Η νέα κατάσταση, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνηθισμένοι κίνδυνοι

Του Τάσου Βαρούνη

 

Η συζήτηση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ για το «κόμμα» απασχολεί ευτυχώς αρκετούς συντρόφους. Πώς θα υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ από δω και μπρος. Ποια η σχέση του με το κράτος και την κυβέρνηση. Ποια η σχέση του με το λαό και τα κινήματα. Δύσκολες οι απαντήσεις. Ειδικά σε μια κατάσταση τόσο περίπλοκη και πρωτότυπη. Μέσα από την αρθρογραφία διατυπώνονται διάφορες αντιλήψεις και σχήματα που μπορούν να βοηθήσουν. Καλό είναι, όμως, να αποφύγουμε μερικούς συνηθισμένους για εμάς κινδύνους.

Πρώτον. Είναι εξωραϊσμός της πραγματικότητας ότι έχουμε ένα κόμμα που καλώς υπάρχει και απλά οφείλει σήμερα να δει τις σχέσεις του με την κυβέρνηση ή το κράτος. Είναι, επίσης, πολύ απλοϊκό ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν καταργείται και γι’ αυτό χρειάζεται το κόμμα. Είναι ανύπαρκτη η εικόνα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το κόμμα της κοινωνίας που δεν πρέπει να μετεξελιχθεί σε κόμμα του κράτους. Το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, αν μιλάμε στοιχειωδώς από τη σκοπιά της Αριστεράς, δεν χρειάζεται απλά επανίδρυση αλλά κατεδάφιση και οικοδόμηση «από την αρχή».

Δεύτερον. Δεν γίνεται εδώ και καιρό να αναγνωρίζεται ότι το κόμμα είναι ουσιαστικά διαλυμένο και την ίδια στιγμή κανείς να μην μπαίνει στο κόπο να απαντήσει «γιατί». Ήταν ένα φυσικό επακόλουθο των πολλών απαιτήσεων της πάλης και κάπου ξεχάστηκε ή κυριάρχησε μια αντίληψη πλήρους αδιαφορίας γι’ αυτό; Η λογική «τι να το κάνουμε το κόμμα, εδώ θα πάρουμε το κράτος», ήταν αυτή που καθόρισε τις βασικές επιλογές. Πολλά από τα ζητήματα που θίγονται σήμερα -αν και πρέπει να ιδωθούν στη βάση των νέων δεδομένων- είναι απελπιστικά παλιά.

Τρίτον. Αν όντως το εννοούμε ότι χρειαζόμαστε το κόμμα, αυτό σημαίνει να ξεπεράσουμε τη μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που διακηρύσσονται και σε αυτά που τελικά προχωρούν στην πράξη. Σαφώς και δεν υπάρχουν αυτοματισμοί, ενώ διάφορα πράγματα απαιτούν ωριμάνσεις. Αυτή τη φορά όμως, ας συνδυάσουμε τις ριζοσπαστικές αφηγήσεις με αντίστοιχες επιλογές και αποφάσεις. Δηλαδή, να πάρουμε θέση και ευθύνη ανάλογη και όχι να αποσυρθούμε στις τόσο αναγκαίες θεωρητικές και πολιτικές μεθοδολογίες. Αν η κρατικοποίηση του κόμματος προχωρά τώρα και μπροστά μας, απαιτείται ανάλογη στάση και πρόταση. Αν σήμερα οι σημαντικές αποφάσεις περιορίζονται σε ένα πολύ μικρό επιτελείο, δεν έχει νόημα να ευαγγελιζόμαστε γενικώς τη δημοκρατία. Αν τίποτα δεν λειτουργεί, γιατί τέτοια σιωπή;

Τέταρτον. Πριν βιαστούμε να αρνηθούμε -και σωστά- τον ετεροκαθορισμό του κόμματος από την κυβέρνηση και να στραφούμε -πάλι σωστά- στο κοινωνικό σώμα, οφείλουμε να σκεφτούμε την ουσία μιας αριστερής διακυβέρνησης σήμερα. Είναι λάθος να αφεθεί η κυβέρνηση στο δικό της κόσμο. Η ίδια η κρατικότητα, η κυβερνησιμότητα, η θεσμικότητα υπό την επιρροή/διαχείριση μιας αριστερής πολιτικής δεν μπορεί να είναι ίδιες. Το «διαφορετικό» δεν είναι μόνο οι φιλολαϊκές κυβερνητικές αποφάσεις. Είναι και η εκπόρευση ή αντίθετα η απόσπαση αυτών από την κοινωνία. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την ίδια την κοινωνία: Από συμμέτοχη ως συντακτική συνιστώσα της πολιτικής. Δεν μπορεί η δημόσια σφαίρα να παραμείνει η ίδια, ο λαός να αξιοποιείται μονάχα ως εκλογέας ή μοχλός πίεσης, η πολιτική να νοείται φτωχά ως αριστερή κυβέρνηση συν κίνημα. Δε θα ήταν καθόλου τραβηγμένο οι υπουργοί μας να μιλούν στις πλατείες, οι βουλευτές να ενημερώνουν τον κόσμο για τις διαπραγματευτικές κινήσεις της κυβέρνησης ή να ξεκινήσουν άμεσα -με τη σπουδαία δυνατότητα που δίνει η κρατική εξουσία- διαβουλεύσεις για τα μεγάλα ζητήματα της διεξόδου. Μέχρι τότε ακόμα και οι επιλογές σε «πρόσωπα» μπορούν και πρέπει να ζυμώνονται όσο πιο ανοικτά και δημόσια.

Πέμπτον. Αν ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας συνδιαλέγεται σε καλό κλίμα με τη Μέρκελ ή και άλλους διεθνείς παράγοντες, αυτό δεν δεσμεύει σε αντίστοιχο κλίμα το κόμμα. Αρκετοί σ. στη συγκέντρωση της Πέμπτης σε κάποια μεγάλη πόλη, δυσανασχέτησαν με το σύνθημα «Μέρκελ σκασμός» γιατί τάχα δεν κολλάει σε αυτή τη φάση των διπλωματικών μας κινήσεων. Πέρα από το τι κολλάει και τι όχι, η ίδια η λογική είναι το πρόβλημα. Αλίμονο, αν οι καημοί και οι στόχοι του λαϊκού κινήματος, προσαρμοστούν στα μέτρα της διπλωματίας, κουτσουρευτούν στο βωμό μιας κυβερνητικής πολιτικής ή αξιολογηθούν στο έδαφος της κρατικής εξωτερικής πολιτικής. Για να φανεί και πιο καθαρά: Θα είναι ήττα να ξεχαστεί στη χώρα μας το σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Θα είναι υποχώρηση να ξεχάσουμε το «Γαμώ το ΔΝΤ» που ακούγονταν αυτά τα χρόνια στις διαδηλώσεις, ακόμα κι αν ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν συμφωνεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!