Της Μαρίας Πετρίτσ. Η μέρα των Χριστουγέννων ξημέρωσε με ένα παράξενο, απόκοσμο φως.
Ο αέρας είχε το χρώμα της σκουριάς. Στον ουρανό πετούσαν ασημένια αεροπλάνα και μικρά μαύρα πουλιά. Στους δρόμους έτρεχαν αυτοκίνητα. Υπνωτισμένοι πεζοί σκουντουφλούσαν στα πεζοδρόμια, πάνω στις διαβάσεις. Φανάρι, αναμονή, βήμα ταχύ προς την απέναντι πλευρά και αυτό ήταν.
Παρ’ όλο που άλλες χρονιές ανήμερα τα Χριστούγεννα ήταν αργία, εκείνη τη χρονιά τα πάντα θα έμεναν εκτάκτως ανοιχτά. Τα μαγαζιά σήκωναν τις σιδεριές και φώτιζαν τις βιτρίνες τους. Περιπολικά με μπλε σειρήνες κινούνταν με ρυθμούς παράκρουσης στις διασταυρώσεις. Στα στενά άνθιζαν σκουπίδια. Γύρω από τους ξέχειλους σκουπιδοτενεκέδες σέρνονταν υπολείμματα τροφών και άδεια κονσερβοκούτια. Η μητρόπολη έμπαινε στη ζωή. Στην άκρη του ουρανού ένα ημιδιάφανο γαλακτώδες φεγγάρι κατέρρεε ασθμαίνοντας.
Η γυναίκα βγήκε στο δρόμο και κοίταξε γύρω της. Στην πλατεία είδε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του δήμου με τα μπλε και κόκκινα φωτάκια. Στη βάση του κοιμούνταν κουλουριασμένα δυο σκυλιά κι ένας άστεγος με αγιοβασιλιάτικο σκουφάκι. Οι περαστικοί δεν έδιναν σημασία στη σύγχρονη αναπαράσταση της Θείας φάτνης. Απλώς προσπερνούσαν με το κεφάλι σκυφτό.
Διέσχισε το πάρκο εισπνέοντας τον υγρό αέρα. Ο θόρυβος από τα τακούνια της τής φαινόταν εκκωφαντικός. Ένιωσε κάτι σαν απειλή να φτερουγίζει στον αέρα. Φαντάστηκε το χώρο πλημμυρισμένο από άρματα μάχης. Και στις σκεπές των σπιτιών πραξικοπηματίες πολιτικούς με τα καλάσνικοφ στο χέρι. Και πιο πάνω σιδερένια κουνούπια και μεταλλαγμένα πουλιά.
Στο πλακόστρωτο λίγο πριν το σταθμό διασταυρώθηκε με μια νεαρή έγκυο που προχωρούσε επιφυλακτικά με το δεξί χέρι πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της. Δίπλα της ένας άντρας με λεοπάρ παλτό κρατούσε στο χέρι του μια μυτερή ομπρέλα. Από τον ουρανό έπεφτε μια ψιλή, όξινη βροχή. Η γυναίκα σκέφτηκε πως αυτές οι μικρές αιχμηρές σταγόνες θα μπορούσαν να διαβρώσουν το δέρμα της μέλλουσας μητέρας και να βλάψουν οριστικά το έμβρυο. Ευτυχώς, τίποτε από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε τελικά. Η γυναίκα ήξερε πως οι περισσότεροι φόβοι της ήταν αστείοι.
Ο μελαμψός ζητιάνος με τις εφημερίδες την πλησίασε και της ζήτησε λεφτά. Στεκόταν στο ίδιο σημείο και της έπιανε την κουβέντα κάθε πρωί. Τον βαριόταν. Του έδωσε ένα τσιγάρο και όσα κέρματα βρήκε στην τσέπη της. Ούτως ή άλλως δεν είχε και πολλά λεφτά πάνω της. Την ρώτησε αν ήθελε να αγοράσει και μια εφημερίδα. Αυτή αρνήθηκε και προχώρησε. Τον άκουσε να της φωνάζει «Έλα κυρία, έλα…» και να την παρακαλεί να πάρει την εφημερίδα. Η επιμονή του της φάνηκε ενοχλητική.
