Προ λίγων ημερών δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την άσκηση της γονεϊκής μέριμνας, νομοσχέδιο που είναι περισσότερο γνωστό ως «συνεπιμέλεια» καθώς εισάγει για πρώτη φορά την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών των χωρισμένων γονιών καθιερώνοντας υποχρέωση διαμονής των ανηλίκων κατά τα 2/3 του χρόνου στον έναν και κατά το 1/3 του χρόνου στον άλλο γονέα τους.

Το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων ένθεν κακείθεν. Ωστόσο μια από τις ρυθμίσεις που εμπεριέχει μοιάζει να έχει ξεχωριστή σημασία. Το Άρθρο 13 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, το οποίο αντικαθιστά το Άρθρο 1520 του Αστικού Κώδικα, προβλέπει ότι «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας» (δηλαδή τον διαμοιρασμό του χρόνου διαβίωσης του παιδιού 2/3-1/3) «είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Τι σημαίνει αυτό σε απλά ελληνικά; Ότι ακόμα κι αν ο ένας γονέας έχει κατηγορηθεί για εγκλήματα κατά του παιδιού του θα πρέπει πρώτα η καταδικαστική απόφαση να γίνει «αμετάκλητη» μέχρι να αναιρεθεί ο κανόνας του «2/3-1/3». «Αμετάκλητη» δικαστική απόφαση θεωρείται όταν έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα – στην πράξη «αμετάκλητη» είναι μόνο η απόφαση του Αρείου Πάγου.

Μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού, σωματικής ή σεξουαλικής για παράδειγμα, για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό, να πάει στο Εφετείο και να τελεσιδικήσει στον Άρειο Πάγο, συχνά χρειάζεται να ξεπεράσει τη δεκαετία. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα παιδί που κακοποιείται από τον ένα γονιό του και βρίσκει το θάρρος να το καταγγείλει θα πρέπει υποχρεωτικά να περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή γονιό του μέχρι να ενηλικιωθεί. Και όχι απλώς να είναι σε επικοινωνία με τον κακοποιητή γονιό του: να βρίσκεται στο 1/3 του χρόνου στον πλήρη έλεγχο του γονέα που το κακοποίησε σωματικά ή και σεξουαλικά στερούμενο κάθε προστασίας. Αυτό είναι σαν να τιμωρεί η πολιτεία όσα παιδιά βρίσκουν το θάρρος να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν. Είναι σαν να τα παραδίδει στους κακοποιητές για να τα κακοποιήσουν ξανά και ξανά, να τα εκδικηθούν που μίλησαν, να τα εκβιάσουν, να τα κάνουν με κάθε τρόπο να ανακαλέσουν τη μαρτυρία τους προκειμένου οι δράστες να αθωωθούν. Είναι σαν η πολιτεία να προτρέπει τα παιδιά να υπομένουν την καθημερινή θυματοποίησή τους σιωπηλά, αφού αν τυχόν μιλήσουν θα ξέρουν τι θα τα περιμένει. […]

Η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να είναι συνεργός και ενορχηστρωτής ενός τέτοιου εγκλήματος ή μάλλον μιας σωρείας τέτοιων εγκλημάτων που θα διαπραχθούν αν η υπό διαβούλευση ρύθμιση τελικά ψηφιστεί ως έχει. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αποδεχθεί να παραδίδονται «με το νόμο» τα παιδιά θύματα στους δράστες, δεν θα επιτρέψει ένα τόσο ειδεχθές κατά συρροή έγκλημα. Αντιλαμβανόμαστε ότι το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου που πέρασε από διάφορα στάδια επεξεργασίας αποτέλεσε πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων και η τελική εκδοχή αντικατοπτρίζει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα σε αντιτιθέμενες αντιλήψεις και ομάδες καταλήγοντας σε διατυπώσεις όπως οι συγκεκριμένες που περιλαμβάνονται στα Άρθρα 13 και 14. Στο πεδίο όμως της προστασίας των παιδιών από τη βία και την κακοποίηση δεν μπορεί να πρυτανεύουν αντιλήψεις συμβιβασμών και εκπτώσεων.

 

Απόσπασμα από άρθρο του Γιώργου Νικολαΐδη, Ψυχίατρου και Διευθυντή Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Πηγή: propago.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!