Στο φύλλο 496 του Δρόμου δημοσιεύσαμε αποσπάσματα των δύο (δείτε εδώ και εδώ) από τις τρεις εισηγήσεις, που έγιναν στη διαδικτυακή εκδήλωση της εφημερίδα μας, στις 29/4/2020, με θέμα «Κοινωνικές διεργασίες στην Ελλάδα της καραντίνας – Αξίες, σχέσεις και δράσεις που «μετράνε», και ο ρόλος τους στην επόμενη μέρα».
Δημοσιεύουμε σήμερα απόσπασμα της τρίτης εισήγησης, του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου.
«Ελάτε να πονέσουμε μαζί και να φοβηθούμε. Ν’ αφήσουμε τη σκέψη μας να πετάξει λιγάκι. Να συλλάβουμε την εικόνα γυμνή. Έναν κόσμο περήφανο και δυνατό να δούμε. Περήφανο για τα πλούτη του, για τ’ αγαθά του, για τη σοφία του, για την τεχνική του. Αδύνατο με τη … δύναμή του, τυφλό με τη σοφία του, φτωχό με τ’ αγαθά του και παράξενο πολύ με την τεχνική του. Αυτό τον κόσμο να δούμε. Έναν κόσμο που ξέρει και πετάει, που ξέρει και σκέπτεται και που δεν ξέρει και δεν μπορεί να πετάξει και δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί. Κι όμως θα μπορούσε να ξέρει και να μπορεί και στον Ουρανό να φτάσει. Έχουνε τα χέρια του και γι’ αυτό πλαστεί. Όμως δεν ξέρει και δεν μπορεί. Είναι μια ολόκληρη ιστορία αυτό το «γιατί να μην ξέρει και γιατί να μην μπορεί» – (Λόγος κάποιου παπά, στη Μεσσηνία, το 1976).
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι μας βρήκε, στον καιρό της πανδημίας, ας αναλογιστούμε αρχικά τη μεγάλη πλανητική εικόνα. Εντός της, μοιάζει να ζούμε άλλη μια μακρά και με ανυπολόγιστο κόστος κρίση, συνέχεια στον κατάλογο των αναταράξεων της τελευταίας 20ετίας.
Από το 2001 – με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους – το παγκόσμιο σύστημα διαπερνιέται από αλλεπάλληλες κρίσεις: Κρίση γεωπολιτική οικονομική, μεταναστευτική, οικολογική και τώρα, μια υγειονομική κρίση, που συμπεριλαμβάνει όλες τις προηγούμενες.
Θα έλεγα ότι η κρίση αυτή, μας δείχνει έναν κορεσμό της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή μορφοποιήθηκε μετά το 1990. Μοιάζει η υπερπαγκοσμιοποίηση που κυριάρχησε στα μυαλά, στο φαντασιακό των ανθρώπων ως μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, σαφέστατανα οπισθοχωρεί. Και την ίδια στιγμή το κέντρο βάρος της πλανητικής ισορροπίας να μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή – και μάλιστα με μια ανατολική δύναμη, τη Κίνα, να προηγείται στη διεκδίκηση της ηγεμονίας του κοσμοσυστήματος. Κάτι που ανατρέπει μια πραγματικότητα αιώνων.
Ταυτόχρονα και συνεχίζοντας την σπειροειδή πορεία του, ο κόσμος μας, η καθημερινότητα χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και όλο και περισσότερο παίζουν ρόλο συνεχώς αναδυόμενοι απροσδιόριστοι παράγοντες: έτσι αυτό που λέγαμε για το πέταγμα της πεταλούδας που αλλάζει τον καιρό στο άλλο ημισφαίριο, έγινε αυτό το σπάνιο είδος της νυχτερίδας που ο αδηφάγος άνθρωπος χάλασε το οικοσύστημα της, για να υπερεκμεταλλευτεί το περιβάλλον. Συμπυκνώνοντας, ένα σωρό αλλαγές, αντιφάσεις και γκρίζες, θολές εξελίξεις στο συνολικό βίο του ανθρώπου, τις οποίες είναι νωρίς ακόμα να κατανοήσουμε ή να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τον κόσμο που έρχεται.
