Διαβάστε το Μέρος Α’
Η περίοδος 1960-1969 είναι εξαιρετικά ανθηρή για την ελληνική δισκογραφία. Αποσύρεται οριστικά ο δίσκος 78 στροφών και αντικαθίσταται από το δίσκο 45 στρ. που πρωτοεμφανίζεται το 1958, ενώ λανσάρεται και ο μεγάλος δίσκος 33 στρ. στις 10 ίντσες το 1960 και στις 12 ίντσες το 1961. Το εργοστάσιο εκτυπώνει, κατά μέσο όρο μηνιαία, 429.400 τεμάχια, από τα 106.860 στην προηγούμενη δεκαετία. Και είναι τέτοια η άνοδος της ελληνικής δισκογραφικής παραγωγής που το 1964 χτίζονται άλλα δύο υπερσύγχρονα στούντιο ηχοληψίας τελευταίας τεχνολογίας για να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση που δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από το στούντιο που είχε κατασκευαστεί το 1936, αλλά και να αναβαθμιστεί τεχνολογικά η διαδικασία των ηχογραφημάτων. (Στοιχεία από το βιβλίο του Δημήτρη Φεργάδη «Με αφορμή την Columbia», εκδ. ΚΨΜ, 2018)
Αφανής ηγεμών
Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος δεν είναι ο συνηθισμένος μάνατζερ μιας μεγάλης εταιρίας δίσκων, τυπικός γραφειοκράτης. Είχε στενές προσωπικές σχέσεις με τους καλλιτέχνες κι όποτε το έκρινε σκόπιμο επισκεπτόταν τα κέντρα διασκέδασης. Όπως μου τόνισε ο Μανώλης Μητσιάς, ήταν απόφαση του Τάκη Β. να παραμείνει το 1970 στην Πλάκα, με τον Λάκη Καρνέζη και τη Δήμητρα Γαλάνη την οποία πήρε από τα «Δειλινά» για να φτιαχτεί το σχήμα. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινε στη μπουάτ, ακόμα και στις πρόβες, με τη σύζυγό του και τον Νίκο Γκάτσο που είχε και την ιδέα να μετονομαστεί το «Θεμέλιο» σε «Αρχόντισσα»!
Σε κάποιες από τις νυχτερινές εξόδους έχει παρέα τον Τάκη Πανανίδη στον οποίο, όμως, πολύ σπάνια επιτρέπει να δημοσιεύει φωτογραφίες δικές του. Γενικά, αποφεύγει τη δημοσιότητα, γι’ αυτό είναι ελάχιστες και οι συνεντεύξεις που έχει δώσει σε ολόκληρη τη ζωή του, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην άγνοια των δημοσιογράφων. Εικόνα του είναι το έργο του. Ο Πανανίδης, ευεργετημένος από τον Λαμπρόπουλο που του έδωσε το προνόμιο να είναι παρών και να φωτογραφίζει όλα τα σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα της Κολούμπια, τον αποκαλεί «ο αφανής ηγεμών»! Άλλοι τον αγαπούν, άλλοι αισθάνονται δέος κι άλλοι προσπαθούν να επιβάλλουν το δικό τους, αλλά σχεδόν όλοι, συμπαθούντες και μη, τον εκτιμούν πολύ. Ανήκει σε μια από τις τελευταίες μεγάλες αστικές οικογένειες της Ελλάδας που ταύτιζαν το συμφέρον τους με το συμφέρον του τόπου, ένα είδος που έχει σχεδόν εκλείψει. Κοσμοπολίτες, αλλά όχι ψωροφαντασμένοι και ξενομανείς. Ο Τάκης Β. αγαπούσε τον λαϊκό πολιτισμό, λόγιο και δημοτικό, ανυπόκριτα. Το λαϊκό τραγούδι δεν έχαιρε καμίας εκτίμησης από την άρχουσα πολιτική ελίτ. Αντιθέτως θεωρείτο χυδαίο και άνευ καλλιτεχνικής αξίας. Και το είχαν στριμωγμένο μέσα στον πολύ στενό κορσέ της λογοκρισίας. «Η ελληνική εξουσία είναι πάντοτε εχθρός της ελευθερίας. Πάντοτε.» είχε πει ο αστός Τάκης Β. Λαμπρόπουλος στον Φώτη Απέργη σε μία παλιότερη συνέντευξη («Ελευθεροτυπία», 1991). Δυστυχώς, και στην Αριστερά υπήρχε μια μερίδα διανοουμένων που, για ένα χρονικό διάστημα, εξέφραζε αρνητικές απόψεις για το λαϊκό τραγούδι για λόγους αισθητικής και πολιτικής.
