Παραμένοντας κανείς στον αστερισμό των γκάλοπ και των δημοσκοπήσεων, διαπιστώνει ότι εξακολουθεί να είναι ισχυρή η εκλογική βάση στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η διαφορά με τη δεύτερη Ν.Δ. κυμαίνεται σε διψήφια έως και συντριπτικά ποσοστά. Τα παλιά καθαρόαιμα μνημονιακά κόμματα δυσκολεύονται να επανέλθουν στο προσκήνιο, ενώ και το νεόκοπο Ποτάμι δεν αυξάνει εύκολα το μερίδιο που διεκδικεί στο χώρο της πολυπλόκαμης Κεντροαριστεράς.
Από την άλλη μεριά, τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων προσφέρονται για πιο ουσιαστικά συμπεράσματα. Οι «δείκτες αισιοδοξίας» που αυξήθηκαν μετά την κυβερνητική αλλαγή, μειώνονται διαρκώς μετά τις 20 Φεβρουαρίου. Αλλά και η εμπιστοσύνη στη διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης πλήττεται με γρήγορους ρυθμούς, όσο αυξάνεται η φιλολογία του έντιμου συμβιβασμού. Καθιστώντας προβληματικές τις ερμηνείες της λαϊκής εντολής.
Επειδή, όμως, η πολιτική που παραμένει στο έδαφος της «τέχνης του εφικτού» δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις πιο ουσιαστικές διεργασίες, η «πρόθεση ψήφου» των πολιτών αφήνει ανοιχτά τα περιθώρια για πολιτικές πρωτοβουλίες στο άμεσο μέλλον. Την ίδια στιγμή που συνεχίζεται η επιχείρηση πολιτικής ασφυξίας δίπλα στην οικονομική που επιβάλλουν οι δανειστές.
Ταυτόχρονα, οι αδυναμίες διακυβέρνησης, ελλείψει άλλου είδους λύσεων που θα μπορούσαν να αναζητηθούν στο κοινωνικό σώμα, επιχειρείται να καλυφθούν με δάνεια από τον… θαυμαστό χώρο των παλιών πολιτικών, manager και τεχνοκρατών. Η προϋπηρεσία στο σημιτικό ΠΑΣΟΚ, ή και την καραμανλική Δεξιά, αλλά και σε κύκλους επιχειρηματικών συμφερόντων, μοιάζουν με σημαντικά προσόντα στα βιογραφικά όσων φιλοδοξούν να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό.
Παράλληλα, ο ρόλος για το κόμμα-ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον αυτός του κομπάρσου στο σίριαλ της πολιτικής επικαιρότητας που κυριαρχείται από την «διαπραγμάτευση». Μεγάλα τμήματά του έχουν μετακομίσει στον κρατικό-κυβερνητικό μηχανισμό, ενώ αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν χώρος ανούσιων ζυμώσεων. Ή και σαν «βαρίδι» που δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις εναλλαγές και τις πιεστικές ανάγκες μιας διακυβέρνησης που δεν ξεφεύγει από το συνηθισμένο μοντέλο. Έτσι, δυναμώνουν οι φωνές που καλούν την ηγεσία να πάρει το παιχνίδι πάνω της, αφήνοντας πίσω ένα κόμμα που κατά Γιούνκερ δεν είναι «νορμάλ» και κατά Θεοδωράκη κυριαρχείται από δογματικούς.
Η γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ
Τα όργανα του κόμματος, η Κ.Ε., η Πολιτική Γραμματεία, η Κοινοβουλευτική Ομάδα, καλούνται συνήθως να επικυρώσουν αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί. Ερχόμενα αντιμέτωπα με τετελεσμένα που αφήνουν περιθώρια μόνο «εφαρμογής» και «εκτέλεσης» αποφάσεων. Είτε πρόκειται, λίγο παλιότερα, για τα ψηφοδέλτια του κόμματος, είτε πιο πρόσφατα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ή για την διαπραγμάτευση και τις συμφωνίες που ετοιμάζονται, συνάπτονται ή «καθαρογράφονται». Η ενημέρωση είναι καταφανώς ελλιπής, ενώ η διαφωνία με την ασκούμενη πολιτική συχνά αντιμετωπίζεται σαν επιθετική ενέργεια που ίσως οδηγεί σε ταύτιση με τον… εξωτερικό εχθρό.
Στο εσωτερικό του κόμματος, δυο-τρεις οργανωμένες τάσεις στηρίζουν ενεργά κάθε κυβερνητικό χειρισμό και επιτίθενται στους «απείθαρχους». Η “Ενωτική Κίνηση” καθώς και η «Πλατφόρμα 2010» (Γ.Μπαλάφας και άλλοι) χωρίς διαφοροποιήσεις, ενώ η «Πρωτοβουλία των 53» προβάλλοντας κάποιες διαφωνίες για επιλογές προσώπων ή τομείς πολιτικής, αλλά επικυρώνοντας την κεντρική κατεύθυνση. Ακόμα μια “βάση στήριξης” βρίσκεται στο εξωτερικό, αφού οι Παπαδημούλης, Χρυσόγονος από την ομάδα των ευρωβουλευτών με συνεχείς παρεμβάσεις σπεύδουν να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο ξεστρατίσματος από τη ρότα του «έντιμου συμβιβασμού».
Από την άλλη μεριά, το μεγαλύτερο τμήμα της «αριστερής αντιπολίτευσης» φαίνεται περισσότερο να προσανατολίζεται στην απλή καταγραφή της διαφωνίας, ενώ έχει και το βάρος μερικών υπουργικών χαρτοφυλακίων. Έτσι, ορισμένα ΜΜΕ και ενημερωτικά blogs συχνά βλέπουν μικρότερες τάσεις ή «ανεξέλεγκτους» βουλευτές (ακόμα και από τους ΑνΕλ) να αποτελούν κίνδυνο για την κυβερνητική γραμμή, ενώ τα κυβερνητικά στελέχη διαβεβαιώνουν για το «αρραγές» του κοινοβουλευτικού μετώπου της συγκυβέρνησης.
Ασυνήθιστοι πονοκέφαλοι…
Δεν φαίνεται οι «παραδοσιακές» τάσεις και «συνιστώσες» να αποτελούν το μεγαλύτερο πονοκέφαλο για το Μαξίμου. Ολοένα και συχνότερα, στο στόχαστρο μπαίνουν «προσωπικές» επιδιώξεις και στρατηγικές. Ενδεικτικές οι περιπτώσεις του υπουργού Οικονομικών και της προέδρου της Βουλής. Ο μίνι ανασχηματισμός των διαπραγματευτικών ομάδων παρουσιάστηκε σαν συνηθισμένος χειρισμός χωρίς προεκτάσεις, χωρίς κανείς να πειστεί. Το «προσωπικό στυλ» Βαρουφάκη δεν φαίνεται να ενοχλεί μόνο τους «εταίρους», παρά τις δηλώσεις φιλίας και συνοχής.
Από την άλλη, η Ζωή Κωνσταντοπούλου «επενδύοντας», όπως φαίνεται, σε έναν ρόλο του νομοθετικού σώματος περισσότερο απαλλαγμένο από τον παραδοσιακό εναγκαλισμό με την εκτελεστική εξουσία, ενοχλεί το πρωθυπουργικό «περιβάλλον», όσο κι αν κάτι τέτοιο διαψεύδεται εκατέρωθεν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η απόπειρα να παρουσιαστεί, έστω και με περιτύλιγμα, μια συμφωνία που θα έρχεται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εντείνονται τριβές και αντιπαραθέσεις. Αυτή βέβαια είναι η λιγότερο σημαντική συνέπεια…
Γ.Π.