Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, είναι σημαντικός παράγοντας, με κρίσιμη επιρροή στο πώς κινούνται τα πράγματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αλληλουχία των χειρισμών του Μακρόν μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, σε συνδυασμό και με όσα επανέφεραν τη φον ντερ Λάιεν στην προεδρία της Κομισιόν (σαν να μην μεσολάβησαν εκλογές), λένε πολλά για το πως πολιτεύονται οι πολιτικές ελίτ, τόσο οι γαλλικές όσο και οι ευρωενωσιακές. Όσον αφορά τη Γαλλία, αρχίζοντας από την άμεση προκήρυξη βουλευτικών εκλογών και συνεχίζοντας με τον πολιτικό χάρτη που φιλοτεχνήθηκε με την επανενεργοποίηση του «δημοκρατικού τόξου ενάντια στη Λεπέν», η επιδιωκόμενη πορεία είναι σταθερή: Το εντελώς μειοψηφικό και εντυπωσιακά φθαρμένο μέσα στην κοινωνία «ακραίο κέντρο», με πυρήνα τον μακρονισμό, να συνεχίσει να «μοιράζει και να ελέγχει το παιχνίδι». Η πρόσφατη επιλογή από τον Γάλλο πρόεδρο, του Μισέλ Μπαρνιέ ως πρωθυπουργού, επιδιώκει να στερεώσει αυτή την πολιτική.

Ποιος είναι ο Μ. Μπαρνιέ και τι θέλει ο Μακρόν

Μπορεί ο κόσμος να έκφρασε ηχηρά με την ψήφο του με μεγάλη (αν και δομικά ετερογενή και για την ώρα επιμελώς κατακερματισμένη) πλειοψηφία, την ισχυρή αντίθεσή του στην πολιτική του Μακρόν και στις κοινωνικοοικονομικές αναδιαρθρώσεις που έχει επιβάλει η ευρωκρατία (συνταξιοδοτικό, αγροτοδιατροφικά, «πράσινα» και πολλά άλλα) αλλά τώρα του προκύπτει ως πρωθυπουργός ο Μ. Μπαρνιέ! Σημαίνων ευρωκράτης, επί πολλά χρόνια σε κρίσιμα χαρτοφυλάκια της Κομισιόν. «Παλιά δοκιμασμένη καραβάνα» του βαθέος μηχανισμού των Βρυξελλών (πολύ «βαρύτερος» της φον ντερ Λάιεν και των ομοίων της) και με ισχυρά διαπιστευτήρια για τον ρόλο βραχυκύκλωσης του Brexit που ανέλαβε και έφερε με σημαντική επιτυχία σε πέρας ως διαπραγματευτής από πλευράς Ε.Ε., απέναντι στις βρετανικές κυβερνήσεις της Τ. Μέι και του Μπ. Τζόνσον. Ας δούμε μερικές από τις βαρύνουσες, πολυεπίπεδες διαστάσεις της συγκυρίας μέσα στην οποία εκτυλίσσονται τα παραπάνω. Η Γαλλία βρίσκεται σε τροχιά επιβολής «επιτήρησης» από την ευρωκρατία. Με μοχλό το οριακά εξυπηρετούμενο γαλλικό χρέος και το διευρυνόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, αναπαράγεται, μετά την Ιταλία, τούτη τη φορά σε μια χώρα –κεντρική ευρωπαϊκή δύναμη– η γνώριμη παρτίδα των ασφυκτικών πιέσεων για την υπαγωγή της σε «μνημονιακής κοπής» ρυθμίσεις. Διπλής κατεύθυνσης πιέσεις με μοχλό και με πρόσχημα (γιατί οι σχετικές αποφάσεις είναι πλήρως πολιτικές) την απειλή «υποβάθμισης του αξιόχρεου»: Από την μια πλευρά, επιχειρείται η βίαιη συμπίεση της λαϊκής οικονομικής θέσης και η μετακύλιση στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία όλου του πολύμορφου κόστους των μεγάλων αναδιαρθρώσεων που προωθούνται – ψηφιακών, «πράσινων», πληθυσμιακών-μεταναστευτικών αλλά και στρατιωτικοπολεμικών. Από την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο των λυσσασμένων ενδοδυτικών και διεθνών ανταγωνισμών λύνονται λογαριασμοί που αφορούν το κόντεμα του γαλλικού καπιταλισμού, με την επίσημη «μεταγραφή στα λογιστικά βιβλία» της υποβάθμισης του διεθνούς ρόλου του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Ακόμη και αν περιοριστούμε στον συνδυασμό μόνο των δύο αυτών πλευρών, προκύπτουν εκρηκτικά φορτία ικανά για μεγάλη αστάθεια και πιθανά τραντάγματα.

