Το καλοκαίρι βρέθηκα κι εγώ στο Βερολίνο με το κεφάλι γεμάτο μύθους για τα όσα εναλλακτικά συμβαίνουν εκεί. Δυστυχώς μετά την πτώση του Τείχους άρχισε η σταδιακή αλλαγή της πόλης που έφτασε σήμερα να μην έχει καμία σχέση με όλο αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα που άνθισε τις προηγούμενες δεκαετίες.

Αν κανείς έχει αμφιβολίες για το τι ονειρεύεται η Γερμανία, αξίζει να κάνει μια βόλτα ως το Ράιχσταγκ και αν δει την καινούργια έδρα του Κοινοβουλίου, όπου διαφαίνονται οι «αυτοκρατορικές» βλέψεις στις απέραντες κτιριακές εγκαταστάσεις πλάι στο ποτάμι, με γυαλί και σίδερο.

Φυσικά υπάρχει ο κόσμος που αντιστέκεται στη μετατροπή των εναλλακτικών στεκιών σε μεγάλα εμπορικά κέντρα και rbnb… Δεν ξέρω όμως τι μπορούν να πετύχουν…

Σε μια φτωχογειτονιά που τριγύρισα και συζήτησα με διάφορους ανθρώπους καθώς και με τις γυναίκες από το Κέντρο Γυναικών που υπήρχε εκεί, διέκρινα σε πολλούς μια νοσταλγία για τα όσα είχαν στην εποχή της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας…

Αντικρουόμενα τα όσα είδα τις λίγες μέρες που βρέθηκα εκεί, άρχισαν αναδύονται όταν είδα το «Βερολίνο Αντίο» του Φατίχ Ακίν, ένα ακόμη εξαιρετικό κινηματογραφικό έργο του σημαντικού σκηνοθέτη, βασισμένο στο «Βερολίνο, γεια» (Tschick) του Wolfgang Herrndorf, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Κριτική» σε μετάφραση Απόστολου Στραγαλινού.

Νομίζω βιβλίο και ταινία συμπυκνώνουν τα σημερινά αδιέξοδα και αναδεικνύουν το τι έχουν να αντιμετωπίσουν οι «απροσάρμοστοι». Το ενδιαφέρον είναι πως είδα τη ταινία μαζί με τον 14χρονο γιο μου ο οποίος διαβάζει το βιβλίο για το σχολείο του. Δεν ξέρω πόσες ομοιότητες ή διαφορές υπάρχουν, φοβάμαι ωστόσο πως είδα μια εικόνα του μέλλοντος.

Και μέσα από το μέλλον γύρισα στο παρελθόν. Θυμήθηκα τον περίαπτό μου στο πάρκο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, όπου υπάρχει και το Babylon, σημερινός κινηματογράφος και παλιά πολυχώρος θεαμάτων που μου έφερε στο νου το «Babylon Berlin», σειρά βασισμένη στα βιβλία του Volker Kutscher (ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα) που μας μεταφέρουν στο Βερολίνο του 1930 μέσα από μια εκπληκτική ατμόσφαιρα που παρουσιάζει ανάγλυφα την παρακμή και συναντιέται με την «Μητρόπολη» του Philip Kerr (εκδόσεις Κέδρος) που διαδραματίζεται στο Βερολίνο του 1928. Μάλιστα πολλά –πραγματικά– πρόσωπα εμφανίζονται και στα δυο βιβλία και δείχνουν σε ποιον βιότοπο φύτρωσε και άνθισε ο ναζισμός…

Τα βήματα με πάνε ακόμη πιο πίσω, στα 1924, τη χρονιά που διαδραματίζεται το «Απόκρυφο Βερολίνο» του Franz Hessel (εκδόσεις Κριτική – μετάφραση και επίμετρο Απ. Στραγαλινός), ένα μικρό αριστούργημα που κυκλοφόρησε το 1927, χωρίς φυσικά ο συγγραφέας να γνωρίζει το μέλλον.

Στα παράξενα και τις συμπτώσεις της ιστορίας είναι το γεγονός πως γιος του συγγραφέα ήταν ο Στεφάν Εσέλ, ο οποίος στα 93 του έγραψε την περίφημη μπροσούρα «Αγανακτήστε!» που επηρέασε καθοριστικά πολλά κινήματα σε όλο τον κόσμο.

Ο Franz Hessel υπήρξε το πρόσωπο – πηγή έμπνευσης για το «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Ανρί -Πιερ Ροσέ. Ο Hessel, η σύζυγός του Έλεν Γκρουντ και ο Ροσέ υπήρξαν το πραγματικό ερωτικό τρίγωνο της ιστορίας…

Στο «Απόκρυφο Βερολίνο» παρακολουθούμε ουσιαστικά ένα 24ωρο από τη ζωή του νεαρού Βέντελιν Ντόμραου πριν αναχωρήσει οριστικά από το Βερολίνο. Η ατμόσφαιρα της πόλης και της παρακμής, του αχαλίνωτου ερωτισμού και των ανθρώπων παρουσιάζεται με πραγματικά εκπληκτικό τρόπο, αν και κατά βάση υπαινικτικά. Όλα κινούνται σε μια κάπως ομιχλώδη ατμόσφαιρα και στη βάση όλων βρίσκεται ο καθηγητής Κλέμενς, alter ego του συγγραφέα που παίζει έναν ρόλο παρατηρητή-σχολιαστή, αν και είναι κι ο ίδιος μέρος της γενικής εικόνας.

Λέει ο Κλέμενς στον νεαρό Βέντελιν:

«Ποτέ δεν πίστεψα ότι η αγάπη και η ιδιοκτησία μπορούν να συνυπάρξουν. Γιατί για να αποκτήσουμε κάτι αγαπημένο θα πρέπει πρώτα να το εκποιήσουμε και για να συνδέσουμε κάποιον μαζί μας, πρέπει πρώτα να τον αλλάξουμε; Εγώ όμως θέλω να διατηρώ τα πάντα όπως ακριβώς μου εμφανίστηκαν.»

Δεν είναι όμως μόνο τα περί έρωτος. Η ατμόσφαιρα της πόλης από το ένα πρωί μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας δίνεται με λεπτές πινελιές σαν μια ακουαρέλα της πόλης. Ήδη την αντιμετωπίζει με νοσταλγία, σαν αν ήξερε όσα έμελλε να συμβούν:

«…Πήγαινε να περπατήσεις στους δρόμους την ώρα που πέφτει το σούρουπο, δες τα χλωμά πρόσωπα των εργαζόμενων κοριτσιών που επιστρέφουν στο σπίτι από τις δουλειές τους, τους νεαρούς που κάνουν ποδήλατο ο ένας πλάι στον άλλο με σταυρωμένα τα χέρια… Νιώσε τον βραδινό πυρετό της παράξενης μικρής μεγαλούπολης, καθώς απλώνεται στον κόκκινο ουρανό πίσω από τις ανισόπεδες διαβάσεις του σιδηροδρόμου…»

Και πλάι στον εργατόκοσμο οι αργόσχολοι ξεπεσμένοι αριστοκράτες που τους χρησιμοποιεί σχεδόν σαν μαριονέτες ο τραπεζίτης της συντροφιάς.

Ένα βλέμμα σε έναν κόσμο που χάθηκε.

Και μέσα από όλα αυτά τα απολύτως διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά αναγνώσματα –υπάρχουν πολλά ακόμη που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε– νομίζω μπορούμε αν κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα έγιναν και συμβαίνουν σε μια από τις μητροπόλεις της Ευρώπης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!