από τον Δημήτρη Ουλή
Υπάρχει ένα είδος νόσου του Σεπτεμβρίου, μία ανεξήγητη μελαγχολία και ακηδία, η οποία διαπλέκεται αξεδιάλυτα με έναν γενικευμένο εκνευρισμό και ένα απροσδιόριστο άγχος. Η συγχωρεμένη γιαγιά ενός αδελφικού μου φίλου, μέσα στην άνοιά της, είχε επινοήσει θυμάμαι έναν πολύ εύστοχο όρο για τη νόσο αυτή. Τη ρωτούσες: τι έχεις γιαγιά και είσαι τόσο στενοχωρημένη; Κι εκείνη σου απαντούσε: «Σορόκωση παιδί μου. Σορόκωση». Τι πάει να πει «σορόκωση» γιαγιά; – την ξαναρωτούσες. Κι εκείνη σου διευκρίνιζε: «με πονάει το ζουλί μου».
Δεν ξέρω για εσένα, αναγνώστη μου, όμως προσωπικά, αισθάνομαι να πονάει το ζουλί μου από την πρώτη κιόλας μέρα του Σεπτεμβρίου. Ίσως να φταίει το οριστικό τέλος των διακοπών, η επίγνωση ότι το καλοκαίρι πέρασε ανεπιστρεπτί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει για τους συγκεκριμένους πόνους ούτε εμβόλιο, ούτε παυσίπονο, ούτε αντιβιοτικό. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να επινοήσεις στρατηγικές αντιπερισπασμού, περιμένοντας απλώς να περάσουν – να βρεις, δηλαδή, ένα καλό εργόχειρο για να απασχολήσεις το μυαλό σου. Μπορείς, για παράδειγμα, να επιδοθείς σε γενική φασίνα και ενδελεχή καθαρισμό του αυτοκινήτου σου. Μπορείς να κάνεις γενικό ξεσκαρτάρισμα των συρταριών, των αποθηκών και των βιβλιοθηκών του σπιτιού σου. Μπορείς να προγραμματίσεις μαθήματα, συγγραφές και ομιλίες για την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Μπορείς να δεις όλες τις ταινίες που δεν πρόλαβες να δεις το χειμώνα. Και σαν έσχατη απαντοχή: μπορείς να αντλήσεις θάρρος και παρηγοριά, αναλογιζόμενος τα χειρότερα.
Φαντάσου, για παράδειγμα, να ήσουν μαθητής και να έπρεπε να ξεκινήσεις σχολείο την ερχόμενη Δευτέρα. Φαντάσου να έπρεπε να υποστείς την αφόρητη γραφικότητα της αγιαστούρας, το ανούσιο των μαθημάτων, τον ψυχαναγκασμό των φροντιστηρίων, τις νουθεσίες των καθηγητών και των γυμνασιαρχών, τον νευρωτικό ήχο του σχολικού κουδουνιού. Φαντάσου να έπρεπε να ξαναδείς τις ηλίθιες φάτσες των συμμαθητών και των συμμαθητριών σου, να υποστείς τις ίδιες κοροϊδίες, τα ίδια πειράγματα, τα ίδια φτηνά αστεία – για το ανοικονόμητο ύψος σου, για την έντονη ακμή σου, για το ακορντεόν που παίζεις και που μοιάζεις «με τον τυφλό της Ομόνοιας». Φαντάσου να έπρεπε να ξανανιώσεις στο πετσί σου την παγερή αδιαφορία του σχολικού σου έρωτα – ο οποίος σε προσπέρασε για ακόμα μία φορά, προκειμένου να πέσει στην αγκαλιά του νταή, του γόη, του μηχανάκια και του αθληταρά.
Κράτα λοιπόν, το νου σου στον Άδη, και μην απελπίζεσαι. Το ξέρω, ο Σεπτέμβρης είναι ο πιο άχαρος μήνας του χρόνου. Σε αντίθεση, ωστόσο, με τη συνθήκη του μαθητή, πιστεύω ότι έχουμε πάντοτε τη δυνατότητα να φτιάξουμε απροσδόκητες εξόδους κινδύνου, να προβούμε σε στρατηγικούς ελιγμούς και να αντιμετωπίσουμε την εντροπία με δημιουργικά στοιχήματα. Έτσι, για να σκάσουν οι εχθροί μας. Και για να μη νομίσουν ότι τα ψέματά τους μας έπεισαν.