Του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου. Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την του Μνημονίου τρικομματική κυβέρνηση δεν πρέπει να διαβαστεί μόνον ως ένας απλός πολιτικός ελιγμός.

Δεν είναι μια πολιτική κίνηση που απλώς έγινε, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει μια άλλη στη θέση της. Σηματοδοτεί τη βαθιά και ίσως αθεράπευτη κρίση πρακτικών και ιδεολογιών που αποτέλεσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα τμήματος όχι μόνον της ελληνικής Αριστεράς αλλά και της παγκόσμιας.
Η «απόσυρση» των υπουργών και των υφυπουργών της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση του Σαμαρά είναι καταρχάς μια σοβαρή ήττα του «κυβερνητισμού». Με τον όρο αυτό θα μπορούσε να ονομάσει κανείς εκείνη την αντίληψη που πρωτοαρθρώθηκε στους κόλπους του ΚΚΕ εσωτερικού και που η ηγετική προσωπικότητα του Λεωνίδα Κύρκου αποτέλεσε τον κυριότερο προς τα έξω εκφραστή της. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οι καλές και αγαθές προθέσεις προσωπικοτήτων ή μικρών τμημάτων της Αριστεράς αρκούν για να μεταστρέψουν τη ροή της Ιστορίας. Απαραίτητος όρος, όμως, για να γίνει αυτό το τελευταίο, αποτελεί, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η άρση των περιορισμών και των αγκυλώσεων που η Αριστερά, ως συλλογική οντότητα, έχει επιβάλει και η «θαρραλέα» ανάληψη από μέρους κάποιων μελών της, κυβερνητικών ευθυνών. Η παρουσία αυτών των «φωτισμένων» προσωπικοτήτων -«φωτισμένων», εφόσον η ανάδειξή τους δεν αποτελεί προϊόν εκλογικών διαδικασιών- στην κυβέρνηση, αρκεί από μόνη της για να έχουμε αυτόματη βελτίωση των όρων λειτουργίας μιας κοινωνίας. Το πόσο βελτιώθηκε η κοινωνία από την παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση δεν χρειάζεται να το αφήσουμε στον ιστορικό του μέλλοντος. Μπορούμε να το κρίνουμε από τα τώρα. Μπορούμε, δηλαδή, με άλλα λόγια να επανεπιβεβαιώσουμε αυτήν τη στοιχειώδη αντίληψη της Αριστεράς, ότι η Ιστορία τελικά δεν εξαρτάται από την αποφασιστικότητα κάποιων να άρουν τα ταμπού της Αριστεράς και να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες, αλλά από διεργασίες απείρως πιο πολυσύνθετες και που ενέχουν τις ίδιες τις μάζες στο παιχνίδι της Ιστορίας.
Σοβαρό πλήγμα δέχτηκε, όμως, και ένα άλλο μόρφωμα που παρήγαγε η μετά την κατάρρευση του υπαρκτού-ανύπαρκτου σοσιαλισμού, συγκυρία. Περισσότερο ιδεολογικό από το μόρφωμα του «κυβερνητισμού» που είναι κατεξοχήν πολιτικό, αυτό το δεύτερο πήρε το όνομα της μεταϋλικής Αριστεράς. Περισσότερο προϊόν εισαγωγής παρά ντόπιας επεξεργασίας, το μόρφωμα αυτό επιτάσσει την αποκλειστική ενασχόληση με θέματα δικαιωμάτων, ατομικών και μειονοτήτων, με εθνικά θέματα κ.λπ. Αφήνει στο περιθώριο, όταν δεν αγνοεί πλήρως, τους υλικούς όρους ύπαρξης των κοινωνιών και στρέφεται στη θεραπεία αδικιών και ανισοτήτων που εδράζονται σε λιγότερο ή περισσότερο καθιερωμένες αντιλήψεις, ιδεολογίες και πρακτικές. Για να γίνω πιο σαφής: Σύμφωνα με τη λογική της μεταϋλικής Αριστεράς, ο μετανάστης δεν είναι τόσο ένας άνθρωπος που πέφτει θύμα μιας άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και που δικαιούται εργασιακών δικαιωμάτων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όσο ένα πρόσωπο που δεν μπορούν να ασκούνται πάνω του ρατσιστικές πρακτικές, να πέφτει θύμα προσβολών κ.λπ. Το πόσο προστατεύθηκαν, έστω και με αυτήν τη δεύτερη, περιορισμένη, αντίληψη οι μετανάστες από την παρουσία υπουργών και υφυπουργών της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση είναι επίσης ένα θέμα, που δεν χρειάζεται να το αφήσουμε στον ιστορικό του μέλλοντος.
Και τα δύο παραπάνω ιδεολογικοπολιτικά μορφώματα υπέστησαν σοβαρά -αν όχι θανατηφόρα- πλήγματα από τη συμμετοχή και την συνακόλουθη αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι φυσιολογικά τα υπέστησαν, εφόσον στηρίχθηκαν σε μια λανθασμένη αντίληψη. Σε εκείνη την αντίληψη που θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι τελικά ένα σύστημα ικανό να παράγει πάντοτε λύσεις και αρκετές φορές προς όφελος των πολλών.
Οπότε, το μόνο που χρειάζεται είναι περιορισμένου χαρακτήρα αλλαγές που η παρουσία κάποιων κατάλληλων προσώπων σε κυβερνητικές θέσεις ή σχετικά εύκολα επιφερόμενες αλλαγές στην κουλτούρα των ανθρώπων, είναι ικανές να μας παράσχουν. Μόνον που τα χρόνια του Μνημονίου απέδειξαν, με δραματικό δυστυχώς τρόπο, ότι ο καπιταλισμός δεν παράγει μόνον ευημερία και ιδιαίτερα για τους πολλούς. Παράγει συνήθως ανείπωτη δυστυχία, οπότε το πολύ γνωστό, αλλά όχι για τούτο ξεπερασμένο, δίστιχο, ξανάγινε επίκαιρο: «Κι έρχονται στιγμές για να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις…».

* Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική
 Θεωρία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!