Όλο αυτό γεννά έναν ρευστό και θρυμματισμένο ψυχικά κόσμο, που στο πλαίσιο της πραγματικής και της ψηφιακής υπερπαγκοσμιοποίησης, προσπαθούσε απεγνωσμένα να ενοποιηθεί, να νιώσει παρών και ολόκληρος. Όμως, ένιωθε διαχωρισμένος, μόνος και σκιά κάποιου χαμένου παραδείσου, ενώ ταυτόχρονα είναι και νιώθει υπερσυνδεδεμένος. Πως απαντούσε η οικονομιστική υπερπαγκοσμιοποίηση, ώστε να έχει υλικό για να μπορεί να υπάρχει και να αναπαράγεται; Με αυτό που χαρακτηρίζω συχνά, ως καπιταλισμικό άνθρωπο (καπιταλισμός + πολιτισμός). Έναν τύπο ανθρώπου, ο οποίος έχει «διαμορφωθεί» με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αντέχει (με οδύνη, προσωπική και κοινωνική παθολογία, με εφήμερες ηδονές, ναρκισσισμό, κ.)και να προσαρμόζεται στον «πολιτισμό» που γέννησε το υπερπαγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο.
Ο καπιταλισμικός άνθρωπος, είχε δυο θερμοκήπια βλάστησής του (διαμορφώνοντας τους αντίστοιχους ανθρωπολογικούς τύπους): α. τον καταναλωτισμό (άνθρωπο-υπερκαταναλωτή) και β. το νομαδικό «κοσμοπολιτισμό» (υπερτουρισμός, «πολίτης του κόσμου», ψευδοδιεθνισμός, τεράστιος αριθμός αερομεταφορών, μετακινούμενοι γιάπηδες και αναγκαστικά μετακινούμενοι φτωχοί, κ.α)
Και πως συνδεόταν αυτός ο κόσμος; Με την ταχύτητα. Με γρήγορη σύνδεση, με ευρυζωνικά δίκτυα, με φθηνά υπερπόντια εισιτήρια, με αμέτρητα τηλεοπτικά δίκτυα σε απευθείας μετάδοση, με κοινότοπες πανεπιστημιακές θεωρίες της μεταναστευτικής και προσφυγικής «ευλογίας». Με νέες τεχνολογικές νομενκλατούρες και ψευδοπρωτοπορίες, παντού διαφορετικές και παντού ίδιες. Με το εκβιαστικό, όλα «εδώ και τώρα», με ένα συνεχές παρόν!!! Υποχωρούσε το έδαφος, έναντι του χρόνου.
Και ο επίδοξος νομάς, ξέχασε τον τόπο του, άλλωστε τι τα χρειαζόταν τα έθνη-κράτη ως έδαφος και ιστορία, ο πολίτης του κόσμου; Που όμως ξέχασε πως για να είσαι πολίτης χρειάζεσαι τόπο και Δήμο. Άλλωστε, υποχωρούσε και η οικογένεια. Του έγινε από δεσμός, δεσμά που του έκλειναν τη φόρα. Απαξιώνονταν και οι κοινοτικοί θεσμοί, τα κοινά. Έβαζαν εμπόδια ανθρώπινα, αρμονίας και μέτρου και έτσι ήταν οπισθοδρομικοί ρομαντισμοί ενάντια στην κραιπάλη της ασύλληπτης επιτάχυνσης. Και επιτάχυνση, στον δυτικό και δυτικοποιημένο κόσμο ήταν η ιδεοληψία μιας «προόδου» με κάθε κόστος. Έτσι οι καπιταλισμικοί άνθρωποι, έμεναν ενωμένοι και συνδεδεμένοι, αλλά ως διαχωρισμένοι και μόνοι.
«Ακούγοντας» το σύμπτωμα της πανδημίας
Τι ήρθε τώρα να μας πει αυτή η κρίση, αυτή η πληγή, αυτό το σύμπτωμα; Μας λέει φτάνει πια! Πατήστε φρένο.Κόψτε τους ρυθμούς, ρίξτε ταχύτητα. Ο πλανήτης και ο πολιτισμός των ισχυρών, φτάνει στο όριο της αρχαιοελληνικής ύβρεως.