Το λεωφορείο ήταν γεμάτο. Κάθισε πίσω από τον οδηγό και κοίταξε έξω. Οι προσόψεις των πολυκατοικιών ήταν στολισμένες με χρωματιστά αστέρια και φωτάκια που αναβόσβηναν. Τα μπαλκόνια έμοιαζαν με κλουβιά ζωολογικού κήπου. Στα παρτέρια έστεκαν μικρά έλατα γεμάτα κορδέλες και μπαλόνια. Στις κορυφές το υπέρλαμπρο άστρο γυάλιζε ψεύτικο και κάπως λυπηρό.
Το λεωφορείο ήταν παλιό και σε κάθε λακκούβα ο επιβάτες αναπηδούσαν νευρικά στις θέσεις τους. Δίπλα της ένας νεαρός με πολύ άγχος έτρωγε τα νύχια του. Η γυναίκα φοβήθηκε πως κάποια στιγμή τα δάχτυλά του θα μεταμορφώνονταν σε αντλίες και θα άρχιζαν να αναβλύζουν αίμα. Απέστρεψε το βλέμμα και προσπάθησε να μην ακούει καν τους απωθητικούς θορύβους της ονυχοφαγίας του. Ένιωθε δυσφορία. Το τζάμι είχε αρχίσει να θολώνει μπροστά στη μύτη της. Έξω η ζωή έμοιαζε με παιχνίδι playstation όπου όλα ήταν κάπως παραισθητικά.
Από το ραδιόφωνο ακουγόταν μια ακατάληπτη μελωδία που κανονικά θα έπρεπε να θυμίζει κάλαντα. Όμως το μόνο που θύμιζε ήταν κραυγές ινδιάνων από τα βάθη της ζούγκλας. Δίπλα στο κόκκινο φανάρι κάποιοι έκοβαν με τα πριόνια τους έναν παχύ κορμό. Το πρώην δέντρο τεμαχιζόταν για διακοσμητικούς λόγους. Δίπλα τους έχασκαν κάτι σακιά με κορδέλες και χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά. Όλα της φάνηκαν σκουπίδια.
Λίγο πιο κει, σε μια γκρίζα πολυκατοικία γίνονταν εργασίες. Κι άλλα τρυπάνια μόλυναν τον αέρα με υπερφυσικούς θορύβους. Η βουή διαπερνούσε τα κλειστά παράθυρα. Η γυναίκα ξεροκατάπιε και έκανε υπομονή. Ένιωσε πως το κεφάλι της μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά σε ένα ηλεκτρικό μίξερ. Η μέρα συνέχιζε να έχει το χρώμα της σκουριάς. Στο στόμα της εκείνη είχε την ίδια γεύση. Τίποτα δεν θύμιζε Χριστούγεννα έτσι όπως τα ήξερε παλιά.
«Αν μπορούσα να κάνω το θόρυβο μουσική», σκέφτηκε, «θα έγραφα τις τελευταίες μετά θάνατον συμφωνίες του Ξενάκι».
Στο απέναντι πεζοδρόμιο παρατήρησε μια γριά που περπατούσε κυρτωμένη. Στο χέρι της κρατούσε ένα κόκκινο κλουβί με ένα καναρίνι. Κάτι πάνω της φώναζε από αγάπη. Πίσω από τη γριά μια πλαστική κούκλα βιτρίνας χαμογελούσε άκαμπτα ντυμένη με μια στολή του σκι. Η σγουρή περούκα της έλαμπε αφύσικα από το υπερβολικό γκλίτερ. Τα χέρι της κρεμόταν στο πλάι της άχαρα και παγωμένα. Η όποια ομορφιά ή φρεσκάδα είχε προσπαθήσει να υποβάλει ο διακοσμητής έσπαγε τα μούτρα της πάνω στην κρυστάλλινη βιτρίνα και γύριζε πίσω χαστουκίζοντας το τεφλόν και το σιλικονένιο κορμί της κούκλας. Πάνω από την πόρτα κρεμόταν μια επιγραφή. «Εκπτώσεις».
