του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

1. Ενώ το ενδιαφέρον στην παρούσα εκλογική αναμέτρηση φαίνεται να εστιάζεται βασικά στον ανταγωνισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και στις επιδόσεις των ευρισκόμενων εγγύς του μαγικού 3%, η Ν.Δ. φοβούμενη συρρίκνωση του ποσοστού για μια σειρά όχι αβάσιμων λόγων έκρινε σκόπιμη την «παραβίαση» μιας άτυπης, τηρηθείσας μέχρι πρόσφατα, γραμμής, δηλ. τον αποκλεισμό από τη συζήτηση των τριών μεγάλων κομμάτων των εθνικών θεμάτων, ιδίως δε των λίαν ευαίσθητων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αφορμή στην καθυστερημένη, βασικά υποκριτική και ψηφοθηρική εκμετάλλευση της εκλογής δύο μουσουλμάνων βουλευτών στη Ροδόπη, των οποίων η στενή σχέση με το προξενείο της Κομοτηνής υποτίθεται ότι είναι γνωστή στον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως και η ανοχή της ελληνικής πολιτείας στην απαράδεκτη δράση του τουρκικού προξενείου είναι διαχρονική και διακομματική και η μικροπολιτική σκοπιμότητα και τυφλότητα σύνηθες φαινόμενο των εκλογικών αναμετρήσεων στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Βεβαίως δεν πρέπει να υποτιμάται η συμβολή της απαράδεκτης, μυωπικής και υπονομευτικής των εθνικών συμφερόντων πολιτικής των κυβερνήσεων έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ‘90, στην παρούσα, εγκυμονούσα, λόγω και της μείωσης του χριστιανικού πληθυσμού, τον κίνδυνο αυτονόμησης και «κοσοβοποίησης», συγκυρία.

Ωστόσο, ανεξαρτήτως βασιμότητας των φόβων της Ν.Δ. για συρρίκνωση της κοινοβουλευτικής της αυτοδυναμίας, εξέλιξης συνδεόμενης άρρητα ιδίως με τις επιδόσεις των μικρών κομμάτων, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής η πιθανότητα όχι μόνο μιας σημαντικής ενίσχυσης της αυτοδυναμίας, αλλά ακόμη, όσο δυσχερής ή και ανεδαφική εμφανίζεται η επίτευξη του αποκαλυφθέντος (δηλώσεις Γεωργιάδη), παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού περί του αντιθέτου, στόχου της εκλογής 180 βουλευτών. Ανεξαρτήτως, πάντως, από τις ελάχιστες έως μηδαμινές, πιθανότητες υλοποίησης του στόχου αυτού δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο κίνδυνος, μια ενισχυμένη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία να οδηγήσει σε αύξηση της αλαζονείας, της αυθαιρεσίας και του αυταρχισμού της νέας κυβέρνησης. Τα «λαμπρά επιτεύγματα» του περιβόητου «επιτελικού κράτους» στον νευραλγικό για τον (μετα)δημοκρατικό ψηφιακό καπιταλισμό της επιτήρησης (S. Zuboff) τομέα των «επισυνδέσεων», μάλιστα σε αγαστή συνεργασία με ιδιώτες, ιδίως δε η αδιανόητη για ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, παρά το όποιο μεταδημοκρατικό εκφυλισμό του αντιμετώπιση του από την κυβέρνηση, συνδυαζόμενη με ένα γενικότερο «κοινωνικό μιθριδατισμό» έναντι φαινόμενων παρακολούθησης, επιβεβαιώνουν τη βασιμότητα μιας τέτοιας εξέλιξης.