Μεγάλες αντιφάσεις, μέσα σ’ ένα τοπίο πολυεπίπεδης ογκούμενης κρίσης

Όμως η εικόνα είναι πολύ ευρύτερη και οι εξελίξεις δεν ερμηνεύονται βλέποντας απομονωμένα το εθνικό επίπεδο. Η κρίση άλλωστε δεν είναι αποκλειστικά γαλλική, είναι οξύτατη, πολυεπίπεδη, είναι συστημικού χαρακτήρα. Συμπλέκονται οι ευρωπαϊκές με τις αμερικανικές-ενδοδυτικές διαστάσεις της. Ο μέχρι πρότινος σταθερός γαλλογερμανικός άξονας στήριξης του ευρωενωσιακού οικοδομήματος κλονίζεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς και στους δύο πόλους του, και αναδύεται ένα πολυκερματισμένο ευρωπαϊκό τοπίο που το διατρέχουν διαφορετικές αντιθετικές επιρροές και ομαδοποιήσεις. Οι όροι ευστάθειάς του έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά, και σ’ αυτό έχει συντελέσει καταλυτικά η μετατόπιση δυνάμεων που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ατέρμονη σειρά παρενεργειών που έχουν τεθεί σε κίνηση από την εποχή πολεμικής κλιμάκωσης που έχει ανοίξει. Γίνεται φανερό ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια έντονη δυναμική υποβάθμισης του ευρωπαϊκού πυλώνα του δυτικού στρατοπέδου, που γίνεται ιδιαίτερα ορατή όσον αφορά τη Γερμανία και την παραγωγική της βάση, αλλά αφορά με άλλες ιδιαιτερότητες και τη Γαλλία. Η ενεργειακή κρίση που πλήττει πρωτίστως τη Γερμανία συνδυάζεται με τη διαταραχή των εμπορικών και κεφαλαιακών ροών με την Κίνα, ενώ έρχονται να προστεθούν και τα επαγόμενα προβλήματα με μια σειρά άλλων διεθνών παικτών (Ινδία, Σ. Αραβία, μοναρχίες του Κόλπου, χώρες της Αφρικής) που έχουν πολλούς «ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς λόγους» να μετατοπίζονται προς ενδιάμεσους ρόλους αποστασιοποιούμενες από τη Δύση.

Τρεις εξελίξεις (ανάμεσα σε πολλές άλλες) δίνουν κρίσιμα στοιχεία της εικόνας: 1) Η αγχωμένη, σχεδόν υστερική αβεβαιότητα ευρύτατων ευρωατλαντικών κύκλων ως προς το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου. Φαίνονται οι αντανακλάσεις της βαθιάς ενδόρρηξης των αμερικανικών ελίτ σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αβεβαιότητες εντός ΗΠΑ για το πώς αυτές θα μπορέσουν να μετατοπιστούν προς τον Ινδοειρηνικό απέναντι στην Κίνα, ενώ δεν θα χάσουν τον έλεγχο της Ευρώπης και της Μ. Ανατολής, είναι ίσως ο στρατηγικότερος γρίφος που έχουν να αντιμετωπίσουν οι Δυτικές ελίτ στο σύνολό τους. 2) Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και με ορατή την για την ώρα αδυνατισμένη κυβερνητική πολιτική διαχείριση της Γερμανίας, φαίνεται να κερδίζει πόντους η αδυσώπητη εξουσία του πυρήνα της ευρωκρατίας (ιδιαίτερα εθισμένη στο να μην υπόκειται σε κανένα δημόσιο έλεγχο), συνδεμένη με βαθιές επιδιώξεις μερίδων των αμερικανικών (και ευρύτερα αγγλοσαξωνικών) ελίτ αλλά και κεφαλαιακών συμφερόντων που βρίσκονται έξω από δεσμεύσεις κρατικού χαρακτήρα. 3) Διατυπώνεται ηχηρά «η ανάγκη βαθύτατων αναδιαρθρώσεων» στον ευρωπαϊκό χώρο –η έκθεση Ντράγκι είναι η πιο επίσημη τέτοια έκφραση– προκειμένου να αναχαιτιστεί η πορεία σύνθλιψης της «Ευρώπης» ως σημαίνοντος κέντρου καπιταλιστικής συσσώρευσης / γεωπολιτικής ισχύος. Τα όσα προτείνει αυτή η έκθεση σχετικά με την ανάγκη συγχωνεύσεων, την άρση των αντιμονοπωλιακών περιορισμών αλλά και την προσφυγή σε δημόσια τεράστια χρηματοδότηση επενδύσεων (από εκτεταμένο δανεισμό) προϋποθέτουν τεράστιες ανακατατάξεις και μετατοπίσεις στις ευρωατλαντικές ιεραρχίες ισχύος, με σημαντικούς πόλους να πρέπει να ηττηθούν και να εκπέσουν. Οι τέτοιες ανακατατάξεις πάντως φαίνονται ανεπίτευκτες μέσα από συμφωνημένες «κοινά αποδεκτές-ειρηνικές» διευθετήσεις. Οι ήδη διαφαινόμενες αντιστάσεις ισχυρότατων κέντρων ισχύος στα όσα προτείνονται, υπογραμμίζουν μια εικόνα παραλυτικών διλημμάτων που εν τέλει συνοψίζει την υπαρξιακή κρίση και την οριακότητα του ευρωενωσιακού οικοδομήματος.

