του Νίκου Σταθόπουλου*

Η χριστουγεννιάτικη σκηνοθεσία των ημερών, ανανεώνει, και στις δύο πλευρές της «αντιθρησκευτικής σκέψης» (την αστική και την «επαναστατική»), τη «βεβαιότητα» ότι πρόκειται για «μύθο» και «αυταπάτη», ένα απλοϊκό υπνωτιστικό παραμύθι… Αυτή η προσέγγιση είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, απευθείας γεννημένη από το «βασίλειο των πραγμάτων» του σύγχρονου υπερκαταναλωτικού καπιταλισμού, η οποία, κατά βάθος, απλώς υπηρετεί την αποπνευματικοποίηση της ζωής και την αναίρεση της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας.

«ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ τα δικά μας τα σακάτικα», όμως, η «μεταφυσική» των Χριστουγέννων συνιστά καίρια εναντίωση στις θετικιστικές συνταγές των τεχνικών της παγκοσμιοποιητικής εξουσίας. Είναι πτυχή της βαθύτερης βούλησης για υπέρβαση, ενάντια στην εμπορευματική «εμμένεια», δηλαδή ενάντια στην παθητική καθήλωση στο εμπορευματοποιημένο «ορθολογικό» κυρίαρχο «σύστημα ζωής», της γκλομπαλιστικής «προόδου».

Η όλη συμβολική των Χριστουγέννων, τα αναδεικνύουν ως μια βαθιά πολιτική πράξη πάθους για ζωή. Σε κάθε σπίτι φτωχικό, με τα ΜΑΤ των κατασχέσεων στην πόρτα, η τρομερή γητειά της Φάτνης εγγυάται ένα «βασιλιά» που ήρθε να θριαμβεύσει…

Διαβάζουμε στον Γ. Βαλέτα («Το προδομένο 21»): «Η λαϊκή θρησκεία στάθηκε στο πλάι του λαού και κατάφερε να του εξασφαλίσει πλέρια ενότητα, εθνική, κοσμοθεωρητική, ιδεολογική [….] Αφομοίωσε όλες τις εθνικές αξίες και τις βοήθησε να αναπτυχθούν σε δημιουργική κλίμακα [….] Έθρεψε τη σύναξη, έπαιξε κεντρικό οργανωτικό ρόλο σε διάφορες κοινωνικές μορφές, το πανηγύρι, την κοινότητα, το λαϊκό σχολειό, το συνεταιρισμό, τόνωσε το ομαδικό πνεύμα, την εθνική αλληλεγγύη και αδελφοσύνη.»

Σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται οι αποτιμήσεις της λαϊκής πίστης και η κατανόηση της δυναμικής των λαϊκών θρησκευτικών εθίμων. Οι «γιορτές» συμπυκνώνουν τις διεργασίες εξελικτικής συγκρότησης της ταυτότητας του λαού μας, του επαληθεύουν τη μοναδικότητα του κοσμοειδώλου του, και, έτσι, τον καθιστούν Κοινότητα και όχι άθροισμα. Μια πίστη τολμηρή και γήινη, που, χωρίς να προδίδει την αναφορά στο Θεό, ωστόσο, συνειδητοποιείται και ασκείται κοινωνικά: «Το πανηγύρι και η θρησκευτική πομπή έχουν καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα. Οι θρησκευτικές πομπές-περιφορές εικόνων, επιτάφιοι, αναστάσιμες πομπές, λιτανείες, όλα αυτά έχουν βαθύ αντιστασιακό δημοκρατικό περιεχόμενο και μοιάζουν με σημερινές διαδηλώσεις.» (Γ. Βαλέτας, ο.π.) Το έθιμο γίνεται σύμβαση «εορτής», όταν το «υποκείμενο» υπάρχει μόνο εντός του εγώ του… και η Μύηση ξεπέφτει σε «μελομακάρονα» και νυχτωδίες LSDίδικης «ευφορίας», όταν ο «άνθρωπος της ευχαριστιακής πίστης» καταντά «νάρκισσος της Επιθυμίας».

Και είναι ο Αλ. Παπαδιαμάντης που εξομοιώνει το πνεύμα της Γέννησης με τη θαυματουργή ελπίδα: «Η ταλαίπωρος γραία έστρωσε δια τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αυτή πλησίον των, τοις είπε να φυσήσουν υποκάτω του σκεπάσματός των δια να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη, ψευδομένη, αλλ’ ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζομένη την πικράν τύχην της» («Η σταχομαζώχτρα»). Και γίνεται αυτή η εξομοίωση, επενδύοντας τη βιοπάλη με την «αμνησία» μιας βάσιμης προσδοκίας (ο γιος της που είναι ξενιτεμένος και φοβάται πως την έχει λησμονήσει, αλλά βαθιά μέσα της καρτερά την ανταπόκρισή του): σημασία έχει να μην τα παρατάς! Ναι, η επιμονή της ζωής, κόντρα στο ηρωδιακό κράτος της αδικίας, της αναλγησίας και της οδύνης, η «καρτερία» όχι ως υπακοή αλλά ως ψυχική αυτοσυντήρηση και συνειδησιακή επαγρύπνηση.

Και είναι στο αριστούργημα «Στο Χριστό στο Κάστρο», όπου η θρησκευτική συνείδηση μετουσιώνεται σε ενεργητική αλληλεγγύη με ζωτική βάση τη βούληση της κοινότητας: μια αλλόκοτη και ετερόκλητη μειοψηφία «απόκοτων», δίνει στη ρωμέικη εκδοχή του δονκιχωτικού ανεμόμυλου το απελευθερωτικό κύρος του «κουράγιο, αδέλφια, ερχόμαστε». Και ο άνθρωπος φτάνει στο αποκλεισμένο ξωκκλήσι, όπου «συναντά» το Χριστό-πεπρωμένο του, σώζοντας τους συνανθρώπους που κινδύνευαν… Στην «υπόγεια» ηθική της παράδοσης, πίστη και ζωή συγχωνεύονται στο δοτικό φρόνημα της αδελφοσύνης… στον Νέο Ελληνισμό, ο Χριστός δεν είναι «ιδέα» και η πίστη είναι λειτουργία εθνικής ομοψυχίας επί ηθικών αρχών…

Η λαϊκή παράδοση, ποτέ δεν είχε τα Χριστούγεννα για «γιορτή», για στιγμιαίο θέαμα ευτυχίας, ούτε τους προσέδιδε «οικογενειακό χαρακτήρα». Αυτά επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του βίαιου εκδυτικισμού της κοινωνίας. Τα Χριστούγεννα ήταν το «κοινό τραπέζι» όπου δέσποζαν η «κοινοτική αρχή» και η «ηθική του δώρου», και με την ίδια συμβολική δυναμική λειτουργούσαν σαν «έκτακτη» αναδιανομή υπέρ των φτωχών και απόκληρων

ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με τον αποξενωμένο συμπεριφορισμό του παρόντος αεθνικού νευρόσπαστου, που, απλά και άβουλα, μόνο υιοθετεί προτυποποιημένες «διεθνείς» συμπεριφορές δηλαδή, που το τηλεχειρίζονται προς το δικό του «Κάστρο»-The Mall για τον δικό του «Χριστό»-Εμπόρευμα. Αλλά και ούτε οσμή «θεουσισμού», αυτής της παράλυτης συναλλακτικής ευλαβικότητας, της «πίστης»-αλισβερίσι με «παραγωγή καλών πράξεων» εκ του ασφαλούς και τυποποιημένης διεκπεραίωσης των «εκκλησιαστικών καθηκόντων».

Και είναι που «ποιώντας» περί Παπαδιαμάντη, ο Νίκος Καρούζος, θα «ομολογήσει» συμβολικά για την αυθεντικότητα των Χριστουγέννων, θα πει : «Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε / τον πόνο στο σωστό του ύψος / αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες / αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια / την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων / αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας /ο ανοξείδωτος» (Χορταριασμένα χάσματα, «Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος»).

Η λαϊκή παράδοση, ποτέ δεν είχε τα Χριστούγεννα για «γιορτή», για στιγμιαίο θέαμα ευτυχίας, ούτε τους προσέδιδε «οικογενειακό χαρακτήρα». Αυτά επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του βίαιου εκδυτικισμού της κοινωνίας. Τα Χριστούγεννα ήταν το «κοινό τραπέζι» όπου δέσποζαν η «κοινοτική αρχή» και η «ηθική του δώρου», και με την ίδια συμβολική δυναμική λειτουργούσαν σαν «έκτακτη» αναδιανομή υπέρ των φτωχών και απόκληρων. Προφανώς, τίποτα το «επαναστατικό», αν θεωρείς την επανάσταση «στιγμιαίο πολιτικό γεγονός» και το «μήνυμα» μια «αφήγηση» που οργανώνει φαντασιακά βολικά για τις εξουσίες. Ωστόσο, καταφάσκοντας το ξήλωμα κάθε ερεθίσματος για οίστρο ανατροπής της καθημερινότητας, απλώς ολοκληρωνόμαστε σαν δίποδη αφασία ενώπιον της οθόνης. Στην εθνική λαϊκή παράδοση, το «κοριτσάκι με τα σπίρτα» δεν έχει θέση, αφού απηχεί μια αποξενωμένη κοινωνία «διαχωρισμένων τραγωδιών», τις δυτικές κοινωνίες της «νομικής πίστης» με πρωτόκολλα και «εορταστικές επετείους»…

Τα Χριστούγεννα, τόσο η «απλή λαϊκή» σκέψη (με τον παγανισμό και την χοϊκότητά της), όσο και η δόκιμη πνευματικότητα του καλλιτέχνη, τα ένιωσαν ως εύλογη μετεξέλιξη ενός πανάρχαιου πολιτισμικού πυρήνα, ως «συγχρονία» ενός αδιάκοπου γίγνεσθαι. Είναι ο Άγγελος Σικελιανός («Πάσχα των Ελλήνων», κεφ. VII – «Η Γέννηση») που θα συνδέσει τη Φάτνη με τα έγκατα της προσωκρατικής σκέψης: «κι ό, τι στον κύκλο της βαθιά έχ’ η ζωή μας θρέψει / το ξαναφέρνει ολάκερο στην άμετρη σιγή, / για να ξανοίξει μέσα του μιαν υπερούσια γέψη, / στην πρωτινήν ανέκφραστη γυρίζοντας πηγή».

Και ο Φώτης Κόντογλου θα γράψει: «Οι δικές μας γιορτές ήταν σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουν τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους […] φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας […] Οι δικές μας γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους […].’χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρονται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε […] Δίνετε στους άλλους απ’ ό, τι έχετε, αφού το παραπάνω απ’ ό, τι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον» («Το φοβερόν μυστήριον»).

Η «ΑΠΟΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ» των Χριστουγέννων στην υπάρχουσα κοινωνική συνείδηση, είναι, στην πραγματικότητα, η πολιτισμική αποδόμηση του εθνικού συλλογικού, η παγίδευση στον καταναλωτικό φορμαλισμό της κυρίαρχης ηδονιστικής ηθικής. Είναι η μεθοδευμένη αποκοπή του λαού μας από τις πρωταρχικές νοηματοδοτήσεις του πεπρωμένου του, και, έτσι, η μοιραία υπαγωγή του στη συνειδησιακή και πολιτιστική αοριστία της παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Το χολυγουντιανό κιτς των «καταναλωτικών μονάδων» που «διασυνδέονται» σε τεχνικές «απόλαυσης», απηχεί την αποικιοποίηση της συνείδησης, το απόλυτο εσωτερικό πάγωμα ενός αγοραίου «θετικισμού» εκτός ιστορίας, εσωτερικού βάθους και δεσμών. Άνθρωποι-υπάλληλοι/καταναλωτές, μόνο τον Σάντα Κλάους μπορούν να «αισθανθούν», αφού είναι τόσο μετρήσιμος όσο και τα «περιθώρια κατανάλωσης, χρονιάρες μέρες»…

«Μέσα σ’ αυτή τη μαυρίλα, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τις φωνές της αντίστασης. Μια τέτοια φωνή πρόκειται αυτές τις μέρες να σεργιανίσει τους δρόμους […] Μιλάω για τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα […] Κάλαντα είναι μια διάθεση συνάντησης σε μια ακοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα είναι να ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου για να ξεχυθείς στο δρόμο, να αναζητήσεις τον άλλο, να του χτυπήσεις την πόρτα, να αποζητήσεις το πρόσωπό του. Κάλαντα είναι να μετατρέπεις τις πόρτες από ταφόπλακες σε ανοίγματα ζωής» (Θανάσης Παπαθανασίου, «Ο Θεός μου ο αλλοδαπός»).

Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει….

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!