… Ή πώς το Ίδρυμα Ωνάση αγοράζει τα αρχεία της ζωής μας. Της Έλενας Πατρικίου

Ίσως κάποιοι προβεβηκυίας μνήμης αναγνώστες να θυμούνται την Ελένη Βλάχου του Μποστ, με τα βιβλία των Eκδόσεων Γαλαξίας ανά χείρας να τα προτείνει προς την Μαμά Ελλάς («Εδώ τα βιβλία μεγάλης αξίας! Λάβε κόζμε τους Γαλαξίας! Εις χαρτί εκλεκτόν ομοιάζων πάπυρον, έχομαι πάπισα Ιοάνα κε μηδέν κε άπυρον»), η οποία της ανταπαντούσε: «Τι να το κάνουμε το τεφτέρι κηρία μου Ελενίτσα, αφού έχω το βιβλιάριον κορασίς που κρατή η Ανεργίτσα».
Οι Ελενίτσες Βλάχου της σήμερον, χωρίς το δικό της τσαγανό και χωρίς τους απερίγραπτους vintage σκελετούς των γυαλιών της, ανίκανες να δουν τα «γράμματα» και τις «τέχνες» μέσα από την οπτική των εκδόσεων του «Γαλαξία», αγόρασαν το Αρχείο Καβάφη προφανώς ως ιλουστρασιόν συμπλήρωμα των ιλουστρασιόν παραστάσεων και των ιλουστρασιόν «Αναστοχασμών» τους. Και για να μην περάσει απαρατήρητο το δυστυχές γεγονός, το Ίδρυμα Ωνάση και η «Στέγη» του φρόντισαν διά καταλλήλων ενεργειών να αναρτήσουν στίχους του ποιητή στα λεωφορεία της πρωτεύουσας, την οποία από καιρό άλλωστε απειλούν (οι σημερινές Ελενίτσες Βλάχου, όχι οι στίχοι) να αναστοχαστούν επ’ ωφελεία τους.
Όσα χρόνια (και ευτυχώς ήταν πολλά) το Αρχείο βρισκόταν στην ιδιοκτησία του κληρονόμου του Καβάφη, Α. Σεγκόπουλου, και στην πνευματική επιστασία του Γιώργου Σαββίδη, ο ελάχιστα γνωστός και ουσιαστικά ανέκδοτος προπολεμικός Καβάφης έγινε ο μεταπολεμικός Καβάφης που ξέρουμε: Ο Καβάφης των 154 «νόμιμων» ποιημάτων της δίτομης Έκδοσης Σαββίδη (1963), ο Καβάφης των «Ανέκδοτων» σε Έκδοση Σαββίδη (1982), ο Καβάφης των «Αποκηρυγμένων» σε Έκδοση Σαββίδη (1983), ο Καβάφης των «Πεζών» σε Έκδοση Μιχάλη Πιερή, ο Καβάφης των «Ατελών» σε Έκδοση Renata Lavagnini (1994)…
Η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος μας έφερε τον Καβάφη των «Συγκοινωνιακών» σε έκδοση του αγνώστου επιμελητού της «Στέγης Γραμμάτων, Τεχνών και Συναφών Εργολαβιών». Εποχούμενος όχι πλέον υψιπετούς Πήγασου, αλλά πεζών λεωφορείων, ο Καβάφης, κτήμα του Ιδρύματος Ωνάση, θα γίνει κτήμα της κάθε σημερινής Ανεργίτσας και του κάθε σημερινού Πειναλέοντος, προς δόξαν της αειθαλούς Μαμάς Ελλάς. Ελλάς το μεγαλείο σου!
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η «βία». Το «επικίνδυνον» δεν έγκειται στην συγκεκριμένη επιλογή του συγκεκριμένου ημιστιχίου. Το επικίνδυνον δεν βρίσκεται καν στη συνολική επιλογή των υπό των τρολλέδων αναρτημένων στίχων. Το επικίνδυνο βρίσκεται στον κατακερματισμό της ποίησης. Το ακόμα πιο επικίνδυνο βρίσκεται στο γεγονός πως, αντί για επιμελητή, το ξεπουλημένο «Αρχείο» έχει πλέον «εκτελεστική υποδιευθύντρια σχεδιασμού δράσεων» (ο Χριστός κι η Παναγία!), την κυρία Αφροδίτη Παναγιωτάκου, αγνώστων λοιπών στοιχείων και «ακαδημαϊκό σύμβουλο του πρότζεκτ» (sic!) τον ομότιμο καθηγητή Αναστάσιο Ιωάννη Μεταξά (sic!!!), δυστυχώς πολύ γνωστών στοιχείων.