Πάρτε αποστάσεις, για να ξανασκεφτείτε, να αναστοχαστείτε. Και ειδικά οι λαοί. Ποιον κόσμο θέλουν; Ένα κόσμο με βιτρίνα έναν αυτοκρατορικό ουνιβερσαλισμό και ένα τεράστιο υπόγειο φτωχοποίησης; Την ίδια στιγμή, ο πλανήτης αρρώστησε. Και όταν είμαστε άρρωστοι και πέφτουμε στο κρεβάτι για να γίνουμε καλά τότε όλα είναι πιο έντονα, πιο μεγεθυμένα. Οι στιγμές, οι έννοιες και αξίες, διαστέλλονται. Οι σκέψεις, έρχονται χοντροκομμένα και με πόλωση: αρρώστια/απώλεια – υγεία, ελευθερία-καταναγκασμός, ζωή-θάνατος, μόνος-με άλλους, πείνα-επάρκεια, φόβος – ελπίδα, κλπ.
Εκείνη τη στιγμή, επανέρχονται οι τρείς έννοιες του Χρόνου, που μέχρι τώρα τις ρουφούσε το ατέλειωτο υπερ-νεωτερικό παρόν. Στο κρεβάτι όμως σκεφτόμαστε να γίνουμε καλά και το παρόν, μας πάει στο παρελθόν. Σκεφτόμαστε τον εαυτό μας τους ανθρώπους μας, τον κόσμο. Θυμόμαστε παλιούς πόνους και τις αναρρώσεις μας. Κοιτάμε μπροστά στο μέλλον με ελπίδα, να σηκωθούμε και να ξαναπιάσουμε νήματα που αφήσαμε, όνειρα που δεν πραγματοποιήσαμε, νοήματα ζωής που αφήσαμε να μαραζώσουν.
Πως απάντησε η Ελλάδα; «Με λογισμό και μ’ όνειρο»
Θα έλεγα ότι στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις άοκνες προσπάθειες και επιβολές, από τους κάθε λογής επικυρίαρχους και «προστάτες», να γίνουμε «εφάμιλλοι των καλυτέρων ευρωπαϊκών», ξαναπιάσαμε πολύτιμα σύνεργα επιβίωσης και … επιβράδυνσης. Μέσα από κάποιες παρακαταθήκες και κάποιες παραδόσεις – οι οποίες ίσως εγκαταβιούν και στα υπόλοιπα Βαλκάνια – που υπάρχουν έστω εν υπνώσει, ανάμεσα στους εργαλειακούς νεωτερισμούς, που μας «αλλοιώνουν».
Αισθάνομαι ότι απαντήσαμε, στην κυριολεξία, με τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού, από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» (όπως ζήσαμε κατά έναν συμβολικό τρόπο και μέσα στην καραντίνα): «Με λογισμό και μ‘ όνειρο»… Με λογισμό, με τον αρχαιοελληνικό Λόγο – Λογική και με όνειρο. Δηλαδή με όραμα. Επειδή αξίζουμε ως λαός και κοινωνία, κάτι καλύτερο. Επειδή κάποιο φως θα υπάρχει μπροστά, κάποιο νόημα.
Απαντήσαμε με λογική, σύνεση και Φιλότιμο, που η ετυμολογία του, συνδέεται με τη φρόνηση, τη σωφροσύνη. Απαντήσαμε και με τη φροντίδα της κοινότητας. Και τα δυο έχουν μέσα τους το χρέος ως υπευθυνότητα, ως έγνοια, απέναντι στον εαυτό μας, τη οικογένεια, τους άλλους και ειδικά τους γεροντότερους και τους πιο ευάλωτους. (Ας αναλογιστούμε τι έγινε στην ατομικιστική Δύση: Βέλγιο, Σουηδία, Γερμανία, με τους αμέτρητους θανάτους στους Οίκους ευγηρίας). Επιπλέον, γνωρίζαμε πολύ καλά την καταστροφή του δημόσιου συστήματος υγείας, απ’ την κερδοσκοπία και τη λιτότητα. Αυτό μας έκανε ακόμα πιο υπεύθυνους, επειδή είχαμε μια ενημερότητα των μειονεκτημάτων μας. Και επιπλέον, η σκληραγώγησή μας στα μνημονικά χρόνια, οι αγώνες που δώσαμε, οι άνθρωποι που χάσαμε, μας έμαθαν σε ένα σημείο να είμαστε πιο ανθεκτικοί και πιο σοφοί.
Τώρα φαίνεται ότι είχαμε και μια ανάγκη επιστροφής στην Εστία μας. Ξαναγυρνάμε στο σώμα μας, στο σπίτι, στο εθνικό μας έδαφος! Στην Ιθάκη μας. Η καραντίνα ήταν ίσως και μια απόσταση από τα πράγματα, που επιζητούσαμε, για να δούμε τι έχει πιο κάτω για τη χώρα μας, για τους λαούς και όχι για τις εξουσίες. Χρειαζόμασταν ένα συμμάζεμα και ένα μπέρδεμα ταυτόχρονα, για να μετρηθούμε ξανά ως ολόκληρα εθνικά και κοινωνικά υποκείμενα.
