του Κώστα Λιβιεράτου

 

Από πού προέρχεται το ψέμα της Πρωταπριλιάς; Πολλές εικασίες κυκλοφορούσαν, ώσπου το μυστήριο έλυσε ο Τζόζεφ Μπόσκιν, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βοστόνης: το έθιμο προέκυψε τον 4ο αιώνα στην αυλή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν οι γελωτοποιοί του ισχυρίστηκαν ότι θα τα κατάφερναν καλύτερα απ’ αυτόν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Για γούστο, ο Κωνσταντίνος όρισε έναν απ’ αυτούς, τον Κούγελο, βασιλιά για μία μέρα. Ο τελευταίος έβγαλε αμέσως διαταγή ότι μόνο ψέματα και τρέλες θα επιτρέπονταν εκείνη τη μέρα στο βασίλειο. Η πρωταπριλιάτικη παράδοση, που έτσι εγκαινιάστηκε, ανήκει στη μακριά κληρονομιά των λαϊκών γιορτών, που αναστέλλουν προσωρινά και διακωμωδούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Σημασία εδώ δεν έχει απλώς η ανατροπή των καθιερωμένων, που άλλωστε πάντα αποκαθίστανται, αλλά το φανέρωμα του συμβατικού τους χαρακτήρα (έργα των ανθρώπων κι όχι του θεού ή της φύσης).

Το έθιμο παίρνει άλλες διαστάσεις όταν ξεφεύγει από τη σφαίρα της κοινότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων και περνάει στα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Πέρα από το όποιο χιούμορ, η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: το λανθάνον μήνυμα είναι ότι τα μέσα, που σήμερα ψεύδονται στ’ αστεία (όπως θα μας ομολογήσουν αύριο), τις υπόλοιπες μέρες είναι σοβαρά και λένε την αλήθεια. Σ’ αυτό οι πρωταπριλιάτικες ειδήσεις συναντούν το φαινόμενο των fake news (ψεύτικων ειδήσεων) και της post-truth (μετα-αλήθειας) (λέξη της χρονιάς, το 2016, για το Λεξικό της Οξφόρδης), που τόσο αναστατώνει τελευταία τις φιλελεύθερες ψυχές. «Μετά την εμπειρία της τελευταίας προεδρικής εκλογής στις ΗΠΑ είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε και στην Ευρώπη την απειλή των fake news, την επιβολή της post-truth πάνω στην αλήθεια, τις καλά οργανωμένες κυβερνοεπιθέσεις που αφορούν τη λειτουργία θεμελιωδών δημοκρατικών θεσμών» (Ευάγγελος Βενιζέλος, Συμβούλιο της Ευρώπης, 25-1-2017). Απομονώνοντας έτσι τις πλαστές ειδήσεις που θέλουν να μας εξαπατήσουν, έγκριτοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι κατοχυρώνουν την αλήθεια των υπόλοιπων, εκείνων που πατάνε σε σκληρά δεδομένα. «Το “μετα-“ πριν από την αλήθεια σημαίνει ένα περίπλοκο πλέγμα ψεμάτων. Η πολιτική γίνεται “μετα-πολιτική”, τα μέσα ενημέρωσης και ηλεκτρονικής δικτύωσης δημιουργούν περιβάλλον πολλαπλών ερεθισμάτων και πληροφοριών, μέρος των οποίων είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης εξαπάτησης, ενώ ένα άλλο μέρος είναι αποτέλεσμα χειραγώγησης (πιο “ελαφριάς” εξαπάτησης). Η πραγματικότητα, τα χειροπιαστά hardfacts γλιστράνε πάνω στον ψηφοφόρο όπως το νερό πάνω στις πάπιες» (Σώτη Τριανταφύλλου, «Η πολιτική της μετα-αλήθειας», AthensVoice, αρ. 600, 1-2-2017).Για να κυριαρχήσουν τα fake news στην πολιτική ατζέντα, «η τακτική είναι απλή και τη χρησιμοποίησαν κατά κόρον και οι εγχώριοι λαϊκιστές των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με πρώτο δάσκαλο τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατά μέτωπο επίθεση στα παραδοσιακά Μέσα, έτσι ώστε οι πολίτες να μην πιστεύουν ούτε στα μάτια τους» (Πάσχος Μανδραβέλης, «Ο μηχανισμός των fake news», Η Καθημερινή, 12-2-2017). Όχι μόνο λοιπόν βρίσκεται άλλη μια ευκαιρία να καταγγελθούν τα ψεύδη και οι ιδεοληψίες του λαϊκισμού απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά, το σημαντικότερο: διασώζεται η εγκυρότητα των συστημικών μέσων που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο της κριτικής.