Ο Τάκης Β. δεν ήταν θιασώτης της πολιτικοποίησης των τεχνών, αλλά συνεργαζόταν ανεπιφύλακτα με τους κομμουνιστές καλλιτέχνες. Αυτός καθοδήγησε τον Θεοδωράκη για να εξελιχθούν τα πρώτα δισκογραφικά του βήματα σε άλματα κι αυτός εκδήλωνε απεριόριστο θαυμασμό για τον Ρίτσο και τους άλλους ποιητές της Αριστεράς. Εκτιμούσε πολύ τον Ξαρχάκο τον οποίο «ανακάλυψε» και ανέδειξε, εκτιμούσε όμως και τον Χιώτη ως βασικό του συνεργάτη, ενώ θαύμαζε τον Μανώλη Αγγελόπουλο τον οποίο ακόμα και στη δεκαετία του ’80 το δημοσιογραφικό κατεστημένο απέρριπτε ως «γύφτο». Ήταν το ίδιο φυσικός στις πρεμιέρες των θεάτρων και στις σάλες των μπουζουξίδικων. Τα ξεχώριζε, αλλά δεν τα έφερνε σε αντιπαράθεση. Ήταν μια ολόκληρη σχολή από μόνος του, ανεπανάληπτη.
Όπως και ο εξίσου σημαντικός Αλέκος Πατσιφάς ο οποίος ήταν από πιο πριν ευρύτερα δραστήριος στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Αυτοί οι δύο καθιέρωσαν τα εξώφυλλα δίσκων με έργα των σπουδαίων ζωγράφων, Τσαρούχη, Αργυράκη, Μποστ, Μιγάδη, Μόραλη, Μυταρά, Εγγονόπουλου, Ακριθάκη, Βασιλείου, Σταθόπουλου κ.ά.. Στην επόμενη εποχή, με άλλους εταιριάρχες, οι φάτσες των τραγουδιστών κυριάρχησαν στα εξώφυλλα περιορίζοντας τις ζωγραφιές στα τελάρα τους! Πατσιφάς και Λαμπρόπουλος αγκάλιασαν τους σπουδαίους ποιητές των οποίων την μελοποίηση στίχων υιοθέτησαν, ενθάρρυναν και διευκόλυναν. Όχι μόνο τους παγκοσμίως γνωστούς Σεφέρη, Ελύτη και Ρίτσο, αλλά και τους Βάρναλη, Αναγνωστάκη, Χριστοδούλου, Γκάτσο, Λειβαδίτη, Δασκαλόπουλο κ.ά. μαζί με την Παπαγιαννοπούλου, τον Βίρβο, τον Κολοκοτρώνη και τον Βασιλειάδη, τους οποίους αμφότεροι θεωρούσαν ως την αρχή του παντός στο τραγούδι.
