Την ανεξέλεγκτη βία, προερχόμενη από ρατσιστικά-φασιστικά-παρακρατικά τάγματα εφόδου που δρουν ανενόχλητα στις πλατείες της Αθήνας, κυνηγώντας, στην κυριολεξία, μετανάστες και σε πολλές περιπτώσεις Έλληνες, καταγγέλλουν μέσω μιας ανατριχιαστικής διήγησης τρεις Έλληνες σκηνοθέτες.
Οι Κώστας Γιάνναρης, Χρήστος Βούπουρας και Γιώργος Κόρρας, αποτυπώνουν με τον πλέον ωμό τρόπο, τα όσα είδαν και έζησαν την 28η Οκτωβρίου στην Πλατεία Αττικής, μάρτυρες ενός περιστατικού που -δυστυχώς- έχει γίνει καθημερινότητα.
Υπό την ανοχή του Δήμου Αθηναίων και του ίδιου του δημάρχου Νικήτα Κακλαμάνη, των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. και της ηγεσίας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, οι ομάδες των νεοναζί δρουν με περισσή άνεση μπροστά στα μάτια περαστικών και κατοίκων της περιοχής, αποδεικνύοντας πως το σχέδιο «καθαρίστε την Αθήνα από τους μετανάστες» είναι οργανωμένο και συνολικό.
Παράλληλα, αποκαλύπτεται αυτό που όλοι γνωρίζουν αλλά λίγοι ομολογούν: ότι αυτές οι ομάδες είναι μετακινούμενες από πλατεία σε πλατεία, οργανωμένες από την ακροδεξιά με τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής, ενώ χαρακτηριστικό της ομοιότητας με την πρόσφατη επίθεση εναντίον του Αλέκου Αλαβάνου και της Ελένης Πορτάλιου είναι η οργανωτική παρουσία (και εδώ) γυναικών.
Η εμπειρία των τριών σκηνοθετών
«Είναι Πέμπτη, 28 Οκτωβρίου, λίγο μετά τις 9 το βράδυ στην Πλατεία Αττικής. Στο κέντρο της πλατείας 7-8 νεαροί 12 ως 20 ετών, κρατούν ξύλα. 2-3 “αγανακτισμένες γυναίκες” με σφυρίχτρες που συμπληρώνουν τη βάρδια “εθνοφυλακής” της Πλατείας Αττικής, φωνάζουν: “νάτοι, περνάνε”! Δείχνουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου περπατούν 2 Αφγανοί.
Ο ένας τρέχει, μάλλον ξέρει για τα τάγματα εφόδου της γειτονιάς, ο άλλος κοντοστέκεται. Προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται και να μιλήσει ευγενικά στους νεαρούς Έλληνες, που γρήγορα ορμάνε πάνω του κρατώντας ξύλα, με ευλυγισία όμως αυτός τους ξεφεύγει, φτάνει στον φίλο του που τον περιμένει ουρλιάζοντας στην γωνία και βγαίνουν σώοι έξω από τα σύνορα της πλατείας, έξω από τα σύνορα της “Ελλάδας” (στις εισόδους της πλατείας είναι γραμμένη η λέξη “Ελλάς”).
Ο πιο επιθετικός νεαρός της ομάδας επιστρέφοντας από τον εκδιωγμό τον απειλεί: “Τί κοιτάς ρε ….” Ο Κ. Γιάνναρης και ο Χρ. Βούπουρας δεν του απαντούν. Ο νεαρός, όμως, πού διψάει για βίαιη δράση φωνάζει στην υπόλοιπη ομάδα και όλοι στρέφονται οπλισμένοι με ξύλα εναντίον των 2 σκηνοθετών, που μόλις προλαβαίνουν να διασωθούν μέσα στο παρακείμενο μπαγκλατεσιανό κατάστημα, όπου ήδη βρίσκεται ο φίλος τους Γιώργος Κόρρας.
Τα σιδερένια ρολά του καταστήματος που κατεβαίνουν αμέσως τους διασώζουν, ενώ οι νεαροί Έλληνες χτυπούν να σπάσουν τα τζάμια και μετά να καταστρέψουν το σιδερένιο ρολό. Εκτός από τους 3 Έλληνες, βρίσκονται εγκλωβισμένοι και 10 Μπαγκλαντεσιανοί. Τηλεφωνούν στο 100 και ζητούν προστασία. Πράγματι, 3 περιπολικά έρχονται μέσα σε 3 λεπτά. Οι νεαροί ροπαλοφόροι φεύγουν προς την πλατεία.