Μόνο που η εμμονή στο θέμα και το σοκ που προκαλεί, δείχνουν τη ρηχότητα αυτής της σκέψης. Διότι, παρά τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό τους από ποικίλες πλατφόρμες, τα fake news είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου σ’ ό,τι αφορά τον αμφιλεγόμενο ρόλο των μέσων ενημέρωσης και δικτύωσης, η σημερινή και ίσως συγκυριακή έξαρση της παλιάς καλής προπαγάνδας – ένα είδος newspeak για τους ήπιους ολοκληρωτισμούς του μετα-οργουελικού κόσμου. Στο μεταξύ, άλλες μέθοδοι έχουν πάρει τη σκυτάλη, αλλοιώνοντας πολύ βαθύτερα τη σχέση της επικοινωνίας με την πραγματικότητα. Ήδη από το μεσοπόλεμο, ο Γουόλτερ Λίπμαν παρατηρούσε ότι το θαύμα της ενημέρωσης είναι προϊόν ρουτίνας και τυποποίησης και οι ειδήσεις δεν είναι καθρέφτης των κοινωνικών συνθηκών αλλά επιλεκτική προβολή όψεών τους που ξεχωρίζουν και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του κοινού. Το κρίσιμο άλμα συντελείται μετά τον πόλεμο, όπως έδειξε ο Ντάνιελ Μπούρστιν, στη μετάβαση από τη συλλογή στην κατασκευή των ειδήσεων: τα λίγα «θεόσταλτα» συμβάντα αντικαθίστανται από μια συνεχή ροή ψευδογεγονότων που «στήνονται» με ποικίλες δημοσιογραφικές μεθόδους και τεχνικές (δελτίο τύπου, συνέντευξη, διαρροή ειδήσεων, ντιμπέιτ κ.λπ.), κατακλύζοντας τη σφαίρα της δημοσιότητας. Καθώς δεν υπεραπλουστεύουν αλλά περιπλέκουν τον κόσμο και δραματοποιούν την εμπειρία, τούτα είναι πιο αμφιλεγόμενα, και συναρπαστικά από τα αυθόρμητα γεγονότα που εκτοπίζουν. Η ειδησεογραφία συγκλίνει εδώ με τη διαφήμιση και τις δημόσιες σχέσεις, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο όπου η πραγματικότητα συγχέεται αξεδιάλυτα με τη φαντασία και η εικόνα γίνεται πιο πειστική από το πρωτότυπο. Χρειάστηκαν άλλοι στοχαστές από κει και πέρα για να περιγράψουν αυτή τη δομική αλλαγή της επικοινωνίας και τις κοσμοϊστορικές συνέπειές της σ’ όλο το εύρος των δυτικών κοινωνιών (Χάμπερμας, Ντεμπόρ, Μποντριγιάρ). Έγινε τότε φανερό ότι το πρόβλημα δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας: το σκάνδαλο δεν είναι ότι οι ψεύτικες ειδήσεις διαστρέφουν τα πράγματα και δυσφημίζουν τα μέσα, αλλά ότι τα κάθε είδους προγράμματα και ομοιώματα της επικοινωνίας προκαταλαμβάνουν την εμπειρία της ζωής και του κόσμου˙ όπως, κατ’ αναλογία, σκάνδαλο δεν είναι τα μεμονωμένα κρούσματα διαφθοράς που τραυματίζουν την αξιοπιστία της οικονομίας και του κράτους, αλλά το ίδιο το σύστημα που υπάγει όλα τα αγαθά της φύσης και του πολιτισμού στην ανταλλαγή αξιών (και άρα στην επιταγή της μεγιστοποίησης και της κατάχρησης με κάθε τρόπο) – ένα σύστημα στο οποίο είναι δυνατό, μεταξύ άλλων, διεθνή funds να ποντάρουν στη χρεοκοπία μιας χώρας.