Ξαναδώσαμε χρόνο στον εαυτό και στην οικογένεια, ξαναφάγαμε όλοι μαζί σε πιο αργούς ρυθμούς, φροντίσαμε το φαγητό, απέκτησε άλλη ουσία ο αθλητισμός, η σωματική άσκηση που είχαμε εργαλειοποιήσει, η σχέση μας με τη φύση, κ.α. Κι επειδή είμαστε ένας ιστορικός λαός, η ιστορία παίζει έναν ιδιαίτερο ψυχολογικά διορθωτικό ρόλο. Ξεθάψαμε και μοιραστήκαμε – έστω μέσα από τα «κοινωνικά» δίκτυα, κλπ – φωτογραφίες από το παρελθόν, από την παιδική ηλικία, από φιλίες, από ανθρώπους που χάσαμε, από επαρχιώτικες και αστικές γειτονιές, κ.α. Κάποιοι ζύμωσαν και σπιτικό ψωμί, ξαναψαχούλεψαν παραδοσιακά γιατροσόφια, βότανα και φυσικές βιταμίνες που δυναμώνουν το ανοσοποιητικό μας, κ.α. Τα μακρινά σημάδια της καθολικής κοινότητάς μας, θέλαμε να τα φέρουμε μπροστά στα μάτια μας.
Παράδοξα, είναι σαν η κρίση αυτή στην ουσία του γεωπολιτικού οικονομικού συστήματος να μας έδωσε πίσω την εικόνα της ζωής που το ίδιο μας έχει κλέψει για την δική του κυριαρχία. Και αυτό είναι μια γενικότερη νέα πολιτική διεκδίκηση των λαών. Ένας τρόπος βίου με εθνικό έδαφος, παραγωγική ανασυγκρότηση και αυτάρκεια, σε μια κλίμακα πολιτισμού με ανθρώπινο μέτρο.
Και η Πόλις; ο δημόσιος χώρος;
Οι αξίες και οι αρχές που ξαναφύτρωσαν τούτες τις μέρες, δεν είναι για εφησυχασμό. Χρειάζονται αγώνες για την υπεράσπισή τους. Αν ο ελληνικός πολιτικός τρόπος συγκρότησης της δημοκρατίας, εμπεριέχει την εστία, ταυτόχρονα γεννιέται και μεγαλουργεί με την Πόλη, με τα κοινά. Τον δημόσιο χώρο, όπως στεγνά τον λέμε στη υπερνεωτερική διάλεκτο. Μέσα στην πανδημία ξαναγίναμε πρόσωπα, συνδέσαμε έστω στοιχειωδώς και πάλι τα «Δημόσια και τα Ιδιωτικά» του Ελύτη. Είναι αλληλένδετα και θεμελιώδη και τα δύο.
Αποσυρθήκαμε οικειοθελώς στον «ιδιωτικό μας χώρο» για να σώσουμε τον δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό βίο μας, τον Δήμο. Χρειάζεται να παλέψουμε ώστε η απόσυρση στον ιδιωτικό μας οίκο, να μην εξυπηρετήσει την οικονομική και βιοπολιτική εξουσία, ώστε να την μετατρέψει σε ιδιώτευση ή σε εξ αποστάσεως ανέπαφες σχέσεις μιας ακοινώνητης κοινωνικότητας. Η ψευδοδημόσια ψηφιακή ευκολία, δεν ανταλλάσσεται με τα στοιχεία της δημοκρατία που θέλουμε.
Εκτός από την εστία μας, είναι δίδυμη η ανάγκη της Αγοράς. Όχι αυτής της χυδαίας, χρηματιστηριακής και τεχνοφασιστικής συνδεσιμότητας, άυλων αξιών και σωμάτων. Αλλά η Αγορά που ο πολίτης, συμμετέχει για να «αγοράσει» και να αγορεύσει για το αγαθό και το ωραίο της Πολιτείας του.
