Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*

 

Λένε πως στη ζωή συναντάει κανείς δύο κατηγορίες ανθρώπων. Εκείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους καλογυαλισμένες και τη ζωή τους γεμάτη θαυμαστικά κι εκείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους βρόμικες και τη ζωή τους γεμάτη ερωτηματικά.

Μην το παιδεύεις, ρε συγγραφέα, θα πει κανείς. Οι ξενέρωτοι και οι «μάγοι» ήτανε πάντοτε, στους αιώνες, η κυρίαρχη διάκριση των κοινωνιών, πέρα από διαλεκτικές μαρξιστικές αναλύσεις και τα συναφή. Οι πρώτοι, κάνουν ό,τι περνάει απ’ το χέρι τους για να σταματήσει η γη να γυρίζει. Ποτέ τους δεν τους έφτανε το «ότι» κι η μόνη έγνοια τους ήταν το «πώς».

Απαιτείται χάρισμα ανθρωποδιώκτη για να αποφύγεις τους πρώτους, ενώ χρειάζεται, είναι αλήθεια, γερή σιρμαγιά ψυχής και μάτι αλαφροΐσκιωτο για να ανταμώσεις –έστω για λίγο– τους δεύτερους. Βλέπεις, δεν τους χαρακτηρίζει η γυαλάδα και η λαμπερή στιλπνότητα που κάνει τους ανθρώπους του σήμερα να γίνονται ορατοί ή μάλλον υπαρκτοί…, επειδή, διαφορετικά, αγνοούνται.

Οπότε, όπου θαμπάδα και σκόνη, είναι μια πρώτη ένδειξη. Όπου χαρμόσυνη μελαγχολία στο βλέμμα, μια δεύτερη. Όπου τσαλάκωμα και πτύχωση των συναισθημάτων, ατράνταχτη βεβαιότητα. Όπου ολοσχερώς διαρρηγμένο κέλυφος εγωκεντρισμού, αποκαλυπτική συνάντηση.

Αντιθέτως, όπου γυαλισμένη στιλπνότητα, ειδοποιητήριο αποφυγής. Όπου κρυσταλλώδες βλέμμα ολόφρεσκου ιχθύος, σήμα κινδύνου. Όπου ατσαλάκωτη και αρυτίδωτη συναισθηματική επικάλυψη, να το βάζεις στα πόδια.

Κι εγώ, από γεννησιμιού μου ασφαλής και καλογυαλισμένος στον ατσαλάκωτο αθηναϊκό ορθολογισμό μου, μα κι απ’ την άλλη προικισμένος απ’ τα μετωπικά φιλιά της γιαγιάς μου –ακόμη και σήμερα τα θυμάμαι σαν τρακαρίσματα στο κούτελο με τις αλήθειες μου– βάζω με τον νου μου πώς αξιώθηκα να δω δυο-τρία ζευγάρια τέτοιες μπότες σκονισμένες.

Δεν ξέρω αν ήταν αριστεροί κι αν ήταν μορφωμένοι «ανθρώποι», μα η μορφή τους είχε μιαν Αριστερά που τονιζόταν πάντα στη λήγουσα. Οι αρχές τους πάντα μισερές, λειψές, εθελούσια ακρωτηριασμένες, λες και τους έφταιγε το ίδιο το «είναι» τους. Μα τα τέλη τους απλήρωτα από το πρώτο σέντσι. Τα δόγματά τους πάντα δόξαζαν τους Άλλους. Μα έλεος πια, πόσος αυτοθυσιαστικός «μαζοχισμός»!

Τους είδα να δακρύζουνε και να γίνονται κομμάτια για ό,τι οι πολλοί θα ‘λέγαν «ένα τίποτα». Για ένα «έτσι». Για το «έτσι». Για το «γαμώτο» της χαλασμένης και αναμφιβόλως αναποτελεσματικής πυξίδας τους. Τους άκουσα να γελούνε τρανταχτά στις μικροαγωνίες της καθημερινότητας, σαρκάζοντας την επιτυχία και τους μετρητές των αποτελεσμάτων. Τους είδα να οικοδομούνε σε μια νύχτα ό,τι οι πολλοί θα χρειάζονταν βδομάδες. Χτίζαν δωμάτια σ’ ένα σπίτι που δεν περίμεναν πια κανέναν. Βεβαιωμένα, δεν περίμεναν κανέναν. Οικοδόμοι του «κι όμως», ενάντια σε κάθε «μην τυχόν».

Φλογισμένοι από την πιο απερίσκεπτη καλή ελπίδα. Τους ένιωσα να εξαντλούν το «είναι» και το στερνό το «έχει» τους, πεισματικά χαρισμένοι, δίχως καμία φειδώ.

Ήταν καιροί που χαραμίστηκαν, κι ύστερα ήρθαν κι άλλοι που αφήσανε τα όνειρα απλήρωτα. Ε και; Η μεγαλύτερη σκοτεινιά είναι πάντα τρανό σημάδι πως έρχεται ξημέρωμα, θα σου πουν. Κι όταν γύρω σου απλώνεται βουνό το σκοτάδι, είναι που είσαι εσύ το φως.

Τους είδα μια νύχτα στην άκρη της θάλασσας –και τότε βεβαιώθηκα–, είχαν αφήσει παράμερα τις λερές τους μπότες και πλατσούριζαν στα ρηχά, μαζεύοντας τα σαπιόξυλα που τους ξέβραζε η θάλασσα. Κρυφοκοίταξα στην κλειδαρότρυπα των ψυχών τους. Τα έκαναν σχεδίες και δραπέτευαν πέρα, κατ’ ευθείαν προς τη γραμμή του ορίζοντος. Τραγούδαγαν τον λαμπρό θούριό τους «Καλύτερα μιας ώρας ερωτηματικά παρά σαράντα χρόνια χαζά θαυμαστικά».

Μάζευαν τα σάπια ξύλα. Τι να τα κάνουν; Κι όμως, ναι, μάζευαν τα σαπιόξυλα, τα έκαναν σχεδίες και δραπέτευαν. Τους ζήλεψα, πέρα κατ’ ευθείαν προς τη γραμμή του ορίζοντος, πάνε να δώσουν ακόμη μια σπρωξιά στη γη, είπα.

Γι’ αυτό σου λέω, να τους αγαπάς και να πετάς τα παλιά σου έπιπλα στη θάλασσα…

 

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του «Το ελληνικό τραύμα» (Νησίδες, 2016)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!