Το λεωφορείο κινούνταν αργά. Η κίνηση αυξανόταν επικίνδυνα. Το κέντρο της πόλης έμοιαζε με αυλή τσίρκου όπου γίνονταν πάσης φύσεως πρόβες και δοκιμές. Η γυναίκα αναστέναξε και ετοιμάστηκε να κατέβει. Μάζεψε την τσάντα της και χαμογέλασε στον ονυχοφάγο. Εκείνος παραμέρισε αγχωμένα και η γυναίκα πάτησε το κουμπί που έγραφε «Στάση».
Κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και κατευθύνθηκε προς τη γνωστή πολυκατοικία. Τα περιστέρια πέταξαν στο πέρασμά της και μετά επέστρεψαν στα ψίχουλα που τσιμπολογούσαν από πριν. Από κάποια αόρατα μεγάφωνα ακούγονταν ψαλμωδίες και κάλαντα. Στις κολώνες της ΔΕΗ γυάλιζαν κηδειόχαρτα και διαφημιστικές αφίσες. «Ετών 89». «Πανηγύρι βιβλίου». «Συνοικιακή κουζίνα, ελεύθερα γεύματα». «Μπαζάρ χρησιμοποιημένων ενδυμάτων», «Θεατρική παράσταση “Να μην ξεχνάς τα Χριστούγεννα”», διάβασε και προσπάθησε να απομνημονεύσει την ώρα και τη διεύθυνση.
«Κάποτε χαρίζαμε καινούργια ρούχα. Τώρα ανακυκλώνουμε τα παλιά», σκέφτηκε προχωρώντας με το βλέμμα στις τσιμεντένιες πλάκες. «Και κάποτε τρώγαμε όλοι μαζί μαγειρευτό φαγητό και διαβάζαμε κολλαριστά βιβλία. Πότε ήταν αυτό το κάποτε, όμως;»
Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού που ξεχύθηκε στο δρόμο της χάιδεψε τη μύτη. Μπήκε στο φούρνο και αγόρασε λίγα μελομακάρονα, ένα τσουρέκι και μια φρατζόλα ψωμί. Ο δρόμος ήταν άδειος. Εδώ κι εκεί έσταζαν τα λούκια και βούιζε κάποιο κλιματιστικό. Μέσα στο κεφάλι της οι θόρυβοι είχαν καταλαγιάσει. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι της πολυκατοικίας και περίμενε. Είχε κλειδιά, όμως προτιμούσε πάντα να χτυπάει. Μετά έσπρωξε την πόρτα και κατέβηκε στο ημιυπόγειο.
«Καλώς την Κυρά μου!», της είπε ο άντρας και παραμέρισε αργά.
Η φωνή του της χάιδεψε τα τύμπανα σαν βαμβάκι. Το βλέμμα του ξεθωριασμένο, ήσυχο καφετί. Η γυναίκα μπήκε και ακούμπησε τα ψώνια στο τραπέζι. Εκείνος έκλεισε την πόρτα και την ακολούθησε στην κουζίνα. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Χαμογέλασαν.
Κάθισε σε μια καρέκλα και την κοίταξε. Εκείνη συνέχισε να στέκεται όρθια μπροστά του. Της φάνηκε κουρασμένος και αδύνατος. Γερασμένος. Και όμορφος.
Κοίταξε τα χέρια του. Είχαν γεμίσει καφετιά στίγματα και χοντρές φλέβες. Το δέρμα ήταν λεπτεπίλεπτο, νόμιζες πως θα σχιζόταν. Πήρε τη Nivea από το ντουλάπι και του έκανε λίγο μασάζ.
«Σ’ αγαπώ, μην το ξεχνάς».
Απέξω ακούστηκε ξαφνικά ένα κορνάρισμα και μετά άλλο ένα. Κοίταξαν ταυτόχρονα προς τον ακάλυπτο, απ’ όπου έφτανε ο απόηχος του δρόμου. Σε λίγο ξανάγινε ησυχία. Πρόσεξε πως η ρόμπα του ήταν τσαλακωμένη και πως τουρτούριζε. Άφησε την κρέμα και του κούμπωσε ένα κουμπί. Του χάιδεψε τα μαλλιά στρώνοντας τις λιγοστές λευκές τρίχες προς τα πίσω. Η επαφή με το χέρι της φαινόταν να του αρέσει.
Έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο. Αναγνώρισε αμέσως τη μυρωδιά του. Το δέρμα του προσώπου του ήταν λιπαρό και δροσερό. Εκείνος χασμουρήθηκε σιγανά κλείνοντας τα μάτια. Η γυναίκα παρατήρησε πως η γλώσσα του ήταν άσπρη από το γάλα ή το γιαούρτι που είχε φάει για πρωινό. Της φάνηκε εντελώς αθώος. Όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και περισσότερο με νεογέννητο μωρό. Όταν το θυμόταν αυτό η γυναίκα ένιωθε να πνίγεται από μια έντονη, άδικη θλίψη. Ίδια με κείνη που νιώθει κανείς όταν συναναστρέφεται με πιο αδύναμους ανθρώπους.
Πήγε στο δωμάτιό του και δυνάμωσε τη σόμπα. Έστρωσε τα σκεπάσματα και ανασήκωσε τα μαξιλάρια στο κρεβάτι. Ο χώρος μύριζε ιώδιο και κλεισούρα. Ίσως και λίγο γεροντίλα, όμως αυτό η γυναίκα απέφυγε να το ξανασκεφτεί.
«Έλα, ξάπλωσε και θα σου φέρω τσάι και μελομακάρονο», φώναξε διπλώνοντας μια παλιά πυτζάμα στην καρέκλα. «Το βράδυ θα κάνω χορτόσουπα να φάμε».
Σε λίγο εκείνος φάνηκε στην πόρτα σέρνοντας τα βήματά του. Τον βοήθησε να γδυθεί χωρίς να πουν λέξη. Ήταν η ώρα που είχε ξεχάσει πάλι το όνομά της, δεν αναγνώριζε καν την όψη της. Δεν ήξερε ποια ήταν και γιατί είχε έρθει στο σπίτι του. Γιατί θα έπρεπε, τον αφορούσε.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και την άφησε να τον σκεπάσει. Σε λίγο μπήκε στην κουζίνα και γύρισε με ένα φλιτζάνι τσάι κι ένα πιάτο γεμάτο τριμμένο μελομακάρονο. Ήξερε πως αλλιώς δεν μπορούσε να το μασήσει.
Τον τάισε αργά αργά, δίνοντάς του κάθε τόσο να πιεί τσάι με το κουτάλι. Εκείνος έτρωγε υπάκουα, σαν παιδί που δεν ξέρει τι του συμβαίνει. Λίγα ψίχουλα έπεσαν στο σεντόνι. Μια σταγόνα τσάι κύλησε στο σαγόνι του. Τον σκούπισε μαλακά και καθάρισε το σεντόνι. Στο τέλος άφησε το τσάι και το πιάτο δίπλα του και του έπιασε τα χέρια. Τον είδε να αποκοιμιέται γρήγορα, σχεδόν αγγελικά. Τράβηξε πιο πάνω την κουβέρτα και τον σκέπασε. Περιεργάστηκε το γερασμένο πρόσωπο και αφουγκράστηκε την αναπνοή του. Έπειτα έσκυψε πάνω του ξανά, τον φίλησε στο μέτωπο και βγήκε ακροπατώντας στο χολάκι.
Λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, άφησε ένα χαρτονόμισμα κάτω από το σεμεδάκι της κονσόλας και τακτοποίησε την κορνίζα με τη φωτογραφία του γάμου που θυμόταν στο ίδιο σημείο από τότε που θυμόταν και τον εαυτό της. Το απόγευμα θα ερχόταν η Βουλγάρα να τον περιποιηθεί και το βράδυ θα ξαναπέρναγε εκείνη. Όπως κάθε μέρα.
Λίγο πριν βγει στην είσοδο κοντοστάθηκε και κοίταξε προς το μέρος του.
«Καλά Χριστούγεννα μπαμπά», ψιθύρισε και διπλοκλείδωσε την πόρτα.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας