Μπροστά στο τρομερό αδιέξοδο της χώρας απαιτείται συλλογική, τιτάνια, πανκοινωνική ίσως προσπάθεια. Η κοινωνία, προκειμένου να αντεπεξέλθει, πρέπει να βρει τη δύναμη, τον τρόπο, να κινητοποιήσει τεράστιας έκτασης δυνάμεις, καθώς και αντίστοιχες ψυχικές εφεδρείες.
Αυτό είναι κοινή αίσθηση, αυθεντικό βίωμα. Δεν είναι κάτι προσχηματικό, προκειμένου να αποκρύπτονται κοινωνικές αντιθέσεις (υπάρχουν και τέτοιες συμπεριφορές) και οπωσδήποτε δεν είναι μια συγκαλυμμένη διατύπωση του «μαζί τα φάγαμε».
Στις συνθήκες αυτές απαιτούνται συγκλίσεις, και μάλιστα κατά προτεραιότητα. Συγκλίσεις όχι πάνω σε επιμέρους πολιτικές θέσεις, αλλά επί της ουσίας, βαθύτερες. Όχι συμπτώσεις κομμάτων πάνω σε εν πολλοίς χρεοκοπημένες πολιτικές, αλλά στην προσπάθεια διαμόρφωσης μεγάλων, ουσιαστικών, κοινωνικών ρευμάτων. Τα περί συγκλίσεων ο Παπανδρέου τα κατάλαβε. Του τα επισήμαναν οι δικοί του, που ξέρουν να μετράνε καλά τις κοινωνικές διαδρομές. Προς το παρόν, σ’ ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό τα χειρίζεται μόνο αυτός κατ’ αποκλειστικότητα, προνομιακά. Και καρπώνεται οφέλη, αντιστοίχως. Βεβαίως, τα έφερε στα μέτρα του. Έντυσε τις ανάγκες του με τέτοιο περιτύλιγμα. Καταρχήν διέστρεψε το νόημα του κοινωνικού αιτήματος. Το μετέτρεψε σε συναίνεση, που σημαίνει συμφωνία, διακριτική υποταγή σε άνωθεν πλαίσια κι εντολές. Στη συνέχεια, έδειξε πώς εννοεί τη συναίνεση: ωμή, μονομερή, αναντίρρητη προσχώρηση στην πολιτική του. H συναίνεση παίχτηκε αφ’ υψηλού, χοντροκομμένα, με αποτέλεσμα να απορριφθεί από όλους –ακόμα και από τους πρόθυμους. Έτσι, το σχέδιο προς το παρόν αποσύρεται, προκειμένου με το κατάλληλο ρεκτιφιέ να ξανακυκλοφορήσει βελτιωμένο.
Υπάρχουν σήμερα τρία μεγάλα ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, εντός των οποίων εκφράζονται προθέσεις, επιδιώκονται αλλά και καταγράφονται συγκλίσεις. Υπάρχει, πρώτα απ’ όλα, το μνημονιακό ρεύμα. Οι άνθρωποι που πιστεύουν πως το Μνημόνιο είναι η μόνη εφικτή, επιβεβλημένη από τα πράγματα λύση. Την άνοιξη, ήταν πλειοψηφία. Σήμερα, αποτελούν το 1/3 της κοινωνίας. Οι ρητορείες του ρεαλισμού, του μοναδικού δρόμου για τη διάσωση της χώρας κ.λπ. ξεθωριάζουν. Η αντικοινωνική ουσία και προοπτική του Μνημονίου αποκαλύπτεται. Πρόκειται για ένα κοινωνικό ρεύμα υποταγής.
Υπάρχει ένα ρεύμα που αποστασιοποιείται από το Μνημόνιο και ελπίζει ότι υπάρχει διέξοδος μέσα από επιμέρους συστημικές, ανώδυνες ως προς το κοινωνικό κόστος αλλαγές. Έχει τις προϋποθέσεις να μεταστεγάσει μεγάλο μέρος της κοινωνικής ελπίδας. Ο Σαμαράς, που το εκφράζει, φιλοδοξεί να βρει γέφυρες με το αντιστεκόμενο τμήμα του λαού.Υπάρχει, τέλος, το αντιμνημονιακό ρεύμα, που συνδέει τις προοπτικές με βαθύτερες πολιτικές κοινωνικές ανατροπές, τέτοιες μάλιστα που θα αλλάξουν τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα. Το ρεύμα αυτό, συνδεμένο με την Αριστερά και κάθε είδους ριζοσπαστισμό, παραμένει ασαφές, χωρίς ειδικότερες αξιολογήσεις, ιεραρχήσεις κ.λπ. Τροφοδοτείται, όμως, από την κοινωνική δυναμική διαρκώς. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα συνεχίσει, έως ότου φανεί αν θα υπάρξουν επαναπροσδιορισμοί ή συνέχεια. Μέχρι τότε, οι κοινωνικές εφεδρείες, που θα συρρέουν προς αυτή την κατεύθυνση, θα εξουδετερώνουν την παντελή έλλειψη ουσιαστικών υποκειμενικών δυνατοτήτων, που χαρακτηρίζουν τις μετέχουσες στην προσπάθεια οργανωμένες δυνάμεις. Εν ολίγοις, εντός αυτών των τριών ρευμάτων αποτυπώνεται η πορεία των συναινέσεων-συγκλίσεων και των αντίστοιχων επιδιώξεων. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται μεσοπρόθεσμα, δίνοντας έτσι σ’ αυτά τα ρεύματα μια στρατηγική υπόσταση, μετατρέποντάς τα σε εφαλτήρια για την εκπόνηση εναλλακτικών κοινωνικών πολιτικών σχεδίων.
Στις συνθήκες αυτές απαιτούνται συγκλίσεις, και μάλιστα κατά προτεραιότητα. Συγκλίσεις όχι πάνω σε επιμέρους πολιτικές θέσεις, αλλά επί της ουσίας, βαθύτερες. Όχι συμπτώσεις κομμάτων πάνω σε εν πολλοίς χρεοκοπημένες πολιτικές, αλλά στην προσπάθεια διαμόρφωσης μεγάλων, ουσιαστικών, κοινωνικών ρευμάτων. Τα περί συγκλίσεων ο Παπανδρέου τα κατάλαβε. Του τα επισήμαναν οι δικοί του, που ξέρουν να μετράνε καλά τις κοινωνικές διαδρομές. Προς το παρόν, σ’ ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό τα χειρίζεται μόνο αυτός κατ’ αποκλειστικότητα, προνομιακά. Και καρπώνεται οφέλη, αντιστοίχως. Βεβαίως, τα έφερε στα μέτρα του. Έντυσε τις ανάγκες του με τέτοιο περιτύλιγμα. Καταρχήν διέστρεψε το νόημα του κοινωνικού αιτήματος. Το μετέτρεψε σε συναίνεση, που σημαίνει συμφωνία, διακριτική υποταγή σε άνωθεν πλαίσια κι εντολές. Στη συνέχεια, έδειξε πώς εννοεί τη συναίνεση: ωμή, μονομερή, αναντίρρητη προσχώρηση στην πολιτική του. H συναίνεση παίχτηκε αφ’ υψηλού, χοντροκομμένα, με αποτέλεσμα να απορριφθεί από όλους –ακόμα και από τους πρόθυμους. Έτσι, το σχέδιο προς το παρόν αποσύρεται, προκειμένου με το κατάλληλο ρεκτιφιέ να ξανακυκλοφορήσει βελτιωμένο.
Υπάρχουν σήμερα τρία μεγάλα ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, εντός των οποίων εκφράζονται προθέσεις, επιδιώκονται αλλά και καταγράφονται συγκλίσεις. Υπάρχει, πρώτα απ’ όλα, το μνημονιακό ρεύμα. Οι άνθρωποι που πιστεύουν πως το Μνημόνιο είναι η μόνη εφικτή, επιβεβλημένη από τα πράγματα λύση. Την άνοιξη, ήταν πλειοψηφία. Σήμερα, αποτελούν το 1/3 της κοινωνίας. Οι ρητορείες του ρεαλισμού, του μοναδικού δρόμου για τη διάσωση της χώρας κ.λπ. ξεθωριάζουν. Η αντικοινωνική ουσία και προοπτική του Μνημονίου αποκαλύπτεται. Πρόκειται για ένα κοινωνικό ρεύμα υποταγής.
Υπάρχει ένα ρεύμα που αποστασιοποιείται από το Μνημόνιο και ελπίζει ότι υπάρχει διέξοδος μέσα από επιμέρους συστημικές, ανώδυνες ως προς το κοινωνικό κόστος αλλαγές. Έχει τις προϋποθέσεις να μεταστεγάσει μεγάλο μέρος της κοινωνικής ελπίδας. Ο Σαμαράς, που το εκφράζει, φιλοδοξεί να βρει γέφυρες με το αντιστεκόμενο τμήμα του λαού.Υπάρχει, τέλος, το αντιμνημονιακό ρεύμα, που συνδέει τις προοπτικές με βαθύτερες πολιτικές κοινωνικές ανατροπές, τέτοιες μάλιστα που θα αλλάξουν τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα. Το ρεύμα αυτό, συνδεμένο με την Αριστερά και κάθε είδους ριζοσπαστισμό, παραμένει ασαφές, χωρίς ειδικότερες αξιολογήσεις, ιεραρχήσεις κ.λπ. Τροφοδοτείται, όμως, από την κοινωνική δυναμική διαρκώς. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα συνεχίσει, έως ότου φανεί αν θα υπάρξουν επαναπροσδιορισμοί ή συνέχεια. Μέχρι τότε, οι κοινωνικές εφεδρείες, που θα συρρέουν προς αυτή την κατεύθυνση, θα εξουδετερώνουν την παντελή έλλειψη ουσιαστικών υποκειμενικών δυνατοτήτων, που χαρακτηρίζουν τις μετέχουσες στην προσπάθεια οργανωμένες δυνάμεις. Εν ολίγοις, εντός αυτών των τριών ρευμάτων αποτυπώνεται η πορεία των συναινέσεων-συγκλίσεων και των αντίστοιχων επιδιώξεων. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα συνεχίσει να γίνεται μεσοπρόθεσμα, δίνοντας έτσι σ’ αυτά τα ρεύματα μια στρατηγική υπόσταση, μετατρέποντάς τα σε εφαλτήρια για την εκπόνηση εναλλακτικών κοινωνικών πολιτικών σχεδίων.
Κώστας Βαμβακάς
Σχόλια