Το έγκλημα ως φαινόμενο ενδημικό, διασκορπισμένο στην κοινωνία. Του Στράτου Γεωργούλα

Έχει παρατηρηθεί ότι ο κυρίαρχος συμβατικός εγκληματολογικός λόγος και οι εγκληματολόγοι, σε μελέτες και έρευνες, συνήθως διαπνέονται από μία συγκεκριμένη επιθυμία: την τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς για να ταιριάζει στον κυρίαρχο κοινωνικό περίγυρο (καθώς θεωρείται ότι το άτομο οφείλει να αλλάξει κι όχι η κοινωνία). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μένουν εγκλωβισμένοι στη φυλακή της μερικότητας του αντικειμένου της ενασχόλησής τους. Γιατί, όπως ο Φρανκενστάιν στο μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλλεϋ δημιουργεί ζωή από μία δράση χωρίς όμως να νοιαστεί για την κοινωνική αντίδραση, έτσι και οι εγκληματολόγοι δεν μπορούν να διακρίνουν την ολιστική φύση του φαινομένου, το οποίο τεχνητά επιχειρούν να επιλύσουν.
Το έγκλημα και η παρέκκλιση έχουν έναν απαραίτητο διαλεκτικό χαρακτήρα δράσης και αντίδρασης, ο οποίος δεν μπορεί να διαχωριστεί στα δύο αλληλεπιδρώμενα στοιχεία του. Κάθε ανθρώπινη πράξη και συμπεριφορά (και όσες έχουν σημασιοδοτηθεί ως παρεκκλίνουσες) έχουν μία σαφέστατη διαλεκτική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα έναν σαφή χωροχρονικό προσδιορισμό. Ο κίνδυνος της αυτονόμησης του αντικειμένου της έρευνας από αυτές τις κοινωνικές καταβολές μπορεί να οδηγήσει σε νομιμοποίηση της επικρατούσας τάξης πραγμάτων. Για παράδειγμα, επιστημονικά ερωτήματα περί της φύσης του εγκλήματος, όταν εξειδικεύονται στην προσπάθεια ανακάλυψης αυτής της φύσης ―σαν να ερευνούν μία «άλλη» πραγματικότητα―, τότε οι επιδιωκόμενες απαντήσεις οδηγούν στην καταγραφή μίας γνώσης τεχνικής από «ειδικούς». Αν και θετικοποιούν τα όποια επιστημονικά συμπεράσματα, όπως καταγράφονται μέσα από τη χρήση επιστημονικών μεθόδων και τεχνικών, εν τούτοις το πλαίσιο δράσης τους είναι ιδεαλιστικό.

Ο δεξιός τρόπος να μιλάς για την εγκληματικότητα
Η κύρια ιδεολογία που υποστηρίζεται με αυτό τον τρόπο είναι η ιδεολογία της συντήρησης και της αναπαραγωγής μίας συγκεκριμένης κοινωνικής κατάστασης, την οποία όχι μόνο δεν θέτουν προς επιστημονική έρευνα, αλλά ούτε μελετάται κατά πόσο αυτή επιδρά στον τρόπο που τίθεται το βασικό επιστημονικό ερώτημα. Αν το επιστημονικό ερώτημα που τίθεται έχει θετικιστική χροιά (ποιο είναι το αίτιο, ποιο το αποτέλεσμα αυτής της πράξης) και αποκλείονται θέματα πολιτισμικών, ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών οπτικών, τότε η απάντηση εκ των προτέρων είναι τελεολογική και σαφέστατα συντηρητική, και καταλήγει μία ακαδημαϊκή δικαιολόγηση των υπαρχόντων πολιτικών στους θεσμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Αυτός είναι ο δεξιός τρόπος να μιλάς για την εγκληματικότητα και όχι ο μοναδικός – αν και παρουσιάζεται ως τέτοιος από την κατεστημένη τάξη, τόσο στο πεδίο της πολιτικής όσο και της αναπαραγωγής της επιστημονικής γνώσης.
Η αριστερή εγκληματολογία δεν ακολουθεί αυτό το δρόμο, αλλά επαναφέρει την κοινωνική θεωρία και την πολιτική σ’ αυτό που επικρατεί επί του παρόντος στον κυρίαρχο- δεξιό εγκληματολογικό λόγο, δηλαδή στη συζήτηση για τεχνικά ζητήματα εφαρμογών μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής. Όπως έγραφαν και οι συγγραφείς της «Νέας Εγκληματολογίας» η νέα ή κριτική εγκληματολογία δεν είναι παρά μία παλιά εγκληματολογία που θα επαναδιαπραγματευθεί τα ίδια ζητήματα που διαπραγματεύτηκαν και κλασικοί κοινωνικοί επιστήμονες. Στην ουσία, πρόκειται για μία κοινωνιολογική μελέτη του συνολικού κοινωνικού πλαισίου των ανισοτήτων δύναμης, πλούτου και εξουσίας, οι οποίες είναι αποτέλεσμα των ταξικών σχέσεων της σύγχρονης κοινωνίας με ταυτόχρονη κριτική άρνηση του αναλυτικού ατομικισμού, είτε με την ιδεαλιστική μορφή του νεοκλασικισμού (οπτικές που δίνουν έμφαση στην ατομική υπευθυνότητα και επιλογή, χρησιμοποιούν τα αναλυτικά εργαλεία του κόστους και του οφέλους -της εγκληματικής πράξης- και προτείνουν μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής τα οποία θα αυξάνουν αυτό το κόστος, πχ. αυστηροποίηση ποινών – μεγαλύτερη αστυνόμευση και θα μειώνουν το όφελος μίας εγκληματικής πράξης), είτε με τη μορφή του ατομικού θετικισμού (θεωρίες που έλκουν την καταγωγή τους από το βιολογικό και το ψυχολογικό ντετερμινισμό και οι οποίες δίνουν έμφαση στους ατομικούς εκείνους παράγοντες που «ωθούν τα άτομα να εγκληματήσουν», π.χ. γονίδια, κληρονομικότητα, ψυχικές ασθένειες, κλπ).

Στην παράδοση του διαλεκτικού υλισμού
Η αριστερή εγκληματολογία είναι μία μελέτη στην παράδοση του διαλεκτικού υλισμού, όπου τόσο η απόλυτη ελευθερία της βούλησης όσο και ο απόλυτος ντετερμινισμός καταρρίπτονται, μία μελέτη όπου προωθείται ο αντιθετικιστικός ριζοσπαστισμός πέρα από τον κόσμο των υποκειμενικών ερμηνειών στην κριτική της ιστορίας και της δομής της κοινωνίας, μία μελέτη όπου το εγκληματολογικό ενδιαφέρον προσανατολίζεται στα μεγάλα ερωτήματα της κοινωνικής δομής και των διαντιδράσεων ανθρώπων με τις δομές της εξουσίας και της κυριαρχίας στο πλαίσιο των οποίων το εγκληματικό φαινόμενο ως διαδικασία σημασιοδοτείται. Δεν χρειάζεται να ερευνάται το ξεχωριστό ως παθολογικό, καθώς το έγκλημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα περιθωριακό φαινόμενο, αλλά ως ένα φαινόμενο ενδημικό, διασκορπισμένο στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, η επίσημη κοινωνική αντίδραση σε αυτή τη σημασιοδότηση ―η εγκληματοποίηση― ως αναπόσπαστο κομμάτι τής ολότητας του φαινομένου, μελετάται μέσα από την οπτική της σύγκρουσης.
Η θεωρητική οπτική τής σύγκρουσης, ως εννοιολογικού εργαλείου για μία κοινωνιολογική ανάλυση της πραγματικότητας, αποτελεί ένα σαφώς ορισμένο πλαίσιο ανάπτυξης ερμηνειών, το οποίο αντιτίθεται στον λειτουργισμό. Το «αδιαμφισβήτητο κακό» προϊόν μίας κοινωνικής συναίνεσης αντικαθίσταται από το κακό που ορίζεται ως αποτέλεσμα μίας διαδικασίας εγκληματο-ποίησης η οποία ελέγχεται από τους κοινωνικά δυνατούς (νικητές στην κοινωνική σύγκρουση), σε βάρος των κοινωνικά αδυνάτων (χαμένων). Μία τέτοια κοινωνική σύγκρουση καταλήγει πάντα σε μία προσπάθεια συντήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας τού νικητή. Αυτό γίνεται καταρχήν με τον νόμο που προστατεύει πρωτίστως τα αγαθά και τις αξίες ή συμπεριφορές των δυνατών και συνεχίζεται με τη λειτουργία των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου οι οποίοι, με την εφαρμογή ή τις παραλείψεις τους, συντηρούν το αποτέλεσμα της προϋφιστάμενης σύγκρουσης. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική σύγκρουση, τόσο πιο πιθανό είναι οι δυνατοί να εγκληματο-ποιήσουν τη συμπεριφορά αυτών που αμφισβήτησαν ή αμφισβητούν την εξουσία τους και απειλούν τα συμφέροντά τους.

Η κριτική εγκληματολογία
Σύμφωνα με τα παραπάνω, στοιχειοθετείται το αναλυτικό πλαίσιο καταγραφής της εγκληματικότητας που ακολουθεί η κριτική εγκληματολογία η οποία χαρακτηρίζεται από κοινωνικά ερευνημένες παραδοχές, εκτιμήσεις, όπως οι παρακάτω:
α. Οι αξίες και τα συμφέροντα ενός ανθρώπου διαμορφώνονται από τις συνθήκες όπου ζει. Στις σύγχρονες κοινωνίες οι άνθρωποι ζουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, άρα διαφέρουν οι αξίες και τα συμφέροντά τους.
β. Οι άνθρωποι ενεργούν σύμφωνα με τις αξίες και τα συμφέροντά τους. Όταν οι αξίες είναι αντίθετες με τα συμφέροντά τους, τότε προσαρμόζουν τις αξίες στα συμφέροντα.
γ. Οι νόμοι έρχονται να υποστηρίξουν τις αξίες και τα συμφέροντα των ατόμων. Όταν υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και αξίες, τότε ο νόμος υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις αξίες της κυρίαρχης ή των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων.
δ. Συνήθως οι εφαρμοστές του νόμου, επειδή λειτουργούν μέσα σε γραφειοκρατικές δομές, πράττουν πιο γρήγορα και δυναμικά στις εύκολες περιπτώσεις, παρά στις δύσκολες. Οι εύκολες περιπτώσεις είναι αυτές των παραβάσεων από άτομα ή ομάδες που έχουν χαμηλή πολιτική και οικονομική ισχύ. Αντίθετα, οι δύσκολες περιπτώσεις είναι οι παραβάσεις των ισχυρών.
ε. Ακριβώς λόγω της προηγούμενης επιλεκτικής λειτουργίας των εφαρμοστών τού νόμου, η επίσημα καταγεγραμμένη εγκληματικότητα, η οποία είναι μία καταγραφή της δράσης αυτών των εφαρμοστών, θα παρουσιάζει στοιχεία που θα είναι σύμφωνα με την κατανομή ισχύος σ’ ένα κοινωνικό σύνολο. Δηλαδή οι περισσότεροι εγκληματίες αναμένεται να είναι άτομα χωρίς οικονομική και πολιτική ισχύ, που παραβιάζουν αξίες και συμφέροντα των ισχυρών.

Κοινωνική και οικονομική αλλαγή
Οφείλουμε λοιπόν, αντί να ψάχνουμε ψευδεπίγραφα και ιδεαλιστικά αίτια τού εγκλήματος, να δείξουμε πως το έγκλημα κατασκευάζεται πολιτικά και οικονομικά μέσα από τους θεσμούς του κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και ιστορικά σε κάθε κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό συνεπάγεται ότι η προτεραιότητά μας θα πρέπει να είναι και η μελέτη αυτών των θεσμών και οι προτάσεις για την αλλαγή τους. Ταυτόχρονα όμως, το ευρύτερο σκεπτικό θα πρέπει να είναι οι προτάσεις κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής της υπάρχουσας πραγματικότητας μέσα στην οποία παράγεται και συντηρείται το εγκληματικό φαινόμενο. Άλλωστε, μία εγκληματολογία η οποία δεν είναι προσανατολισμένη στην κατάργηση των ανισοτήτων πλούτου και εξουσίας είναι μία εγκληματολογία που θα καταλήξει να υπηρετεί τα συμφέροντα των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, νομιμοποιώντας επιστημονικά τις ενέργειές τους.
Δεν αρκεί να αμφισβητούμε τα εγκληματολογικά στερεότυπα χτίζοντας «εναλλακτικές φαινομενολογικές πραγματικότητες». Δεν αρκεί να ανακαλύπτουμε εναλλακτικές ποινές στη φυλάκιση, ή εναλλακτικές κοινωνικού ελέγχου ευρύτερα. Το κύριο έργο θα πρέπει να είναι το χτίσιμο μίας νέας, δίκαιης κοινωνίας, όπου τα στοιχεία της ανθρώπινης διαφορετικότητας δεν μπορεί να γίνουν υποκείμενα στη δύναμη της εγκληματοποίησης.

* Ο Στράτος Γεωργούλας
είναι επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!