Ο αστυνομικός που παίρνει τα στοιχεία των Ελλήνων, τους ρωτάει: “Τους γνωρίζετε αυτούς τους Αφγανούς που σας επιτέθηκαν;”
Οι τρεις σκηνοθέτες μένουν έκπληκτοι: “Μα ήταν οι Έλληνες αυτοί που μας κυνήγησαν. Οι ίδιοι που προηγουμένως κυνήγησαν τους Αφγανούς”.
Οι αστυνομικοί συνεχίζουν να συμπληρώνουν τα τυπικά έγγραφα. “Κάτι πρέπει να κάνετε. Στην πλατεία κάθε μέρα τρέχει αίμα. Η βία είναι ανεξέλεγκτη. Θα έχουμε νεκρούς. Είναι ζήτημα χρόνου”, επιμένουν οι τρεις.
Και η απάντηση έρχεται από έναν άλλο αστυνομικό – δεν έχει ακούσει καλά, δεν θέλει να καταλάβει, ποιος ξέρει(;): “Τί μου λέτε κύριε; Δεν το ξέρω εγώ, που προχτές τους είχαμε κλείσει τους Αφγανούς μέσα στο τζαμί και ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε έφοδο και να τους συλλάβουμε και έρχεται η διαταγή από πάνω: Αφήστε τα παιδιά να φύγουν; Ακούς; Τα παιδιά! Μου σηκώνεται η τρίχα, μου φεύγει το κράνος”, φωνάζει ο αγανακτισμένος αστυνομικός!
Οι 3 σκηνοθέτες εξηγούν, για πολλοστή φορά, ότι οι επιτιθέμενοι δεν είναι Αφγανοί αλλά Έλληνες φασίστες. Εξάλλου, όλη αυτή την ώρα της συνδιαλλαγής για την κατάθεση των συμβάντων, ένας μεσήλικας, καθημερινός θαμώνας και οργανωτής των επιθέσεων είναι μονίμως σε ανοικτή τηλεφωνική σύνδεση. Οι γυναίκες που προπηλακίζουν καθημερινά τους μετανάστες έχουν έρθει στα πέντε μέτρα από το περιπολικό και αφουγκράζονται ό,τι λέγεται.
Μια μικρή ομάδα από τους νεαρούς και νεαρές φύλακες της πλατείας περνάει επιδεικτικά δίπλα από την αστυνομία: “Όλοι αυτοί έχουνε δημιουργήσει έναν κλοιό γύρω μας. Κλοιό βίας, κλοιό φανατισμού, κλοιό φασισμού. Ένιωσα απροστάτευτος, ευνουχισμένος, γελοιοποιημένος και σε απελπισία. Ανυπαρξία κράτους, οσμή παρακράτους που θυμίζει άλλες εποχές. Κι η Εκκλησία, στην καλύτερη περίπτωση, να σιωπά. “Ελλάδα, έτος μηδέν”, σχολιάζει ο Χρ. Βούπουρας.
Λίγο αργότερα τους τηλεφωνούν από τα “κεντρικά” της αστυνομίας. Τους ζητούν να επαληθεύσουν την αναφορά που έχουν λάβει από το περιπολικό, ότι δηλαδή τους επιτέθηκαν Αφγανοί και αυτοί διασώθηκαν μπαίνοντας σε ένα μπαγκλατεσιανό κατάστημα. Για μια ακόμη φορά εξηγούν ότι την επίθεση τη δέχτηκαν από οργανωμένη ομάδα Ελλήνων.
Την άλλη μέρα το πρωί, κατά τις 10, ο Γιώργος ξαναπερνά δίπλα από την πλατεία. Η “περιφρούρηση” είναι ξανά παρούσα. “Από πού είσαι”; ρωτάει μια γυναίκα της “φρουράς” έναν, προφανώς, άγνωστό της άνδρα που ήταν κι αυτός μέλος της ομάδας περιφρούρησης. “Από το Λουτράκι” της απαντάει εκείνος…».