Επιτυχία και τριβές
Ο Λαμπρόπουλος είναι ο πρώτος που υποβάλλει στους επιχειρηματίες κέντρων διασκέδασης τους καλλιτέχνες της εταιρίας του ξεκινώντας από τα μεγάλα «αφεντικά» της νύχτας, τον Κοσμά Καλογράνη και τον Θωμά Μιχαηλίδη. Για πολλά χρόνια, στα «Δειλινά», το πρόγραμμα τελεί υπό την υψηλή επιστασία του Τάκη Β.. Ο Μπιθικώτσης, ο Κόκοτας, ο Διονυσίου, η Μοσχολιού, η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, ο Γαβαλάς, η Γαλάνη, η Μαίρη Λίντα, ο Μητσιάς και όλοι οι καλλιτέχνες της Κολούμπια συμβουλεύονται τον Λαμπρόπουλο που τους διευθύνει σαν εκατόγχειρας μαέστρος. Είχε την ικανότητα να κρατάει στην πρώτη γραμμή πάρα πολλούς τραγουδιστές ταυτόχρονα. Με τα κατάλληλα τραγούδια, τη σωστή προώθηση των δίσκων στα πάνω από 2.000 καταστήματα δίσκων και τα αμέτρητα τζουκ-μποξ σε όλη την Ελλάδα και την ανάλογη διαφήμιση που τους εξασφαλίζει η εταιρία μέσα από τον Τύπο, το ραδιόφωνο και το άφθονο διαφημιστικό υλικό, επωφελούνται και οι επιχειρηματίες της διασκέδασης, οπότε κανέναν δεν συμφέρει να μην συνεργάζεται με τον Λαμπρόπουλο.
Και είναι αυτός που χρηματοδοτεί και οργανώνει τις συναυλίες με τους καλλιτέχνες του στο «Κεντρικόν», στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις. Επίσης, ο Τάκης Β. έβγαλε σε δίσκους τις μουσικές από θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες («Όμορφη Πόλη», «Οδός Ονείρων», «Κόκκινα φανάρια», «Ματωμένος Γάμος» κ.ά.), έβαλε στο στούντιο ηθοποιούς σαν τον Χορν, τη Μελίνα, τη Βουγιουκλάκη κ.ά., αλλά και τον Ευγένιο Σπαθάρη με τις φωνές του και τον Αρμάο με τη λατέρνα του. Από ελαφρό τραγούδι μέχρι ποντιακά είχε στον κατάλογό της η Κολούμπια.
Όχι πώς λείπουν οι συγκρούσεις και οι πικρίες. Μερικοί καλλιτέχνες αποχωρούν από την Κολούμπια από παρεξήγηση ή επειδή πιστεύουν ότι μπορούν να φτιάξουν δικές τους εταιρίες βιώσιμες, όπως ο Πάνος Γαβαλάς και η Πόλυ Πάνου, αλλά η διάρκειά τους είναι βραχύβια. Άλλοι κοντράρουν σε καθιερωμένες πρακτικές που θίγουν τα οικονομικά τους όπως ο Καζαντζίδης που ζητάει ποσοστά αντί για την αμοιβή με το κομμάτι που ίσχυε τότε. Ο Γιώργος Μητσάκης αντιδράει έντονα όταν ο Χατζιδάκις στο δίσκο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» περιλαμβάνει το τραγούδι του «Φτωχό κομπολογάκι μου» διασκευασμένο και χωρίς να αναφέρεται το όνομά του. Επειδή ο δίσκος είναι ο πρώτος που εκδίδεται με την ετικέτα Columbia και ο Μητσάκης δεν υποχωρεί, οΤάκης Β. αποσύρει το δίσκο και τον ξανακυκλοφορεί έχοντας αντικαταστήσει το συγκεκριμένο τραγούδι. Η συνεργασία του Μητσάκη με την Κολούμπια διακόπτεται άδοξα.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι είναι παράδοξη η συμπεριφορά του Χατζιδάκι, που ήταν πάντοτε πολύ ευαίσθητος στο θέμα των δικαιωμάτων των δημιουργών, επαναλαμβάνοντας ένα σφάλμα που έχει διαπραχτεί ξανά δέκα χρόνια πριν στο δίσκο «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» στον οποίο οι συνθέτες του πρωτογενούς υλικού, Τσιτσάνης, Καλδάρας και Μητσάκης, αναφέρονται μόνο στο σημείωμα που υπάρχει στο οπισθόφυλλο και όχι δίπλα στους τίτλους των κομματιών και στην ετικέτα του βινιλίου. Στις «Πασχαλιές…», ούτε στην ετικέτα ούτε στο πολύ ενδιαφέρον ιδιόγραφο σημείωμα του Χατζιδάκι στο οπισθόφυλλο αναφέρονται οι δημιουργοί των πρωτότυπων κομματιών. Οι άλλοι, δηλαδή οι Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, φαίνεται ότι δεν κοντράρουν, αλλά για τον Μητσάκη η αγνόησή του και η μείωση της προσωπικότητάς του για δεύτερη φορά από τον ίδιο συνάδελφο δεν είναι ανεκτή. Από την Κολούμπια φεύγει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ο Άκης Πάνου καθώς οι σχέσεις του με τον Τάκη Β. έχουν κρυώσει, παρ’ όλη την εκτίμηση που τρέφει ο ένας για τον άλλο.