Τα πρόσωπα έχουν, ασφαλώς, μικρή σημασία μπροστά στην ουσία (αν και η φωτογραφία της κυρίας Παναγιωτάκου στο Facebook βοά για το είδος των δράσεων που επιφυλάσσει στον Καβάφη ειδικώς και στα «γράμματα και τις τέχνες» γενικώς).
Το Μέγαρο Μουσικής άνοιξε το δρόμο στον πολιτισμό που μας προτείνει εκ-βιαστικά η Στέγη, αλλά φτάσαμε στο σημείο όπου θα νοσταλγήσουμε πικρά την λαμπρακική οπερετική μεγαλομανία (η οποία, μπορεί να πραγματώθηκε χάρη στην πολιτική διαπλοκή του εκλιπόντος οπερομανούς εκδότη, αλλά τουλάχιστον είχε ως υπόβαθρο ένα αυθεντικό πάθος). Οι δόξες του Μεγάρου παρήλθαν, μαζί τους και ο παίδαρος της Ρίτας Σακελλαρίου. Ανεπιστρεπτί. Τώρα, ως επιστέγασμα της γενικής παραγκοποίησης, έχουμε «Στέγη» και «δράσεις», αναφανδόν σχεδιασμένες.
Στεγανοποιημένες δράσεις που μας καλούν εκ-βιαστικά να αναστοχαστούμε την Αθήνα (ελληνιστί: Rethink Athens), να αναστοχαστούμε την ίδια την έννοια της πόλης και του δημόσιου χώρου, να αναστοχαστούμε δηλαδή, εντελώς με το ζόρι, δηλαδή με τη βία της κρίσης και της εμπλοκής σ’ αυτήν του ωνασείου στεγάσματος, την έννοια της κοινής ζωής και του πολιτισμού που αυτή (μπορεί να) παράγει.
«Πώς δεν έκαψα κε την τραγουδήστρια, είναι θάβμα»: Το θαύμα που δεν έκαψε την Κάλας, όπως κατά τον Μποστ τραγουδούσε επαίτης ο Ωνάσης, υπάρχει κίνδυνος να μην επαναληφθεί. Από Μέγαρο σε Λούκο κι από Πειραιώς 138 σε Στέγη, δεν πάμε απλώς από το κακό στο χειρότερο. Πάμε σε έναν πολιτισμό διαρκώς και πιο εξωνημένο, διαρκώς και πιο ευτελισμένο, διαρκώς και πιο κενό. Δεν είναι μόνο οι δρόμοι που υποτάσσονται στην ομοιομορφία μιας εξευτελισμένης αρχιτεκτονικής, η οποία κατάφερε σε δέκα χρόνια να διαλύσει κάθε διαφορά μεταξύ της Συγγρού και της Πειραιώς, διαλύοντας την στοιχειώδη αισθητική και λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ «πολιτιστικού κέντρου» και στριπτιζάδικου ή σκυλάδικου.
Δεν είναι μόνο οι παραστάσεις που κατάφεραν να διαλύσουν κάθε ηθική ευαισθησία του κοινού, διαλύοντας την αισθητική και λειτουργική διαφορά μεταξύ θεάτρου και βιντεοκλίπ. Από το Μέγαρο στο Φεστιβάλ Αθηνών κι από κει στη Στέγη, πάμε σε μία διαρκώς αυξανόμενη εξαγορά κάθε μνήμης και κάθε ουσίας. Πάνω σ’ αυτήν την εξαγορά στήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά το ξεπούλημα της χώρας ολόκληρης.
Στα εξαγορασμένα από τη Στέγη λεωφορεία, δεν εξευτελίζεται απλώς ο αγορασμένος Καβάφης ή οι σοφοί ελληνιστές που, δουλεύοντας ανιδιοτελώς στο τότε «Αρχείο» αποκατέστησαν και διέσωσαν τους στίχους του. Εξευτελίζεται η ζωή μας. Κι απέναντι σ’ αυτόν τον εξευτελισμό, είναι άμεση ανάγκη να δοθεί μία πολιτική απάντηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!