Η αρχή του τέλους της δημόσιας διαχείρισης ή το τέλος των ψευδαισθήσεων
Του Δημήτρη Σημαιοφορίδη*
Εντός των προσεχών ημερών αναμένεται να δημοσιευθεί από το ΤΑΙΠΕΔ η προκήρυξη για την παραχώρηση του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού και των τριών σημαντικότερων καθέτων αξόνων της στη Βόρεια Ελλάδα. Η παραπάνω προκήρυξη αποτελεί ένα από τα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 1ης αξιολόγησης για την είσπραξη της υπολειπόμενης δόσης (σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016), οριοθετώντας την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της δημόσιας Εγνατίας Οδού. Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, αξίζει να αναφερθούν τα εξής:
Η παραχώρηση του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού εντάχθηκε στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής τον Ιούνιο του 2011. Στη συνέχεια, στο τέλος του ίδιου έτους, η διοικητική εποπτεία της κρατικής εταιρίας Εγνατία Οδός Α.Ε. που διαχειρίζεται τον δημόσιο αυτοκινητόδρομο πέρασε στον νεοσύστατο τότε οργανισμό του ΤΑΙΠΕΔ, αποτελώντας ένα μέρος του πλούσιου χαρτοφυλακίου του, με σκοπό την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας για τον περιορισμό του δημόσιου χρέους της χώρας. Τον Αύγουστο του 2012, με ΚΥΑ της τότε κυβέρνησης και προκειμένου η παραχώρηση να γίνει ακόμα πιο δελεαστική, προικοδοτήθηκε και με τους 3 κυριότερους κάθετους άξονές της που τη συνδέουν με τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των μνημονίων και μεταξύ των άλλων δραματικών γεγονότων της περιόδου της κρίσης και οικονομικής κηδεμονίας (και όχι μόνο) από τους ξένους δανειστές, η ελληνική κοινωνία είδε και πώς «αξιοποίησε» το ΤΑΙΠΕΔ τη δημόσια περιουσία, που βγήκε κυριολεκτικά στο σφυρί έναντι ευτελών τιμημάτων (με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ΟΠΑΠ).
Αναζητώντας δημοκρατικές διεξόδους (και για αρκετούς ψηφοφόρους ανεξαρτήτως ιδεολογίας), η ελληνική κοινωνία βρήκε την ελπίδα της στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς με τη ριζοσπαστική ρητορική, αναδεικνύοντας το 1ο κόμμα στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Στο πλαίσιο αυτής της ρητορικής είχε εκφραστεί ρητά και πολλάκις από υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού δεν πρόκειται να προχωρήσει, καθώς αποτελεί δημόσια περιουσία στο στρατηγικό τομέα των υποδομών των μεταφορών.
Δυστυχώς, το αρχικό διάστημα ευφορίας από την αλλαγή του πολιτικού κλίματος το διαδέχτηκε σύντομα η απογοήτευση, καθώς η νέα ελληνική κυβέρνηση σύρθηκε; -το επέλεξε; το είχε προαποφασίσει; ο καθένας το βλέπει από τη δική του σκοπιά- σε έναν οδυνηρό και εν πολλοίς ταπεινωτικό συμβιβασμό με τους δανειστές τον Αύγουστο του 2015.
Με βάση, λοιπόν, τη συμφωνία του Αυγούστου 2015 (την οποία βέβαια ο ελληνικός λαός ουσιαστικά αποδέχτηκε με βαριά καρδιά με την ψήφο του τον Σεπτέμβριο του 2015 επανεκλέγοντας τον ΣΥΡΙΖΑ 1ο κόμμα, προσβλέποντας προφανώς σε μία καλύτερη διαχείριση της κατάστασης από τους προηγούμενους κυβερνώντες και με τη λογική του «μη χείρον βέλτιστον»), εξακολούθησε να είναι μνημονιακή δέσμευση η παραχώρηση της Εγνατίας οδού και των σημαντικότερων καθέτων αξόνων της. Βέβαια, από διάφορα στελέχη της κυβέρνησης, με προεξάρχοντα τον υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, δημοσιεύονταν κατά καιρούς δηλώσεις κατά της παραχώρησης της Εγνατίας οδού, που συνοδεύονταν από διαβεβαιώσεις προς τον Σύλλογο Εργαζομένων ότι η κυβέρνηση θα δώσει «μάχη» για να μη γίνει τελικά αυτή η παραχώρηση.
Απαξίωση της Εγνατία Οδός Α.Ε.
Όλο αυτό το διάστημα, η εταιρία που διαχειρίζεται τον δρόμο, Εγνατία Οδός Α.Ε., μία κατά γενική ομολογία από τις πλέον αξιόπιστες εταιρίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σημαντικό έργο και πολλές προοπτικές, αντιμετωπίστηκε από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία (αρκεί να αναφερθεί ότι η τελευταία φορά που της ανατέθηκαν σημαντικές αρμοδιότητες επί των δημοσίων έργων ήταν το 2010). Δυστυχώς, την ίδια αδιάφορη αντιμετώπιση υφίσταται και από τη σημερινή κυβέρνηση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η μη ανάθεση της αρμοδιότητας λειτουργίας και συντήρησης του προσφάτως κατασκευασμένου τμήματος Φλώρινα-Νίκη).
Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη δρομολογούμενη παραχώρηση του αυτοκινητόδρομου (η και εξαιτίας αυτής), συντέλεσε και συντελεί, στη συστηματική απαξίωσή της.
Ο Σύλλογος Εργαζομένων από την πρώτη στιγμή τάχθηκε ενάντια στην προοπτική της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, όχι για λόγους ιδεολογίας-ιδεοληψίας ούτε για λόγους ιδιοτέλειας, αλλά γιατί, με βάση έγκυρα τεχνικοοικονομικά στοιχεία και ασφαλείς εκτιμήσεις, μία τέτοια ιδιωτικοποίηση σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο να αποδειχθεί επωφελής ούτε για το Ελληνικό Δημόσιο ούτε για τους χρήστες της οδού.
Συνοπτικά (σε παλαιότερο άρθρο του υπογράφοντος τον Ιούλιο του 2014 υπάρχει εκτενέστατη αναφορά), οι κυριότεροι λόγοι για αυτή την εναντίωση, είναι οι εξής:
- Ο μελλοντικός παραχωρησιούχος δεν θα χρειαστεί καθόλου να προβεί σε άξιες λόγου επενδύσεις, καθώς η Εγνατία Οδός και οι προς παραχώρηση κάθετοι άξονες έχουν κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου ως δημόσια έργα με κοινοτικά και εθνικά κονδύλια που προσεγγίζουν τα 7,0 δισ. ευρώ. Επομένως, η σκοπιμότητα-αναγκαιότητα μιας τέτοιας παραχώρησης δεν υφίσταται και ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των απανταχού υπέρμαχων των ιδιωτικοποιήσεων περί αύξησης επενδύσεων και συνακόλουθα θέσεων εργασίας καταρρέει.
- Το κόστος διέλευσης των διοδίων, σύμφωνα με την ΚΥΑ Χρυσοχοΐδη του Νοεμβρίου 2014 (που ενεργοποιήθηκε εκ νέου προσφάτως), δύναται να υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τη σημερινή χρέωση, προκειμένου το ύψος αυτής να φτάσει στα ίδια επίπεδα με τους υπόλοιπους παραχωρημένους αυτοκινητοδρόμους. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης θα γίνει χρήση αυτής της δυνατότητας υπέρογκης αύξησης της τιμής διέλευσης, προς όφελος του μελλοντικού παραχωρησιούχου και εις βάρος των χρηστών της οδού.
- Το Ελληνικό Δημόσιο, σε χρονικό ορίζοντα 30 ετών (τόση έχει προαναγγελθεί κατ’ ελάχιστον η διάρκεια της παραχώρησης), θα στερηθεί καθαρά έσοδα που προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ. Η παραπάνω εκτίμηση του Συλλόγου Εργαζομένων βασίζεται στη διατήρηση του σημερινού τέλους διοδίων σε ένα ανεκτό κοινωνικά επίπεδο και όχι στη δυνατότητα διπλασιασμού του που αναφέρθηκε παραπάνω. Αυτό το μελλοντικό πλεόνασμα εσόδων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πολλαπλά, διοχετευόμενο, είτε στις τοπικές κοινωνίες από τις οποίες διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος υπό τη μορφή νέων έργων υποδομών και συντήρησης των υφισταμένων τοπικών οδικών δικτύων, είτε με τη μορφή μερίσματος στα δημόσια ταμεία προς ενίσχυση της πολυπόθητης ρευστότητας, είτε για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία και απόψεις του Συλλόγου Εργαζομένων (με τις ανάλογα κάθε φορά επικαιροποιήσεις) έχουν κατατεθεί όλα αυτά τα χρόνια στους αρμόδιους φορείς και κυβερνήσεις, αλλά όλες οι προσπάθειες έχουν αποδειχθεί «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και με τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία, εάν θέλει ακόμα να αποκαλείται «αριστερή», θα πρέπει, έστω και στο παρά πέντε, να ακυρώσει τη συμφωνημένη παραχώρηση της Εγνατίας Οδού ως καταφανώς αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.
Εάν θέλει έστω να σώσει τα προσχήματα, επικαλούμενη την αναγκαστική συμφωνία με τους δανειστές, θα πρέπει άμεσα να δρομολογήσει την απένταξη της παραχώρησης από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του ΤΑΙΠΕΔ, επανεξετάζοντας όλα τα δεδομένα αυτής (διάρκεια, ποσοστό παραχώρησης με εξασφάλιση πλειοψηφικής συμμετοχής του Δημοσίου, εξαίρεση των ασαφών τμημάτων αυτής που σηκώνουν υπερκοστολογήσεις όπως π.χ. η βαριά συντήρηση και οι περιοχές γεωτεχνικών κινδύνων, ελάχιστο αποδεκτό τίμημα συνυπολογίζοντας τόσο τα μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου όσο και το συνολικό κόστος κατασκευής, σημαντικό τμήμα του οποίου θα αποπληρώνουμε ακόμη για πολλά χρόνια κ.ά.) από μηδενική βάση, με γνώμονα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος.
*Ο Δημήτρης Σημαιοφορίδης είναι πρώην πρόεδρος Συλλόγου Εργαζομένων της «Εγνατία Οδός Α.Ε.»