Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(1884-1974)

Ορέστης

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα
λύσε τα, να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον, ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στ’ Άργους την πόλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

Κανείς δε σε γνωρίζει εδώ· και συ όμοια
τον εαυτό σου ξέχασέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου, σα νάταν άλλος, κάμε.
Έτσι κι αλλοιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

Να σ’ αγναντεύω θάλασσα

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά,
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Νάναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά· κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα—κι αυτά μες τόνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νάναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαριόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους…

Το πέρασμά σου

Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτή τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός δεν είχε λουλουδίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
για μας αηδόνι κελαδήσει,

ήρθες Εσύ μιαν άγια ώρα,
όραμα θειο και ξαφνικό,
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά, μας, όλη η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτη η γιορτή κι η πασκαλιά…
Έφυγες, κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι… Η πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!