Του Βασίλη Ασημακόπουλου*

 

«…— Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια·

δε φελά να μιλάμε·

τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει;

ποιός θα μπορέσει ν’ ακουστεί;

Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.

— Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει

κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει

σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντοτο

το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας…»

 

Γιώργος Σεφέρης, Σαλαμίνα της Κύπρος, 1953

 

Το Κυπριακό ζήτημα είναι κατ’ αρχάς θέμα απαγόρευσης, αρχικά από τον αγγλικό και στη συνέχεια από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Μεγαλονήσου είναι Έλληνες, γι’ αυτό το περιεχόμενο της αυτοδιάθεσης λάμβανε το χαρακτήρα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ως το τελευταίο κομμάτι μιας μακράς διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης, που ξεκινάει με την Επανάσταση του 1821 και ολοκληρώνεται τον 20ο αιώνα. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης – ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν η κυρίαρχη εκδοχή του Κυπριακού ζητήματος τη δεκαετία του ’50.

Από το 1974 και μετά, λόγω της εισβολής – κατοχής από τον τουρκικό στρατό του 37% της Μεγαλονήσου, το Κυπριακό ζήτημα είναι θέμα εισβολής – κατοχής ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ, αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, των εποίκων από την Ανατολία και επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους. Τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού στην περίοδο μετά το ’74, έχουν στον πυρήνα τους τη διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία, ως αποτέλεσμα των συνομιλιών Μακαρίου – Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού-Ντενκτάς (1979).

Οι προτάσεις επίλυσης του Κυπριακού (σχέδιο Κουεγιάρ 1985-86, δέσμη ιδεών Γκάλι 1991-92 και σχέδιο Ανάν 2004), έχουν όλες στον πυρήνα τους τη διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία, την παραμονή του μεταποικιακού καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων, την όχι άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, την άρνηση ή υπό αυστηρό περιορισμό άσκηση των ελευθεριών κίνησης, εγκατάστασης και περιουσίας, την παραμονή των εποίκων, την ακύρωση του δημοκρατικού κανόνα (πλειοψηφία – μειοψηφία). Δηλαδή αναιρούν τις βασικές αρχές και αξίες που αποτέλεσαν τα θεμέλια των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Οι Ελληνοκύπριοι αποφαινόμενοι για πρώτη ίσως φορά (μετά το δημοψήφισμα του 1950) κυριαρχικά και αδιαμεσολάβητα για το Κυπριακό, απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν με ποσοστό 76% (Απρίλιος 2004).

 

Αριστερά και Κυπριακό

Η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι στις ωμές πραγματικότητες, που κινούνται πολλές φορές αντίθετα από τις ιδεοληψίες ή τις επιθυμίες. Η αδιαφορία της μεταπολιτευτικής αριστεράς σε σχέση με το Κυπριακό αντανακλάται στις ανύπαρκτες πρωτοβουλίες που έλαβε για το ζήτημα, στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών, στο φοιτητικό χώρο ή στο εργατικό κίνημα. Καμία πτυχή του δεν ανέδειξε, όπως λ.χ. το θέμα των αγνοουμένων, καμία συμπαράσταση δεν έδειξε. Αρνήθηκε να συμβάλει στη διεθνοποίηση του κυπριακού προβλήματος και ήταν σταθερά εχθρική στην ανάδειξη της τουρκικής προβληματικότητας ως του κομβικού ζητήματος στην περιοχή. Τους Κούρδους, όταν δεν τους εχθρευόταν, τους αγνοούσε μέχρι το 2014, υποβάθμιζε τον αγώνα των Τούρκων αντικαθεστωτικών, για να μην μιλήσουμε για τα ζητήματα της μνήμης στη Μικρασία, τον Πόντο ή τους Αρμένιους, τους Ασσύριους, τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, γιατί θα πικραθούμε. Εξαιρέσεις υπήρξαν, τιμητικές πλην όμως ελάχιστες, στο χώρο της ενεργού πολιτικής και της μαχόμενης διανόησης (Ανδρέας Παπανδρέου, Μανώλης Γλέζος, Νίκος Ψυρούκης, Μιχάλης Χαραλαμπίδης και οι «Ιταλοί» του ΠΑΣΟΚ, σχήματα προερχόμενα από τη μαοϊκή αριστερά, ο κύκλος γύρω από το περιοδικό Τετράδια, η ελληνική έκδοση της Μηνιαίας Επιθεώρησης, ο χώρος της Ρήξης και του Άρδην).

