Απερίφραστος ή μασκαρεμένος σε κοινοβουλευτική λαϊκιστική δεξιά, ο εθνικοσοσιαλισμός μιλά κατά της πλουτοκρατίας, υπέρ του λαού, κατά της υποτέλειας. Πώς θα εξηγήσει πειστικά η Αριστερά σε τι διαφέρει ο δικός της αντιπλουτοκρατικός λόγος, η δική της επίκληση του λαού; Μένοντας σε αδούλευτη συνθηματολογία, οι δύο λόγοι θα φαίνονται όλο και πιο συγγενείς και θα σπρώχνονται όλο και περισσότεροι πολίτες στο νεοναζισμό, αφού αυτός φαντάζει αποτελεσματικότερος. Φρονώ ότι εδώ χρειάζεται ιδιαίτερα να ανακριθούν δυο ζητήματα: η βία και η αγάπη. Για τους ναζί είναι αδύνατη η αμφισβήτηση της βίας, ενώ είναι εφικτή για την Αριστερά. Για τους ναζί η αγάπη (η αγάπη η αληθινή, η πανανθρώπινη) είναι κουσούρι. Για την Αριστερά είναι μεδούλι – αν βέβαια δεν εγκλωβιστεί κανείς στο βιολογισμό που τη σνομπάρει ως «υπερεκτιμημένη χημική διαδικασία», όπως έλεγε ο Αλ Πατσίνο στον Δικηγόρο του Διαβόλου.
Η διοικούσα Εκκλησία είναι χρεώστης: οφείλει να σταματήσει να συντηρεί θρησκευτικότητες βάναυσα αντίθετες προς το ευαγγέλιο. Ναζισμός, φασισμός, μισαλλοδοξία αποτελούν τον αντίποδα του Χριστιανισμού και μόνο χύμα μπορεί να λεχθεί αυτό. Οι παπάδες και οι πιστοί που επιμένουν στις ενορίες να φτιάχνουν φαγητό για τους πάντες, Έλληνες και μετανάστες αδιάκριτα, επειδή δέχονται τον Χριστό μέσα στην ιστορία ως ξένο και άστεγο, αποτελούν την ορθόδοξη εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τους θρησκευάμενους που είτε κρυφομισούν τη δημοκρατία είτε διαπρέπουν στα συστημικά παιχνίδια. Αυτό οφείλει παράλληλα να εκφραστεί με λόγο, ως ομολογία και μαρτυρία. Το γενναίο κείμενο του παπα-Δημήτρη Θεοφίλου Σιωπηρή συνενοχή ή αντίδραση στον φασισμό;, ένα διαμάντι που βρίσκεται στο Διαδίκτυο από τις αρχές Ιουλίου και θέτει την ιεραρχία ενώπιον των ευθυνών της, εκφράζει την ψυχή μας. Παρόμοια, το κίνημα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» στις αρχές του Σεπτέμβρη υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο «Αίτημα πνευματικής καταδίκης του Εθνοφυλετισμού-Νεοναζισμού», ενώ ήδη λειτουργεί στο Facebook η «Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού».
Στη συγκυρία αυτή η Αριστερά βρίσκεται ξανά μπροστά σε ένα στοίχημα, και μάλιστα σε ένα στοίχημα που την φέρνει σε θέση αντίστοιχη προς αυτήν της Ιεράς Συνόδου, όσο κι αν αυτή η φράση θα κάνει πολλούς αριστερούς που θεωρούν καθήκον τον αντικληρικαλισμό, να βγουν από τα ρούχα τους! Τη στιγμή που οι «Χρυσαυγίτες» κάνουν το ανουσιούργημα να εμφανίζονται ως δυνάμεις κρούσης ενός μισαλλόδοξου ελληνικού «χριστιανισμού» (αποκρύπτοντας τον διακηρυγμένο παγανισμό τους, τώρα που διεμβολίζουν τους νοικοκυραίους), η μεν Σύνοδος θα είναι ένοχος αποστασίας αν δεν αποκηρύξει ρητά αυτή την «προστασία», η δε Αριστερά θα είναι ένοχη σκοταδισμού αν αναλίσκεται σε συνειρμούς που ταυτίζουν τον Χριστιανισμό με τους βιαστές του! Είναι οδυνηρό, μα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ένοχοι θα χορεύουν (καθένας με το δικό του μπρίο) στα τύμπανα που κρούει η Χρυσή Αυγή! Όλως αλλιώτικα, όμως, χτυπά η καρδιά του ευαγγελίου, παρόλο που η ηχορύπανση χρόνων πολλών έχει βαλθεί να το επικαλύψει.
Θα κατεβάσετε τον σκούφo πάνω στ’ αυτιά, φίλοι;
* O Θανάσης Παπαθανασίου είναι δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός,
αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη