του Γιάννη Ζήβα*

 

Η ακρόαση μιας συμφωνίας του μέγιστου σοβιετικού συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς, δεν μπορεί παρά να αγγίζει βαθιά την καρδιά κάθε ανθρώπου, ακόμη και του μη διαθέτοντος μουσικές γνώσεις. Όμως εκείνο το μουσικό κομμάτι που συγκινεί βαθύτερα όλους μας δεν είναι άλλο από το δεύτερο μέρος της 11ης Συμφωνίας του, το επονομαζόμενο «αφιέρωμα στους νεκρούς της 9ης Ιανουαρίου 1905». Επρόκειτο για τα γεγονότα που αποτέλεσαν το προανάκρουσμα της πρώτης μεγάλης ρωσικής επανάστασης του 1905, που κατά τον Λένιν αποτέλεσε την περίφημη «Γενική Δοκιμή», ενόψει της προπαρασκευής της Οχτωβριανής Επανάστασης. Τότε τα οργισμένα πλήθη της Αγίας Πετρούπολης κατέκλυσαν την Πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων και απαίτησαν «ψωμί και ελευθερία». Οι φρουρές του τσάρου δεν δίστασαν να ανοίξουν πυρ κατά του άοπλου πλήθους με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς. Η αργή μουσική του δευτέρου μέρους αυτής της Συμφωνίας είναι η μελωδία του πασίγνωστου ηρωικού και πένθιμου άσματος που ακούμε συνήθως στην εξόδιο ακολουθία κάποιου συντρόφου, το συγκλονιστικό «Επέσατε θύματα».

Όμως έχει αξία μία αναφορά στο έργο του συνθέτη που συνέδεσε το όνομά του όχι μόνο με την περίοδο ακμής της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και με την περίοδο εκφυλισμού της μεγάλης χώρας.

Στο έργο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς συνυπάρχουν στοιχεία τονικής αλλά και ατονικής μουσικής, διακρινόμενα για τη βαθιά γνώση των ηχοχρωμάτων, την πηγαία μελωδική γραμμή, τις εξέχουσες επιδόσεις του στην ενορχήστρωση αλλά και για τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του

Ο Σοστακόβιτς γεννήθηκε στην Πετρούπολη το 1906 σε περιβάλλον που ευνόησε τη μουσική κλίση του μικρού Ντμίτρι. Τα πρώτα του μουσικά γυμνάσματα με την παρότρυνση ιδιαίτερα της πιανίστας μητέρας του απέδειξαν ότι επρόκειτο να εξελιχθεί σε μία λαμπρή μουσική προσωπικότητα. Ήδη σε ηλικία 21 ετών συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία. Κατά τη δεκαετία του ’30 συνέθεσε πλήθος έργων μουσικής δωματίου, αλλά και μουσική μπαλέτου, όπως τον «Χρυσό Αιώνα» και τη «Βίδα». Κατά τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου συνέθεσε δύο αριστουργηματικές συμφωνίες την 7η (του Λένινγκραντ) και την 8η (Συμφωνία του πολέμου, αφιερωμένη στον μεγάλο μαέστρο Γκεβγκένι Μραβίνσκι). Συνολικά συνέθεσε 15 συμφωνίες και πολλά κουαρτέτα εγχόρδων και πνευστών. Θαυμάσιας έμπνευσης υπήρξαν τα κοντσέρτα του για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο. Πάμπολλες υπήρξαν οι εξαιρετικού γούστου ρομάντσες, το ρωσικό αντίστοιχο μουσικό είδος του γερμανικού λιντ. Συνέθεσε δύο αριστουργηματικές όπερες τη «Μύτη», εμπνευσμένη από το ομώνυμο έργο του Νικολάι Γκόγκολ και την «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», μετά την πρώτη εκτέλεση της οποίας υπέστη ανηλεή κριτική από το λογοκριτικό ιερατείο του Ζντάνωφ. Επικρίθηκε για αστικό φορμαλισμό και παρεκτροπή από τα θέσφατα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Δηλαδή υπέστη ταπεινωτική κριτική από μικρόνοες κομματικούς χαρτογιακάδες, που έβλεπαν από παντού εχθρούς της επανάστασης, ενώ οι εχθροί της ήταν αυτοί οι ίδιοι. Ένα άλλο μεγάλης έμπνευσης έργο υπήρξε η καντάτα «Στεπάν Ράζιν», ύμνος στην προσωπικότητα του επαναστάτη Ράζιν στα φρικτά χρόνια του τσαρισμού. Συνέθεσε πάμπολλους χορούς, όπως βαλς, πόλκες, μαζούρκες κ.ά. Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 υπήρξαν ομολογουμένως οι πλέον παραγωγικές για τον συνθέτη.

Στο έργο του συνυπάρχουν στοιχεία τονικής αλλά και ατονικής μουσικής, διακρινόμενα για τη βαθιά γνώση των ηχοχρωμάτων, την πηγαία μελωδική γραμμή, τις εξέχουσες επιδόσεις του στην ενορχήστρωση αλλά και για τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του. Δέχθηκε επιρροές από τους Κόρσακωφ και Μούσσοργκσκι ενώ θαύμαζε τους Μπαχ, Μάλερ και Τσαϊκόφσκι. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι σε μεγάλο μέρος του έργου του διέθετε μεγάλα αποθέματα ρομαντικής έμπνευσης.

 

* * *

 

Στην συμβίωσή του με τους φοιτητές των ωδείων, όπου δίδασκε απέδειξε τις εξαιρετικές πτυχές του χαρακτήρα του. Διακρινόταν για την προσήνεια, την αμίμητη απλότητα και την ειλικρινή ευγένειά του. Οι σχέσεις του με τους συγχρόνους του συνθέτες, ερμηνευτές και διευθυντές ορχήστρας άφησαν εποχή. Όλοι μιλούσαν και μιλούν για την μειλίχια συμπεριφορά αυτού του μεγάλου ανθρώπου. Ιδιαίτερα συνδεόταν με τον βιολοντσελίστα Ροστροπόβιτς και τη σύζυγό του υψίφωνο Βισνιέφσκαγια, καθώς και με τον διευθυντή της ορχήστρας του Λένινγκραντ Γκεβγκένι Μραβίνσκι, στους οποίους αφιέρωσε σειρά έργων του.

Η ζωή του βρισκόταν μεταξύ σφύρας και άκμονος. Κάθε βήμα στη συνθετική αλλά και στην μουσικοπαιδαγωγική του δραστηριότητα, διέτρεχε τον κίνδυνο της επίκρισης από την αμείλικτη λογοκρισία. Η μουσική του δεινότητα κατόρθωνε να κρύβει μέσα σε μελωδικές και αρμονικές συνηχήσεις νοήματα αντίστασης στην καταπίεση και να εξυμνεί την ελευθερία της έκφρασης και εντέλει τα ιδανικά όχι της αστικής αλλά της γνήσιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

Κατά μαρτυρίες συγχρόνων του διακατεχόταν από συνεχές άγχος και τρόμο. Λέγεται ότι είχε πάντοτε έτοιμη μία μικρή βαλίτσα δίπλα στην πόρτα του σπιτιού του για κάθε ενδεχόμενο.

Απέκτησε δύο παιδιά, τον Μαξίμ και την Γκαλίνα, εκ των οποίων ο πρώτος ως πιανίστας, παιδαγωγός και διευθυντής ορχήστρας επιδόθηκε στη διάδοση του έργου του πατέρα του.

Λόγω πολλαπλών προβλημάτων υγείας απεβίωσε σε ηλικία μόλις 70 ετών, τον Αύγουστο του 1975.

 

* Ο Γιάννης Ζήβας είναι μεταφραστής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!