Στέλιος και Μίκης
Αλλά ο Λαμπρόπουλος έχει πάντα εφεδρείες. Είτε τον Μπιθικώτση για να καλύψει την απουσία του Καζαντζίδη είτε τον Μαρκόπουλο με βασικό ερμηνευτή τον Ξυλούρη για να καλύψει την απαγόρευση του Θεοδωράκη από τη χούντα. Σ’ αυτό το εγχείρημα πρωταγωνιστικό ρόλο στην υλοποίησή του παίζει ο Γιώργος Μακράκης, με την υπογραφή του στους δίσκους «Ιθαγένεια», «Ο Στράτης Θαλασσινός…», «Θητεία», «Μετανάστες», «Θεσσαλικός Κύκλος» κ.λπ.. Ο Μακράκης είναι ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Τάκη Β., διάδοχος του Νίκανδρου Μηλιόπουλου, και από τους σημαντικότερους παραγωγούς στην ελληνική δισκογραφία, όντας από το 1960 και επί μία περίπου εικοσαετία υπεύθυνος για δεκάδες εξαιρετικούς δίσκους με όλα τα μεγάλα ονόματα της Κολούμπια.
Ο Λαμπρόπουλος έχει δημιουργήσει μια μεγάλη στέρεα εστία του ελληνικού τραγουδιού, υποστηριζόμενη από τα πιο σύγχρονα μέσα ηχοληψίας, παραγωγής και προώθησης των δίσκων, και δεν είναι διατεθειμένος να επιτρέψει προσωπικές πολιτικές μέσα στην Κολούμπια. Όπως δήλωσε κατηγορηματικά στον Φώτη Απέργη, το 2018, η ανάμιξη συνεργατών του υπέρ του ενός ή του άλλου καλλιτέχνη σε διενέξεις μεταξύ τους, ήταν λόγος απόλυσης. Είναι χαρακτηριστική η χιουμοριστική παρέμβαση του Ζαμπέτα, όπως την αφηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας Πανανίδης, όταν ο Γαβαλάς ωρύεται στο στούντιο επειδή δεν έχει ενημερωθεί για την πρόθεση του νεοεμφανιζόμενου Ξαρχάκου να χρησιμοποιήσει σε μια ηχογράφηση την αποκλειστική του παρτενέρ Ρία Κούρτη. «Παναγιωτάκη… δεν κάνεις το παπί μην τα μάθει αυτά ο Τακ Λαμπρόνε και μας στείλει στο Μπάφι (σημ. στο κτήμα του Γαβαλά) να ποτίζουμε τα κρεμμυδάκια;!» Κι αφού ηρέμησε ο Γαβαλάς, μάλλον σε καλό του βγήκε γιατί μετά από λίγο καιρό ο Ξαρχάκος του έδωσε να τραγουδήσει το περίφημο «Όνειρο δεμένο στο μουράγιο» σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα και σολίστ τον Ζαμπέτα, που έγινε τεράστια επιτυχία.
