Του Μάρκου Δεληγιάννη
Άλλη μια επέτειο, της Ιστορίας το ημερολόγιο, μας θύμισε. Νύχτα ήτανε και τότε, όταν το τείχος που χώριζε στα δυο το Βερολίνο, έγινε διάφανο. Οι σιδερένιες αμπάρες εγκατέλειψαν το πόστο τους. Οι πόρτες, απαλλαγμένες απ’ την επίβλεψη της παγωμένης ματιάς του φρουρού, άνοιξαν διάπλατες. Στα παράθυρα τα κοιμισμένα λουλούδια, αίφνης, εκείνη τη νύχτα της ανατροπής, άνοιξαν τα έκπληκτα μάτια τους. Οι λάμπες τώρα, ατένιζαν άφοβα του σκοταδιού τους αδιαπέραστους χιτώνες. Κι όσοι, βήματα κάποιου απρόσκλητου επισκέπτη περίμεναν ν’ ακούσουν, στους δρόμους ξεχύθηκαν, τους σταθμούς κατέκλυσαν, το απροσδόκητο να προϋπαντήσουν. Το τρένο κατέφτασε, διατρυπώντας τη σιωπή τόσων χρόνων. Οι επιβάτες που κατέβηκαν ήταν η ποθούμενη έκπληξη. Τότε, του κόσμου όλου οι ευαίσθητες ψυχές, δακρύβρεχτες αγκάλιασαν τους οδοιπόρους της αντίπερα όχθης. Κι αυτοί συγκινημένοι διάβηκαν την πύλη που οδηγούσε στις παραδείσιες γειτονιές της λεύτερης δύσης.
Πέρασαν, κιόλας, εικοσιπέντε χρόνια από τότε. Είδαμε καινούργιους αυτοκράτορες ν’ ανακηρύσσονται. Φορούσαν, όμως, τα παλιά γνωστά φορέματα, εκείνες τις απαστράπτουσες πορφύρες, φτιαγμένες από δέρμα ανθρώπων και μιλούσαν την ίδια γνωστή γλώσσα, τη γλώσσα που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται. Είδαμε τότε, πολλούς από μας να τρέχουνε στα τοπικά νεκροταφεία, ασθμαίνοντες, μνημόσυνα να τελούν στα πιστεύω τους. Κι οι πολύχρωμοι πραίτορες, ύπατοι, εκατόνταρχοι, σαν άλλοτε, βαρύγδουπα διαγγέλματα να εξαγγέλλουν προς τους υπηκόους τους, που τώρα, αυτοί παράλυτοι από τεμπελιά, απάθεια, ή απελπισία, αδυνατούνε ν’ αντιδράσουν. Οι ύμνοι για τα επιτεύγματα της καινούργιας ελευθερίας αδυνατούν να καλύψουν τον ήχον των κτιστών, καθώς αυτοί υψώνουν καινούργια τείχη, πελώρια, ανάμεσα στους λαούς. Οι αρχιτέκτονες αυτών των πανύψηλων ντουβαριών δεν είναι άγνωστοι, δεν ήλθαν από τα βάθη του ανεξιχνίαστου ουρανού. Όχι. Είναι όλοι αυτοί, οι λεπτεπίλεπτοι οργανισμοί, που δεν άντεχαν το Βερολίνο κομματιασμένο να θωρούν. Όμως, για το τείχος που φράζει το δρόμο σ’ έναν ολόκληρο λαό, το λαό της Παλαιστίνης, κουβέντα καμιά. Κανένας εστέτ δεν σπατάλησε λίγο μελάνη, λίγες λέξεις για τη βαρβαρότητα που υφίστανται οι άνθρωποι, που έτυχε να γεννηθούν στα πολύπαθα χώματα της Παλαιστίνης. Οι άλλοτε λαλίστατοι θεματοφύλακες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρκούνται τώρα, να σηκώνουν αδιάφορα τους ώμους και να μουρμουρίζουν: Μα και το Ισραήλ έχει δικαίωμα την ασφάλεια των υπηκόων του να υπερασπίζεται απ’ των τρομοκρατών τις παράνομες ενέργειες.
Και το κακό σταματημό δεν έχει. Ανενόχλητο βαδίζει κι οι λαοί, στα υπόγεια χωμένοι, εθίζονται στης μικρής ανάσας τον ανασασμό. Και της υποκρισίας η αποθέωση συνεχίζεται. Των πεινασμένων οι στρατιές απ’ το Μεξικό εξορμούν στου λεύτερου κόσμου τις αυλές. Εκεί, στην απέραντη χώρα των ίσων ευκαιριών, στις ΗΠΑ. Μα εκεί, ένα τείχος αδιαπέραστο περιμένει τους κολασμένους της γης για να τους σταματήσει. Το άγγιγμα στο κρύο τσιμέντο του τείχους, θάνατο σημαίνει. Φτωχέ ιθαγενή, σου κλέψανε τον αγέρα, σου άρπαξαν τη ζωή. Τώρα, όσο κι αν σκάψεις νερό δεν θα βρεις. Στερέψανε τα φαράγγια. Η ζωή αδειάζει το μέσα της σε ποτάμια ξεραμένα. Τρεμοσβήνουν οι φωνές, φλόγα κεριού που ξέμεινε απροστάτευτη σε ανεμοβρόχι. Κι όμως, κανείς δεν έστερξε δυο λόγια να πει στης αξιοπρέπειας την ταφή. Αλλά ποιος να μιλήσει; Αυτοί, που ρεσάλτο πειρατικό σε χώρες πολύπαθες, σε λαούς βασανισμένους, κάνουνε με μόνο σκεπτικό, πως αυτοί και μόνο αυτοί, που σύνεργα θανάτου φτιάχνουνε, κέρδη θ’ αποκομίζουν; Στη Συρία, στο Ιράκ, λαοί ξεριζώνονται απ’ τις μήτρες που τους γέννησαν και στη θάλασσα πετιόνται. Κι όταν, ναυαγοί αυτοί, μια χούφτα χώμα ζητήσουν, τα βρεγμένα μέλη τους ν‘ ακουμπήσουν, τότε συναντούν τα τείχη τ’ απόρθητα της πολιτισμένης Ευρώπης. Τι ειρωνεία στ’ αλήθεια! Αυτοί που αιώνες γδέρνουν το κορμί της Ασίας και της Αφρικής, αρνούνται μιας σπιθαμής γης στα θύματά τους να δώσουν. Μα δρόμο άλλο δεν έχουν οι διωγμένοι να διαβούν, μέχρι και πάλι από άπλετο φως οι ορίζοντες να πλημμυρίσουν. Κανείς τώρα δεν φωνάζει για των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τη βάναυση καταρράκωση. Της υποκρισίας η αποθέωση θριαμβεύει.
Φίλε μου αφελή, τα τείχη και εσένα αφορούν. Άκουσέ με. Καθώς την πόλη διασχίζω, στα ρείθρα των σπασμένων πεζοδρομίων, βλέπω να πληθαίνουν τα πεταμένα ανθρώπινα πακέτα με της πείνας την ετικέτα στο μέτωπο. Οι εντολοδόχοι των διεθνών χρηματοπιστωτικών οίκων, καινούργια δεσμά απεργάζονται. Οι συντάξεις θα μειωθούν δραστικά, τ’ ασφαλιστικά ταμεία κατεδαφίζονται, κόσμος πετιέται στου δρόμου την αδιαφορία. Τα τείχη υψώνονται απειλητικά. Καιρός η φωνή μας λεύτερη ν’ ακουστεί την αλήθεια να διαλαλεί, την ερημιά της καρδιάς μας να δονήσει.