Γιατί αλλιώς αυτό το αναγκαστικό συμμάζεμα στον εαυτό μας και στην εστία, μπορεί να μας οδηγήσει στο άλλο άκρο. Στην κυνική ομολογία της Θάτσερ, ότι : «Δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα και οικογένεια». Κάτι που επιδιώκει φανατικά η «μεταμοντέρνα», αριστερή και δεξιά νεοφιλελεύθερη οικονομία για να συνεχίσει να υπάρχει σε οικονομικό και ανθρωπολογικό επίπεδο. (σ.σ. και μάλιστα, στο θέμα της οικογένειας, προσπαθεί να τη διατηρήσει ή να την αποδομήσει, ώστε παραμένοντας ως έννοια, να καταστρέψει κάθε οντολογική της ουσία). Όμως, όπως και ο αριστοτελικός Μαρξ, τόνιζε: «ο άνθρωπος μπορεί να απομονώνεται μόνο μέσα στην κοινωνία».
Η ανάγκη της δημόσιας συμμετοχής, του μοιράσματος στην κοινότητα, αποτυπώθηκε – στρεβλά, διχαστικά και με πολλούς ανορθολογισμούς – στην περίπτωση της απαγόρευσης των θρησκευτικών τελετών. Οι κοινοτιστικές παρακαταθήκες της Εκκλησίας του Δήμου, που συμβολικά επιζούν στην Θεία Κοινωνία της συμμετοχής, θέριεψαν στο ασυνείδητο Ορθόδοξων πιστών και …Ορθόδοξων «άθεων», που δεν έβλεπαν το «μεταδοτικό» κουταλάκι του ιού, αλλά ενορατικά τρόμαζαν με την προοπτική να χαθούμεμεταξύ μας. Όχι αποκλειστικά από την εκκλησία, αλλά από τη δημόσια παρουσία μας στα κοινά. Από τις συνάξεις μας στην πόλη, στη γειτονιά, στις αυλές των σχολείων, στα καφενεία – μικρές βουλές, στην πλατεία, στα «πηγαδάκια» μας, στην ιστορία της παρέας, από την πολιτική, εντέλει.
Η διεκδίκηση και επαναφορά του Δήμου και της Δημοκρατίας, συνδέεται στενά και με την ορθολογική και κοινωνική χρήσης της τεχνολογίας. Καθώς, οι κάθε είδους εξ απόστασης ευκολίες, προτείνουν νέες κερδοφόρες υπεραγορές και εξ αποστάσεων «ασφαλείς» ανέπαφες σχέσεις. Η επιτήρηση για τη ασφάλεια και την υγεία θέτει νέους κινδύνους και διλλήματα. Προοπτικές υπερπλανητικής σύνδεσης, τηλεργασίας, τηλεκπαίδευσης, κλπ, προϋπήρχαν του ιού και σαν έτοιμες, από καιρό, επιτάχυναν εν μέσω πανδημίας ακόμα περισσότερο την «γοητεία» τους και την εφαρμογή τους. Η ωφέλιμη δημοκρατική εξέλιξή τους δεν αποτελεί νομοτέλεια. Οι ισχυρές ελίτ πολιτικές, οικονομικές, επιστημονικές, κ.α, δεν βλέπουν ανθρώπους, αλλά από καιρό υπηρετούν μια θρησκευτικού τύπου μεταφυσική, που πλησιάζει να μεταλλάξει τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι κοινωνίες του ελέγχου δεν αποτελούν πια, σκηνές από το έργο της Δευτέρας, αλλά την τεχνική απάντηση του καπιταλιστικού κόσμου και φαντασιακού, ώστε να συνεχίζει να υπάρχει, να εκμεταλλεύεται και να κυριαρχεί.
Η ανάδυση της πολιτικής
Παράλληλα, ο ελληνικός τρόπος αντίδρασης, αλλά και συμμετοχής στα μέτρα της πανδημίας είχε συχνά μέσα της, κι έναν παράδοξα υγιή τρόπο «αντίστασης». Τόσα χρόνια μνημονιακού τυχοδιωκτισμού μας έκανε πιο καχύποπτους, ώστε να μην εμπιστευόμαστε πολιτικούς σωτήρες. Πολλοί έφτασαν από ένανδιαφορετικό δρόμο να φροντίσουν το ίδιο τον εαυτό τους και τους άλλους: «Δε μένω μέσα, επειδή μου το λέτε, αλλά επειδή δεν σας εμπιστεύομαι».