Απ’ την άλλη, ο Τάκης Β. «έγινε κουμπάρος και πάντρεψε την Πόλυ Πάνου με τον Πελαγίδη, τη Μοσχολιού με τον Δομάζο, τον Αγγελόπουλο με την Αννούλα, τον Καρνέζη με την Έλλη, τον Ξαρχάκο με την Μπακοπούλου κ.ά.» όπως επισημαίνει ο Πανανίδης που ήταν ο φωτογράφος και των γάμων και βαφτίσεων που έκαναν οι καλλιτέχνες της Κολούμπια.
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων στη δισκογραφία, μια αίσθηση «οικογένειας» που είχε από συγγενέματα μέχρι σφοδρές συγκρούσεις.
Σύγκρουση γιγάντων ήταν η ρήξη με τον Καζαντζίδη. Σύμφωνα με όσα είπε ο Λαμπρόπουλος στον Απέργη, την εποχή που χωρίζουν τις πορείες τους, η εταιρία δέχεται ένα πολύ σοβαρό πλήγμα γιατί οι πωλήσεις των δίσκων του Καζαντζίδη αποτελούν το 25-30% των συνολικών πωλήσεων της εταιρίας! Το ποσοστό είναι μοναδικό στην ιστορία της δισκογραφίας, σχεδόν εξωπραγματικό, και αντιστοιχεί σε εκατομμύρια δίσκους.
Όταν η εταιρία δέχεται το δεύτερο μεγάλο πλήγμα με την απαγόρευση της μουσικής του Θεοδωράκη από τη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, το ποσοστό που καλύπτουν οι πωλήσεις των δίσκων με συνθέσεις του Μίκη, τις οποίες ερμηνεύουν πολλοί εκτελεστές, ανέρχεται περίπου στο 18%. Κι ενώ το πρώτο πλήγμα οφείλεται σε «ασυμφωνία χαρακτήρων» που είχε οικονομική διάσταση, το δεύτερο, που αφορά μια αγαστή πολυετή συνεργασία με πολλές ανανεώσεις συμβολαίων αποκλειστικής συνεργασίας, οφείλεται στον αυταρχισμό της χούντας.
Είναι πραγματικά πολύ αξιοσημείωτο ότι στα φόρτε τους, ο μεν Καζαντζίδης ως μονάδα τραγουδιστής φέρνει στην εταιρία πάνω από το ένα τέταρτο των εσόδων της, το δε ρεπερτόριο του Μίκη με πολλούς ερμηνευτές καλύπτει το επίσης πελώριο σχεδόν ένα πέμπτο των πωλήσεων. Κι αυτά τα δύο ξεχωριστά παραδείγματα επιβεβαιώνουν την παράλληλη θριαμβευτική πορεία των δύο βασικών ρευμάτων του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού στη δεκαετία 1960-1970, την εποχή της παντοδυναμίας του Λαμπρόπουλου.
