Στις 9/3, 14 Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές της Πολιτείας Ουισκόνσιν των ΗΠΑ ψήφισαν, απόντων των Δημοκρατικών, ένα νόμο που έθεσε τέρμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο δημόσιο τομέα.
Ο νόμος αυτός δεν αυξάνει απλώς το κόστος περίθαλψης και τις ασφαλιστικές εισφορές –μειώνοντας αντιστοίχως τους μισθούς κατά 8-10%-, αφαιρεί και από τα συνδικάτα τις εισφορές, επιβάλλει ετήσια επανεκλογή εκπροσώπων, αφαιρεί από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις όλα τα κρίσιμα θέματα εργασιακών συνθηκών: προσλήψεις, απολύσεις, ταξινόμηση θέσεων εργασίας, προαγωγές, πειθαρχικές διαδικασίες.
Ο τρόπος που ψηφίστηκε ξεπερνούσε τη συνήθη καταστρατήγηση της εντολής που έχουν λάβει και, σύμφωνα με νομικές εκτιμήσεις, το λόγο στο εξής θα έχουν τα δικαστήρια, αφού αφαίρεσαν από το ν/σ όλα τα τμήματα που αφορούσαν δημοσιονομικά θέματα, τα οποία απαιτούν απαρτία της τάξης του 60% την οποία δεν είχαν. Τα επίσημα συνδικάτα καλούν σε επαναληπτικές εκλογές για 8 Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές, προκειμένου να αμφισβητηθεί η νομοθετική πλειοψηφία, και στην καταψήφιση του συντηρητικού δικαστή στις εκλογές του Ανώτατου Δικαστηρίου, που θα γίνουν στις 5 Απριλίου. Η τρέχουσα τακτική τους είναι να διατηρήσουν τη δύναμή τους, με κύριο στοιχείο την προσπάθεια να παραταθούν οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις επί 3 χρόνια, κάνοντας υποχωρήσεις στα μισθολογικά και ασφαλιστικά θέματα. Αυτή η τακτική θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα και εξ αντικειμένου υπονομεύει ένα δυναμικό κίνημα από τα κάτω, που γεννιέται σε αρκετές πολιτείες, σε μια περίοδο που καταργούνται τα απομεινάρια του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου», δημιουργώντας μια καινούρια κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου όλα τα ζητήματα μπαίνουν ξανά επί τάπητος.
Σε γενικότερο επίπεδο, η ενέργεια αυτή των Ρεπουμπλικάνων εξέθεσε πλήρως τα κίνητρά τους -«Να ξεμπερδεύουμε με την οργανωμένη εργασία και στο Δημόσιο»- η οποία καμία σχέση δεν έχει με την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Η αφαίρεση της συλλογικής διαπραγμάτευσης θα έχει ως συνακόλουθο τη μείωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στα συνδικάτα των δημοσίων υπαλλήλων είναι οργανωμένο το 36% των εργαζομένων, έναντι του 7% στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που αποτελεί εμπόδιο στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της παιδείας και άλλων τομέων.
Η αποκάλυψη των κινήτρων πίσω από το φόβητρο των ελλειμμάτων είναι ακόμη πιο ορατή στην Πολιτεία του Μίσιγκαν, όπου ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Ρικ Σνάιντερ υπέγραψε την Πέμπτη 17/3 ένα νόμο (Emergency Financial Manager) με τον οποίο μπορεί να αντικαταστήσει εκλεγμένους αξιωματούχους (δημάρχους, σχολικές διευθύνσεις) με διορισμένους μάνατζερ ή εταιρίες, να καταργήσει νόμους και συλλογικές συμβάσεις και να εφαρμόσει ευρύτατες περικοπές κοινωνικών υπηρεσιών. Στην ίδια γραμμή κινούνται οι Ρεπουμπλικάνοι στο Οχάιο, στην Ιντιάνα, στο Νιου Τζέρσεϊ και στη Φλόριντα.
Η απόφαση των Ρεπουμπλικάνων να διαλύσουν πλήρως τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα αλλάζει άρδην και την αποδεκτή ισορροπία ισχύος ανάμεσα στα δύο κόμματα του κατεστημένου, το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό, εις βάρος του πρώτου. Η διάλυση των συνδικάτων του δημόσιου τομέα καταλύει την ισχυρότερη θεσμική βάση των Δημοκρατικών, τη μόνη που μπορεί να αντισταθμίσει τις τεράστιες ποσότητες πολιτικού χρήματος που διοχετεύουν ανεξέλεγκτα, ύστερα από την περσινή απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι μεγάλες εταιρίες προς τους πολιτικούς του Tea Party. Το όλο αμερικανικό πολιτικό σύστημα μπαίνει σε μια φάση ανισορροπίας.