2. Παρά τις ελάχιστες έως μηδαμινές πιθανότητες η Ν.Δ. να εκλέξει 180 βουλευτές, αν δεν προκύψει κάποιο νέο «εκλογικό σοκ», το ενδιαφέρον της παραμένει ισχυρό. Αυτό οφείλεται εν πρώτοις στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των τριών πέμπτων των βουλευτών συνδέεται με την εκπεφρασμένη επιθυμία της να προβεί σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Τούτο δε καθώς είναι γνωστό, «η ανάγκη αναθεώρησης διατυπώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών». Αυτό σημαίνει ότι η Βουλή που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές θα μπορούσε να προτείνει τις αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος από το 2024. Ωστόσο η αποφασίζουσα την αναθεώρηση Βουλή θα είναι εκείνη που θα προκύψει από τις εκλογές του 2027. Δεν πρέπει, βεβαίως, να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η επικείμενη, προτείνουσα Βουλή, επιλέγουσα τις προς αναθεώρηση διατάξεις, καθορίζει την ατζέντα της αναθεώρησης. Πάντως δεν αποκλείεται η, εκφράζουσα διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων, αποφασίζουσα Βουλή να προσδώσει άλλο περιεχόμενο στις αναθεωρητές διατάξεις. Είναι πάντως ευνόητο ότι η επιλογή των επίμαχων διατάξεων από μια νεοδημοκρατούμενη προτείνουσα Βουλή θα στόχευε στην «εκτροπή» του Συντάγματος από τον φιλελεύθερο-κοινωνικοκεντρικό προσανατολισμό του και να το οδηγήσει σε μια ατομοκεντρική, νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. (Πρβλ. Γ. Μπασκάκη, Εφ.Συν., 23.05.2023). Στο στόχαστρο μιας τέτοιας συνταγματικής αναθεώρησης θα βρίσκονταν κατά κύριο λόγο τα άρθρα 16 (αναγνώριση ιδιωτικών πανεπιστημίων), 22 (κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, ΣΣΕ, διαιτησία), 23 (συνδικαλιστικό δικαίωμα, απεργία), 29 παρ.1 (συμμετοχή πολιτικών κομμάτων στις εκλογές), 51 παρ.3 (αφαίρεση δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι λόγω απλής ποινικής καταδίκης). Αλλά η διάταξη εκείνη του Συντάγματος η οποία ήδη από την ψήφιση της απετέλεσε «κόκκινο πανί» για τον επελαύνοντα ήδη στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, νεοφιλελευθερισμό, είναι εκείνη του άρθρου 106 παρ.1 Πρόκειται για μια κορυφαία επιλογή του συντακτικού νομοθέτη για τον κοινωνικό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, με στόχο την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος: για μια «κοινωνικά δεσμευμένη οικονομία της αγοράς».

3. Οι επιλογές αυτές και το όλο ιδεολογικό και οικονομικοπολιτικό τους στίγμα έχουν τη «μικρή» αλλά αποκαλυπτική δικαιοπολιτική τους ιστορία. Αρκεί να θυμηθούμε τις πολύ «προχωρημένες» και «ριζοσπαστικές» «καινοτόμες προτάσεις» αναθεώρησης του Συντάγματος που διετύπωσε μια Επιτροπή στην οποία πλην των θιασωτών του νεοφιλελευθερισμού, Σ. Μάνου και Π. Βουρλούμη, συμμετείχαν και οι καθηγητές Ν. Αλιβιζάτος, Γ. Γεραπετρίτης και Φ. Σπυρόπουλος (βλ σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, κ.ά., Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, 2016). Πρόκειται πράγματι για προτάσεις που, καθώς κινούνται ακραία νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, όχι αδίκως χαρακτηρίστηκε ως «συνταγματοποίηση του μνημονιακού καθεστώτος» (Θ. Ψήμμας, Εφ.Συν., 13.06.2023). Ως χαρακτηριστική του πνεύματος των επίμαχων προτάσεων αξίζει προκαταβολικά να εξαρθεί η όχι απλώς «καινοφανής» αλλά «πρωτοφανής» στα παγκόσμια συνταγματικά και δικαιοπολιτικά δεδομένα, καθόσον τουλάχιστον γνωρίζω, πρόταση αναγωγής της ανταπεργίας σε θεμελιακό συνταγματικό δικαίωμα (!), ανταγωνιστικό και αναιρετικό, βεβαίως, εκείνου της απεργίας.

Πέραν αυτού, αξιομνημόνευτες, ως ιδιαιτέρως ενδεικτικές της όλης φιλοσοφίας της επίμαχης αναθεώρησης είναι οι παρεμβάσεις που αφορούν στα ακόλουθα άρθρα: άρθρο 5Α (δυσεξήγητη έως ακατανόητη κατάργηση της νεοπαγούς, σύμφωνης με τις απαιτήσεις της κοινωνίας της πληροφορίας, ρύθμισης που προστατεύει το δικαίωμα πληροφόρησης), άρθρο 9Α (σχετικοποίηση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων μέσω απάλειψης, της αναγνωρίζουσας σχετικό δικαίωμα, ρύθμισης), 14 παρ.9 (ιδιοκτησιακό καθεστώς και κρατικός έλεγχος ΜΜΕ, κατάργηση της απαγόρευσης συγκέντρωσης του ελέγχου περισσότερων Μέσων Ενημέρωσης), 15 παρ.2 (κατάργηση κοινωνικής – πολιτιστικής αποστολής ΜΜΕ), 16 (ριζική «αναμόρφωση» ιδίως μέσω αναγνώρισης της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, διευκόλυνση εγκατάστασης αλλοδαπών πανεπιστημίων, αποεθνικοποίηση και αποθρησκευτικοποίηση της αποστολής της παιδείας), 17 παρ.1 (αποδέσμευση της ιδιοκτησίας από κοινωνικές δεσμεύσεις), 22 (κατάργηση κοινωνικού δικαιώματος εργασίας και της προστασίας της οικογένειας, της μητρότητας και των πολυτέκνων μέσω ένταξης τους στην ούτως ή άλλως, αόριστη και ρευστή, έννοια, του ευρισκόμενου σε όλες της χώρες του (μετα)δημοκρατικού καπιταλισμού της Δύσης σε προϊούσα απορρύθμιση, κοινωνικού κράτους για λόγους «εκλογίκευσης» και «επιστημονικής ειλικρίνειας»), 23 (αναγωγή της ανταπεργίας σε συνταγματικό δικαίωμα, περιορισμός της άσκησης του δικαιώματος απεργίας), 29 (αναγνώριση δυνατότητας απαγόρευσης πολιτικού κόμματος η ηγεσία του οποίου παροτρύνει ή ανέχεται τη χρήση βίας, προφανώς ανεξαρτήτως πολιτικοϊδεολογικής προέλευσης), 51 (απώλεια εκλογικού δικαιώματος ως συνέπεια απλής ποινικής καταδίκης), 103 (κατάργηση μονιμότητας δημοσίων υπαλλήλων) και τέλος 106 (κατάργηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία για εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος). Οι «καινοτόμες» αυτές προτάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν ως αναγγελτικές της οικονομικο-πολιτικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης μιας σχεδιαζόμενης από τη Ν.Δ. αναθεώρησης του Συντάγματος.

Το ενδιαφέρον της Ν.Δ. για την εκλογή 180 βουλευτών δεν περιορίζεται στο ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος. [Αλλά επεκτείνεται και σε] ένα κρίσιμο ζήτημα, έναν σοβαρότατο κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα, που έχει μεν επισημανθεί, αλλά δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής και δημοσιότητας: ένα εν εξελίξει ευρισκόμενο «Απόρρητο Σχέδιο» για την παραπομπή μέρους των εκκρεμουσών «ελληνοτουρκικών διαφορών» στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

4. Ωστόσο, το ενδιαφέρον της Ν.Δ. για την εκλογή 180 βουλευτών δεν περιορίζεται στο ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, που, άλλωστε, στην όποια έστω μηδαμινή πιθανότητα, επίτευξης του στόχου αυτού θα απαιτούσε και την παρέλευση τετραετίας μέχρι τη μεθεπόμενη Βουλή για να υλοποιηθεί. Τούτο δε καθώς η πλειοψηφία των τριών πέμπτων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί κατά αμεσότατο τρόπο. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, έναν σοβαρότατο κίνδυνο για τα εθνικά συμφέροντα, που έχει μεν επισημανθεί, αλλά δεν έχει τύχει της δέουσας προσοχής και δημοσιότητας: ένα εν εξελίξει ευρισκόμενο «Απόρρητο Σχέδιο» για την παραπομπή μέρους των εκκρεμουσών «ελληνοτουρκικών διαφορών» στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (βλ. σχετικά Μ. Κοττάκη, ΕΣΤΙΑ, 29.05.2023)

Όπως είναι γνωστό, κατά το άρθρο 28 παρ.2 του Συντάγματος «για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη «μπορεί να αναγνωρισθεί με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή την συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών». Βεβαίως, η ρύθμιση αυτή, μαζί με την επόμενη που αναφέρεται στη μέσω νόμου και με απόλυτη πλειοψηφία εκχώρηση υπό όρους μέρους της εθνικής κυριαρχίας, συναποτελούν ένα ενιαίο «κανονιστικό συγκρότημα» (Κ. Χρυσόγονος), θεμελιωτικό της συμμετοχής της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η εφαρμογή τους και σε άλλες συναφείς περιπτώσεις (Σαρηγιαννίδης αρ. 65). Παρατηρητέον εξάλλου ότι η αναφορά στο «σπουδαίο εθνικό συμφέρον», αντί στην, αρχική και πλέον δόκιμη, «εξυπηρέτηση της παγκόσμιας ειρήνης», λόγω της αοριστίας και ελαστικότητας της γενικής αυτής ρήτρας ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει δυσεπίλυτα ερμηνευτικά προβλήματα. Συνδυαζόμενη δε η αναγνώριση και η μεταφορά προβλεπόμενων από το Σύνταγμα αρμοδιοτήτων σε διεθνής οργανισμούς καθώς εμπεριέχει από τη φύση του πράγματος περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, καθίσταται ευάλωτη σε επικίνδυνες υπερβάσεις, απειλούσες ακόμα και τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας. Στην κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα ζώνη περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας ανήκουν μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες (δηλ. την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ). Έτσι, με την επίκληση σπουδαίου «εθνικού συμφέροντος» και προαγωγής της «ανάγκης συνεργασίας με άλλα κράτη» η χώρα μπορεί να περιοριστεί από την άσκηση των προαναφερθέντων δικαιωμάτων ή και να απόσχει από αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική κυρωμένη συμφωνία θα ψηφιστεί από 180 βουλευτές. Ένα τέτοιο ζήτημα θα μπορούσε να εμφανιστεί στο πλαίσιο π.χ. ενός συμφώνου μη επίθεσης ή ειρήνης, μείωσης ή ελέγχου των εξοπλισμών ή μιας αμυντικής συμφωνίας (Σαρηγιαννίδη, αριθ. 78-79).

5. Κατόπιν αυτών, ανεξαρτήτως της ύπαρξης συγκεκριμένου «Απορρήτου Σχεδίου», τυγχάνοντος της βασικής συναίνεσης των μερών, μόνο το γεγονός της επικείμενης επανέναρξης του σχετικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την επίλυση υποτίθεται μόνο των αφορουσών την «υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ» διαφορών μέσω προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης, η επικαιροποίηση του άρθρου 28 παρ.2 του Συντάγματος είναι εμφανής. Δεν πρέπει πάντως να υποτιμηθεί ο κίνδυνος υπονόμευσης της σχετικής διαδικασίας από το κρίσιμο ζήτημα των βραχονησίδων στο Αιγαίο και την Μεσόγειο, ο χειρισμός του οποίου από την Ελλάδα υπήρξε τουλάχιστον αδέξιος, αν όχι καταστροφικός (βλ. ενδιαφέρουσα ανάλυση Κ. Αδάμ, Κυριακάτικη Δημοκρατία, 11.06.2023) αλλά και ούτε η ανυποχώρητη αξίωση της Τουρκίας για παραπομπή και των «παρεμπιπτόντων ζητημάτων» πρέπει να παραβλεφθεί. (βλ. σχετικά Γ. Ματζουράνης SLpress, 20.05.2023). Σημειωτέον ότι εκφράζεται, όχι εντελώς αβάσιμα, ο φόβος ότι στο επίμαχο «Απόρρητο Σχέδιο» συμπεριλαμβάνεται και η διευθέτηση του, αρρήκτως συνδεόμενου με το δικαίωμα νόμιμης άμυνας της χώρας, κομβικού ζητήματος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών (Μ. Κοττάκης, ο.π.), η οποία, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό έχει ήδη de facto με τη μεταφορά όπλων στην Ουκρανία συντελεστεί, χωρίς το κενό να έχει αντικατασταθεί από πιο «σύγχρονο» δυτικής προέλευσης εξοπλισμό. Βεβαίως μία τέτοια διεύρυνση της ατζέντας του συνυποσχετικού, συνοδευόμενη βεβαίως από ισχυρές «εταιρικές» και «συμμαχικές» πιέσεις καλυπτόμενες από τον μανδύα ενός «αδήριτου» σπουδαίου εθνικού συμφέροντος, θα αποτελούσε μία ιδιαιτέρως δυσχερή, πολύπλοκή και δυσοίωνη εξέλιξη. Τούτο δε καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει το «διακύβευμα της εθνικής κυριαρχίας» εκτός συνταγματικών ορίων. Ιδιαίτερη, πάντως, προσοχή απαιτούν πιθανές «παγίδες» όπως συμφωνία για «ταυτόχρονο αφοπλισμό μέσω απομάκρυνσης στη μικρασιατική ενδοχώρα της τουρκικής αποβατικής δύναμης ως αντισταθμίσματος του αφοπλισμού των νησιών, σύμφωνο μη επίθεσης, η θέση των αποστρατιωτικοποιημένων νησιών υπό το καθεστώς ειδικής ΝΑΤΟϊκής προστασίας κ.λπ.». Δεδομένης όμως της εμφανιζόμενης ως πάγιας διακομματικής θέσης ότι μόνο ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι προς παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης –και όχι στο κατεξοχήν αρμόδιο κατά το δίκαιο της θάλασσας δικαστήριο του Αμβούργου (;)– καίτι ενίοτε γίνεται «εκ παραδρομής(;)» λόγος για «θαλάσσιες ζώνες», η υπογραφή ενός «διευρυμένου» συνυποσχετικού, θέτοντος στην κρίση ενός τρίτου, κρίσιμα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, αποτελεί ένα τέτοιο βάρος που ακόμα και οι ώμοι μιας Βουλής στηριζόμενης σε μια ισχυρή διακομματική συναίνεση δύσκολα θα μπορούσαν να σηκώσουν. Ανεξαρτήτως πάντως με τα συνδεόμενα με τον, κατά τα φαινόμενα, ανέφικτο στόχο της εκλογής 180 βουλευτών, προαναφερθέντα ζητήματα ως ίσως το βασικό διακύβευμα των επικείμενων εκλογών, όπως φαίνονται να διαμορφώνονται τα πράγματα, είναι η ανάσχεση της δυναμικής αυτοδυναμίας της Ν.Δ. και συνακόλουθα της μείωσης του κινδύνου επανεμφάνισης ενός πιο αυτάρεσκου, επηρμένου και αυταρχικού «επιτελικού κράτους» και ενίσχυσης της αντίστασης κατά της επαπειλούμενης συνέχισης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Ο στόχος αυτός είναι μεν δυσχερής, αλλά όχι ανέφικτος. Η ταυτόχρονη αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (;), συνοδευόμενη από μια πτώση των ποσοστών της Ν.Δ. και συνδυαζόμενη από μία επταμελή, και γιατί όχι, οκταμελή Βουλή θα αποτελούσαν τις ιδανικές συνθήκες για την επίτευξη ενός τόσο φιλόδοξου στόχου. Βεβαίως, οι τελευταίες εξελίξεις που κυριαρχούν στον προεκλογικό αγώνα φαίνεται να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή την ενίσχυση της Ν.Δ. Πιο συγκεκριμένα οι ανακύψασες αντιπαραθέσεις στους κόλπους των αναπτυσσόντων δυναμική υπερβάσης του 3% κομμάτων, η έξαρση του διμέτωπου αγώνα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η έμμεση, πλην σαφής, παρέμβαση της εκκλησίας κατά του κόμματος «Νίκη» και τέλος η όψιμη καιροσκοπική και ψηφοθηρική και ενόψει του αναμενόμενου, ήδη ναρκοθετημένου, ελληνοτουρκικού διαλόγου, εθνικά επικίνδυνη ανακίνηση από την Ν.Δ. του διαχρονικού και διακομματικά παραμελημένου κρίσιμου ζητήματος των απαράδεκτων παρεμβάσεων του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής στις μειονοτικές περιοχές (στήριξη Ν.Δ. από τον περιβόητο Σαδίκ στις εκλογές του 1990 – αποκλεισμός της ακτιβίστριας Ρομά Σαμπιχά Σουλεϊμάν το 2014 από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ) αντικειμενικά λειτουργούν υπέρ της ενισχυμένης παρουσίας της Ν.Δ. στην ερχόμενη Βουλή.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Μ. Σαρηγιαννίδης, άρθρο 28 Συντ., σε: Το Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία. Εκδ. Σακκουλα 2017, (επιμ. Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης)
  • Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2020
  • Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2022
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!