Κι εδώ κάπου, μετά την υγειονομική και την ιατρική, είναι η στιγμή να βγει στο προσκήνιο η πολιτική, η εντοπισμένη εθνικά και κοινωνικά πολιτική. Οι κοινωνικές διεργασίες και το «αντιστασιακό» ήθος, οι οποίες προϋπήρχαν της πανδημίας, ορίζουν την πολιτική διάσταση της αντιμετώπισης του ιού, ως το τρίτο επεισόδιο σε μια σειρά εκδηλώσεων άνθισης της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας. Όταν η δημοκρατική φωνή του λαού, ουσιαστικά ανάγκασε την κυβέρνηση να υπακούσει στις ανάγκες του. Αρχής γενομένης, με τον λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στις επιδιώξεις της κυβέρνησης στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου σε σχέση με τη δημιουργία Κλειστών Κέντρων φιλοξενίας. Ενάντια στο γκριζάρισμα της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και στον βάναυσο εγκλωβισμό ανθρώπων, που η ιδεολογία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης – ιδεολογικός πυρήνας της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης αλλά και του νεοφιλελεύθερα «ελευθεριακού» αριστερισμού – δημιούργησε, αλλά ενισχύει και εργαλειοποιεί έντεχνα ο νεοσουλτάνος Ερντογάν.
Το δεύτερο επεισόδιο, συντελέστηκε στον Έβρο. Όταν ο λαός και πάλι, ανάγκασε μια κυβέρνηση με άλλες αφετηρίες, κάθε άλλο αγάπης και υποστήριξης του εδάφους, να καταγγείλει την Τουρκία, να μιλήσει έντονα για την γεωπολιτική μηχανική που μαγειρεύει ο Ερντογάν με αυτό το υβριδικό θερμό επεισόδιο που προκαλεί στα σύνορα της χώρας.
Η κοινωνία θέλησε να αλλάξει αυτή τη λογική του υπόδουλου και παρασιτικού πολιτικού συστήματος και στην περίπτωση της πανδημίας να προβάλλει την υγεία των ανθρώπων πάνω από την οικονομία και τα νεοφιλελεύθερα κοράκια της. Και τουλάχιστον στις πρώτες ημέρες, η κυβέρνηση υπάκουσε. Δεν συντάχθηκε υποταχτικά η ελληνική κοινωνία. Προέβαλλε ριζοσπαστικά, έναν άλλο δρόμο πολιτικής και άλλες ανθρώπινες προτεραιότητες. Το επόμενο επεισόδιο, θα είναι η νέα αυτή πολιτική να εξαναγκάζει την κυβέρνηση να μην οικειοποιείται και να λεηλατεί το κράτος με την φτωχοποίηση του λαού, προβάλλοντας την εθνική-κοινωνική σύμπνοια ως άλλοθι,για την επιβολή ακραίων και άνισα ταξικών και εθνικών μέτρων. Έχουμε σκληρό δρόμο να διανύσουμε.
«Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα»*
Θα κλείσω με ένα σημείωμα, που ταιριάζει πιστεύω με το θέμα μας και το πώς αντιμετώπισε έως τώρα η ελληνική κοινωνία την πανδημία. Ένα σημείωμα καρδιάς με πολλούς συμβολισμούς και για τη σύνθετη περιπέτεια που ζούμε. Αυτό τον τίτλο έδωσε ο αξέχαστος Νίκος Παπάζογλου σε συλλογή τραγουδιών του, την άνοιξη του 1995.
«Η ταμπελίτσα ήταν γραμμένη σαν οδηγία στην σκοπιά του φυλακίου του Αγίου Κασσιανού της Λευκωσίας, ένα πολύ ευαίσθητο σημείο της «πράσινης γραμμής» και δίπλα καρφωμένη, σε ένα από τα δοκάρια της οροφής του χαρακώματος μια πουρούδα. Είναι πολύ εντυπωσιακό το ότι ενώ υπάρχει τόση τεχνολογία στα χέρια μας, όταν πρόκειται για τόσο ζωτικής σημασίας ζήτημα, δεν εμπιστευόμαστε κανένα διάμεσο, όπως ασύρματους, ηλεκτρισμό, συναγερμούς κ.λ.π. και συνδέεται το χέρι κατ΄ ευθείαν με την ηχητική πηγή για να καλέσει σε εγρήγορση».
(*Πουρούδα είναι το «κλάξον» του ποδηλάτου στο Κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα)
* Ο Δημήτρης Ναπ. Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος, Υπεύθυνος ΚΕΘΕΑ MOSAIC