Ουσιαστικά η μεταπολιτευτική αριστερά ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90 και μετά, με την άρνηση της αντιιμπεριαλιστικής – αντιμονοπωλιακής γραμμής που ήταν κυρίαρχη στην πρώτη φάση της μεταπολίτευσης, συνέβαλε στο κοινωνικό πεδίο και στο επίπεδο του σχηματισμού συνειδήσεων, στον ιδεολογικό αγώνα στην απομάκρυνση Ελλαδιτών και Κυπρίων, συμπληρώνοντας τη στάση της εγχώριας αστικής τάξης ήδη από τη δεκαετία του ’50. Διαφορετικά ειπωμένο: Όλοι θα θέλαμε τα γειτονικά μας κράτη να είναι δημοκρατικά, μη αναθεωρητικά κ.λπ., αυτονόητες και κατακτημένες πραγματικότητες για τη δυτική Ευρώπη ή ακόμα καλύτερα – ως αριστεροί- να υπάρχει αναπτυγμένος περιφερειακός διεθνισμός σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση όπως στους λαούς της Λατινικής Αμερικής, οι λαοί στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο να είναι αδελφωμένοι, να ζούμε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, μια ελεύθερη ζωή, σε πορεία μετάβασης στον κομμουνισμό όπου θα έχει καταργηθεί ο ταξικός ανταγωνισμός, πολλώ δε μάλλον ο εθνικός, να μην υπάρχουν ανταγωνιζόμενοι ιμπεριαλισμοί και όλα αυτά τα ωραία.

Δυστυχώς όμως το 2016 αυτή η ονειρική προοπτική φαντάζει μάλλον μακρινή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κυριαρχείται από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται και όλοι μας καθημερινά βιώνουμε, τα αντι-ΕΕ κινήματα ηγεμονεύονται από την δεξιά, καθώς η κομματική αριστερά έχει μετατραπεί σε υλικό και ιδεολογικό μηχανισμό της Ε.Ε., η Τουρκία είναι μια ρητώς και εμπράκτως αναθεωρητική δύναμη κινούμενη μεταξύ υποϊμπεριαλιστικού σταθμού της περιοχής και αυτόνομης περιφερειακής δύναμης, ανάμεσα σε δύο φασίζουσες και ρατσιστικές κυρίαρχες ιδεολογίες (κεμαλισμός – νεοθωμανισμός), το αριστερό κίνημα, με τη μορφή του εργατικού – αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, είναι σε ιστορική υποχώρηση, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε παρακμιακή τροχιά, ενώ αναπτύσσονται και βαλκανικοί εθνικισμοί.

 

Το μάθημα του 2004

Τούτων δοθέντων ο ελληνισμός καλείται να συμβάλει ή να συναινέσει σ’ ένα πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αποτυπώθηκε δημοσίως τουλάχιστον μέχρι σήμερα από τον ΥΠ.ΕΞ. Νίκο Κοτζιά (ο οποίος δεν έχει ιστορική σχέση με τον κομματικό ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) ειδικότερα στα ζητήματα των εγγυητριών δυνάμεων και την αποχώρηση του στρατού κατοχής, ήταν κατά τη γνώμη μου η απολύτως αυτονόητη. Καλό είναι βέβαια να διατηρεί κάποιος μια επιφύλαξη τόσο ως προς τη χρονική διάσταση των αντιστάσεων, όσο και ως προς τις πηγές πληροφόρησης. Η ελληνική πλευρά, είτε ελλαδική είτε ελληνοκυπριακή δεν πρέπει να είναι η επισπεύδουσα συνιστώσα σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία (διεθνοπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά).

Ίσως ο Νίκος Κοτζιάς μ’ αυτόν τον τρόπο, δείχνει να έχει λάβει το μάθημα του 2004 και του σχεδίου Ανάν, όταν ως βασικός σύμβουλος τότε του Γιώργου Παπανδρέου μάλλον υποστήριζε το συγκεκριμένο σχέδιο. Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, είναι πολύ θετικό. Θυμίζει τη στάση του Κώστα Καραμανλή το 2004, όταν ως μόλις εκλεγείς πρωθυπουργός εμμέσως πλην σαφώς δεν υποστήριξε κατ’ ουσίαν το σχέδιο Ανάν, επιχειρώντας ν’ αποβάλει το προπατορικό αμάρτημα του καραμανλισμού σε σχέση με το Κυπριακό, πιθανόν όπως το μετέφερε ο καταπιστευματοδόχος της καραμανλικής κληρονομιάς στα ζητήματα αυτά, ο τότε ΥΠΕΞ Πέτρος Μολυβιάτης. Και μάλλον έτσι εξηγείται και η στάση ενός έτερου φορέα του καραμανλισμού, του ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλου. Με την επιφύλαξη, η οποία προέρχεται από τη διαδρομή των συγκεκριμένων πολιτοκοϊδεολογικών ρευμάτων τόσο της αστικής τάξης, όσο και της αριστεράς, των προσώπων, κυρίως όμως του συσχετισμού δυνάμεων και των κάθε φορά διαμορφούμενων προτεραιοτήτων, συλλογικών και ατομικών.

 

* Ο Βασίλης Ασημακόπουλος είναι δικηγόρος, μέλος της Σ.Ε. του Νέου Αγωνιστή και του περιοδικού Τετράδια. Το κείμενο σε πιο εκτεταμένη εκδοχή είναι αναρτημένο στο www.neosagonistis.org

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!