Μπορεί ο Λίπμαν και ο Μπούρστιν να μην έφτασαν ως εκεί. Χρωστάμε όμως σ’ αυτούς τους φιλελεύθερους δημοσιολόγους την πρώτη ριζική ανατομία της επικοινωνίας που υπερβαίνει το αφελές σχήμα του (σωστού ή παραμορφωτικού) μέσου-καθρέφτη και δείχνει ότι, στις σύγχρονες δημοκρατίες, ελευθερία του λόγου καταλήγει να σημαίνει ελευθερία τεχνητής παραγωγής ειδήσεων από συναγωνιζόμενα μέσα με αυθαίρετους επαγγελματίες της δημοσιότητας και συμμετοχή του κοινού. Το ότι οι σημερινοί φιλελεύθεροι, τόσο οι εγχώριοι δημοσιογράφοι όσο και οι ξένες πηγές τους (*), παραγνωρίζουν τέτοιες κρίσιμες σκέψεις που έγιναν από ομοτέχνους και «ομοϊδεάτες» τους πολλές δεκαετίες πριν, σημαίνει άραγε απλή διανοητική τεμπελιά (πρόσφορη για σκιαμαχίες μα όχι για μια σοβαρή αναμέτρηση με τα καινά δαιμόνια του κυβερνοχώρου); Ή μήπως πρόκειται για μια γενικότερη – διόλου «διαφωτιστική» – ιδεοληψία και προκατάληψη απέναντι στις μεταμορφώσεις της νεωτερικότητας (σημάδι ότι οι «νεο-φιλελεύθεροι», ή τέλος πάντων όσοι αποδέχονται ως αναπόφευκτο το νεοφιλελευθερισμό, είναι με τη σειρά τους ένα είδος μετα-φιλελεύθερων, έχουν δηλαδή τόση σχέση με τον κλασικό φιλελευθερισμό όση έχει η μετα-αλήθεια με την αλήθεια);

Καλό λοιπόν το κυνήγι των fake news, αρκεί να μη γίνει το άλλοθι της πιο μεγάλης μετα-αλήθειας απ’ όλες: ότι τα υπόλοιπα νέα είναι αληθινά! 24 ώρες τη μέρα, 364 μέρες το χρόνο τα μέσα χτίζουν γύρω μας έναν κόσμο από ψευδογεγονότα (παραπολιτικά, διαφημιστικά, δημοσιοσχεσίτικα **) – κι αυτή είναι η μόνη «πρωταπριλιάτικη» αλήθεια. Α! μην το ξεχάσω: η προέλευση της Πρωταπριλιάς παραμένει φυσικά άγνωστη ή αβέβαιη, πάντα ανοιχτή σε εικασίες. Η είδηση της «λύσης» δεν ήταν παρά ένα πρωταπριλιάτικο αστείο που επινόησε ο καθηγητής Μπόσκιν, ξεγελώντας το Ασοσιέιτεντ Πρες που τη δημοσίευσε την 1η Απριλίου του 1983, όπως κι εκατοντάδες εφημερίδες που τη μετέφεραν μέχρι να βγει ο ίδιος και να τη διαψεύσει – μια ελάχιστη εκδίκηση για την προσποιητή αλήθεια και σοβαρότητα των μέσων. Θα ’πρεπε βέβαια να το είχαν φανταστεί: η εξουσία (η αυτοκρατορική, όσο και η τέταρτη) δεν έχει ποτέ τόσο χιούμορ.

 

(*) Charles J. Sykes, How the Right Lost Its Mind (για τον Π.Μ.), καιRalph Keyes, The Post-Truth Era: Dishonesty and Deception in Contemporary Life (για τη Σ.Τ.). Το δεύτερο, που το θέμα του δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη συγγένεια με του Μπούρστιν, παραπέμπει μόνο μία φορά, και μάλλον διακοσμητικά, στο σχετικό βιβλίο του τελευταίου (The Image: A guide to Pseudo-events in America, 1964).

(**) Ότι κάθε σύγχρονος δημόσιος λόγος δεν μπορεί να αποφύγει κάποιο βαθμό αυτοπροβολής επιβεβαιώνεται άθελά μου από το γεγονός ότι τα σχετικά κείμενα του Λίπμαν, του Μπούρστιν κ.ά. περιλαμβάνονται μεταφρασμένα σε συλλογικό τόμο (Το μήνυμα του μέσου) που έχω εκδώσει ο ίδιος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!