Λαμπρόπουλος – Πατσιφάς
Στα χρόνια του «κυρίου Τάκη» όπως τον προσφωνεί ο Μπιθικώτσης, αλλά και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, η Κολούμπια είναι η σημαντικότερη δισκογραφική εταιρία στην Ανατολική Μεσόγειο, με πρόεδρο σε ολόκληρο το συγκρότημα, στη δισκογραφική και το εργοστάσιο, τον θείο του Τάκη Β., Θεμιστοκλή Λαμπρόπουλο. Κάνει εξαγωγές ελληνικών δίσκων σε όλο τον κόσμο, αλλά τυπώνει και εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους αραβικής μουσικής που κυκλοφορούν στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Το εργοστάσιο είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και απασχολεί εκατοντάδες εργαζόμενους στην πλήρως καθετοποιημένη παραγωγική του αλυσίδα. Το συγκρότημα διαθέτει γραφιστικό τμήμα, εκδοτικό, τυπογραφικό, βιβλιοδετικό για τα έντυπα και τα εξώφυλλα των δίσκων και, βέβαια, τρία στούντιο ηχογραφήσεων με τον εξοπλισμό, το τεχνικό προσωπικό και τις προδιαγραφές των καλύτερων βρετανικών. Ηχογραφεί και εκτυπώνει τους δίσκους όλων των ελληνικών εταιριών. Επίσης, στο ισόγειο του καινοτόμου πολυκαταστήματος «Αφοι Λαμπρόπουλοι» στο τετράγωνο Σταδίου, Αιόλου και Λυκούργου, λειτουργεί κατάστημα δίσκων με το εντόπιο ρεπερτόριο της εταιρίας, που αποτελείται από ελληνικούς και ξένους δίσκους, και πολλούς δίσκους εισαγωγής που είναι σπάνιοι και δυσπρόσιτοι εκείνη την εποχή. Η «Αφοι Λαμπρόπουλοι» εκπροσωπεί και άλλες ξένες εταιρίες, όπως τα πικάπ και στερεοφωνικά Dual, την οδοντόπαστα Kolynos κ.λπ. .
Επί Λαμπρόπουλου, η ελληνική Κολούμπια είναι μία από τις πιο ανθηρές και υγιείς εταιρίες της Ελλάδας. Το όνομά της είναι συνώνυμο με τη μουσική.
Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος είναι μαζί με τον Αλέξανδρο Πατσιφά οι δύο παραγωγοί-γεννήτορες του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού. Αυτοί που το αξιολόγησαν έγκαιρα και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και διάδοσή του με τόλμη και φαντασία. Σε διαφοροποίηση, όμως, από τον Πατσιφά που ήταν ιδεολογικά πιο επικεντρωμένος στο έντεχνο, ο Τάκης Β. ήταν πιο ανοιχτός σε όλα τα είδη και σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη. Ήταν ο οικοδεσπότης ενός πιο καθολικού ρεπερτορίου, από τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μανώλη Αγγελόπουλο μέχρι τον Θεοδωράκη με το «Άξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη» και τον Χατζιδάκι με «Το παραμύθι χωρίς όνομα» και την «Τζοκόντα».
Όταν βγάλαμε το βιβλίο-φωτοάλμπουμ «Τα θρυλικά του ’60-’65» (εκδ. ντέφι, 2004) με το καταπληκτικό φωτογραφικό υλικό των καλλιτεχνών της Κολούμπια, επισκεφτήκαμε με τον Πανανίδη τον Τάκη Β. στο σπίτι του στην Κηφισιά για να του δώσουμε ιδιοχείρως εφ’ όσον το είχαμε, φωτο-συγγραφέας και εκδότης, αφιερώσει σ’ αυτόν ως ελάχιστο φόρο τιμής για την μεγάλη συνεισφορά του στον ελληνικό πολιτισμό και στο δικό μας ευ ζην. Ξαναμιλήσαμε στα διαστήματα που ήταν στην Αθήνα, γιατί μοίραζε το χρόνο του κυρίως ανάμεσα στο Λονδίνο και την Κέρκυρα. Απλός, φιλικός, ενδιαφέρων και πάντα εξαιρετικά γοητευτικός. Του έκανα ερωτήσεις για όσα θέματα χρειαζόμουν αποσαφήνιση, διόρθωση ή επιβεβαίωση. Δεν είχε τίποτα να κρύψει, ούτε μου έδωσε έστω προς στιγμήν την εντύπωση ότι ήθελε κάτι να επιδείξει. Ήταν άνθρωπος χορτασμένος απ’ αυτά που είχε κάνει και δεν χρειαζόταν καθόλου να προβάλλει τον εαυτό του. Χαίρομαι που με το μεγάλο αυτό βιβλίο των 500 φωτογραφιών, του έδειξα εμπράκτως την εκτίμησή μου. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δεν τον ενόχλησα και λυπάμαι γι’ αυτό. Όλοι μας, όσοι τον γνωρίσαμε, όσοι έβαλαν στο πικάπ δίσκους με την ετικέτα της Κολούμπια και όσοι μέχρι σήμερα ακούμε τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στην περίοδο 1958-1973 και κυκλοφόρησαν από την ΕΜΙΑΛ-Κολούμπια, του είμαστε ευγνώμονες.
Στην ιστορία
Στην εφηβεία μου παρακολουθούσα με θρησκευτική προσήλωση τις εκπομπές «Η Κολούμπια παρουσιάζει» στις οποίες άκουγα τον Cliff Richard και τους Shadows, τον Nat King Cole και τους Animals, Yardbirds, Procol Harum, Dave Clark Five και όλα τα συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960 που μας είχαν συνεπάρει, ενώ στις εκπομπές με τα ελληνικά της Κολούμπια, επιτυχίες όπως «Όσο αξίζεις εσύ», «Πετραδάκι-πετραδάκι», «Φέρτε μια κούπα με κρασί», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μιας πεντάρας νιάτα», «Τα τραίνα που φύγαν», «Στο σταθμό του Μονάχου» κ.ά. τα τραγουδούσε όλη η Ελλάδα και οι μετανάστες που ξενιτεύονταν τα έπαιρναν μαζί τους σε δισκάκια, μέσα στη βαλίτσα με τις εικόνες, όπως το εξιστορεί ο Ζαμπέτας στο βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Βίος και Πολιτεία Γιώργου Ζαμπέτα» (εκδ. «ντέφι», 1997).
Όταν, το 1972, φοιτητής ακόμα στη Νομική, μου έγινε πρόταση από τον αντικαταστάτη του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου Peter Jamieson με τον οποίο είχα φιλικές σχέσεις, να αναλάβω το τμήμα ξένου ρεπερτορίου στην Κολούμπια, αρνήθηκα, παρ’ όλο που είχα αφιλοκερδώς γράψει μερικά σημειώματα που τυπώθηκαν στα εξώφυλλα κάποιων καλών δίσκων, όπως του Κατ Στίβενς, επειδή πλέον οι Άγγλοι είχαν αποκτήσει από το 1969 το 50% της ελληνικής δισκογραφικής ΕΜΙΑΛ (ΕΜΙ – Αφοι Λαμπρόπουλοι) με προοπτική, όπως φάνηκε το 1977, να αποκτήσουν το σύνολο των μετοχών της εταιρίας. Και προτίμησα, για πολιτικούς λόγους, τη Λύρα του Πατσιφά που ήταν 100% ελληνική!
Ο Λαμπρόπουλος, όπως με διαβεβαίωσε ο Γιώργος Μακράκης, παρέμεινε στην Κολούμπια για κάποιο διάστημα μετά την αποχώρηση από το πόστο του, αφενός για να διευκολύνει την ομαλή μετάβαση της εταιρίας στη νέα κατάσταση, αφετέρου γιατί ήθελε να είναι σίγουρος για την αίσια έκβαση των παραγωγών που είχε δρομολογήσει. Ο Jamieson δεν γνώριζε το ελληνικό ρεπερτόριο, δεν μιλούσε ελληνικά, του φαινόταν παράδοξο που μετά το γραφείο έπρεπε να ξοδεύει επιπλέον χρόνο για να συναντιέται με τους καλλιτέχνες της εταιρίας επειδή αυτοί ξυπνούσαν το απόγευμα και αδιανόητο ότι τα προγράμματα στα νυχτερινά κέντρα ξεκινούσαν μετά τα μεσάνυχτα και κρατούσαν μέχρι το πρωί που αυτός έπρεπε να είναι στην εταιρία! Προσιτός και συμπαθής στην παρέα, με σύμβουλο τον Τάσο Φαληρέα και φουλ ερωτευμένος με την Αγάπη, την πανέμορφη και ευγενέστατη γραμματέα του, προσπαθούσε να εγκλιματιστεί γρήγορα. Έβλεπε, όμως, με «αγγλικό» μάτι τον Τάκη Β. που είχε τεράστιο κύρος. Και εξέφραζε την ενόχλησή του που το βάρος είχε όλα τα χρόνια δοθεί στο ελληνικό ρεπερτόριο, σε ποσοστό 90%, και όχι στο ξένο της ΕΜΙ Αγγλίας, όπως έγραψε ο ίδιος σε ένα κείμενο που είχε την καλοσύνη να θέσει υπόψη μου ο σπουδαίος ηχολήπτης της Κολούμπια Στέλιος Γιαννακόπουλος, ερευνητής της δισκογραφίας και συγγραφέας ενός υπό έκδοση βιβλίου.
Επί Λαμπρόπουλου, οι Άγγλοι έλεγχαν το εργοστάσιο, αλλά δεν είχαν καμία ανάμειξη στο ρεπερτόριο. Όταν απέκτησαν μερίδιο στη δισκογραφική, πολύ γρήγορα άλλαξαν τους κωδικούς των δίσκων εντάσσοντας το ελληνικό ρεπερτόριο, όπως όλα τα άλλα της πολυεθνικής τους ιδιοκτησίας, ως εθνική υποκατηγορία στον παγκόσμιο κατάλογό τους. Η Κολούμπια του Τάκη Β. έχανε ανεπιστρεπτί τον ελληνικό της χαρακτήρα.
Τραγικό φινάλε
Ο Λαμπρόπουλος και ο Πατσιφάς ήταν μέλη μιας ξεχωριστής μερίδας της αστικής ελίτ που έλαμψε μεταπολεμικά με άποψη και όραμα για τον τόπο, αλλά θάφτηκε κάτω από τα ερείπια της αποβιομηχάνισης και παρασύρθηκε από τα λύματα των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού που δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο, τίποτα όμορφο και ευγενές στο πέρασμά τους, παρά μόνο φτώχεια, καταστολή, κατάθλιψη, ξενιτιά και πολιτισμική στειρότητα.
Η κατεδάφιση της Κολούμπια στον Περισσό, ιδίως των τριών στούντιο μέσα στα οποία εργάστηκαν, ίδρωσαν, εκφράστηκαν και ηχογραφήθηκαν ανεξαιρέτως όλοι, ρεμπέτες, λαϊκοί, έντεχνοι, ελαφροί, δημοτικοί, συμφωνικοί και ροκάδες, από τον Βαμβακάρη και τον Καλδάρα μέχρι τον Χατζιδάκι και τον Κηλαηδόνη, έχει καταγραφεί ως μία από τις πιο απεχθείς καταστροφικές πράξεις σε βάρος της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Έγκλημα την χαρακτήρισε χωρίς δισταγμό ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος συνομιλώντας με τον Φώτη Απέργη πριν από τρία χρόνια, για το κρατικό ραδιόφωνο. Ένα έγκλημα που δεν έγινε από τους Άγγλους και δυσκολευόμαστε να το κατανοήσουμε επειδή διαπράχτηκε από την οικογένεια Μάτσα η οποία επίσης έχει μεγάλη συμβολή στην ελληνική δισκογραφία. Μια μελανιά που δεν θα σβήσει τη φωτεινή παρουσία του «Κυρίου Τάκη» από το χάρτη του νέου Ελληνισμού, αλλά δυστυχώς δεν θα επιτρέψει στις μελλοντικές γενιές να έχουν ένα ζωντανό και χειροπιαστό, καλλιτεχνοκεντρικό, ηχογραφικό, τεχνολογικό και αρχιτεκτονικό μνημείο του έπους της ελληνικής δισκογραφίας, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας της μουσικής.