Ευχέρειες και όρια των ελίτ σε πορεία αποξένωσης από την κοινωνία

Επί του παρόντος οι ελίτ επιδεικνύουν αλαζονικά τις ευχέρειές τους. Τόσο σε ευρωενωσιακό όσο και στο γαλλικό επίπεδο (Μακρόν) στο οποίο αναφερόμαστε. Το πολιτικό τέχνασμα της επίκλησης του κινδύνου της επερχόμενης ακροδεξιάς δεν είναι παρά η φόρμουλα για να ακυρωθεί-περιφρονηθεί ο ανερχόμενος αντισυστημισμός και να επιβληθεί με τον πιο απροσχημάτιστα αντιδημοκρατικό τρόπο και πάλι η ίδια ακριβώς κατάσταση. Το νόμισμα βεβαίως έχει δύο όψεις. Επίδειξη δύναμης τώρα που οι κοινωνικοί συσχετισμοί «μας ευνοούν» έχοντας ταυτόχρονα και τον φόβο των αντισυστημικών διαθέσεων των μαζών. Αλλά και τέτοιο μέγεθος κρίσης που οδηγεί σε πλήρη ανελαστικότητα του ευρωενωσιακού συστήματος εξουσίας, όπου εκλείπει η δυνατότητα ακόμα και των όποιων επιμέρους ελιγμών και αναπροσαρμογών ακόμα και σε επίπεδο μιας αλλαγής προσώπων (η φον ντερ Λάιεν συνεχίζει απρόσκοπτα).

Στο γαλλικό επίπεδο, το «ακραίο κέντρο» του Μακρόν στη βάση του αντιακροδεξιού μετώπου ενάντια στη Λεπέν, ελέγχει μια εν πολλοίς ενσωματωμένη αριστερά, στο «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» της οποίας βραχυκυκλώνεται με σχετική άνεση και η όποια διάθεση προβολής αντίστασης από μεριάς της «Ανυπότακτης Γαλλίας» του Μελανσόν. Βεβαίως και εδώ η κυνική και απροκάλυπτα αντιδημοκρατική χρήση του «αντι-Λεπέν τόξου» σπρώχνει τα πράγματα στα όριά τους. Πολύ περισσότερο που η «ακροδεξιά» είτε ως Λεπέν στη Γαλλία είτε ως Μελόνι ήδη στην Ιταλία οδηγείται σε ταχύρρυθμη τιθάσσευση και καλείται να παίξει συγχρόνως το ρόλο του φόβητρου και του κυβερνητικού εταίρου. Τα δίδυμα προβλήματα της συστημικής κρίσης και του ελέγχου της πολιτικής έκφρασης των αντισυστημικών κοινωνικών διαθέσεων μπορούν να σπρώχνονται «κάτω απ’ το χαλί», αλλά γίνεται ορατή η αδυναμία να αντιμετωπιστούν με μια κάποια μονιμότητα. Ανεξάρτητα από προθέσεις, οι χειρισμοί των ελίτ δίνουν άφθονο υλικό, που εν τέλει δείχνει ότι οι απαιτούμενες αλλαγές είναι απίθανο να μπορέσουν να μορφοποιηθούν σε πολιτικό πρόγραμμα και να εκφραστούν εντός των ορίων του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και με τις νόρμες του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!