Στο πλαίσιο της σειράς διαδικτυακών παρεμβάσεων του Δρόμου, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 29/4, η εκδήλωση «Κοινωνικές διεργασίες στην Ελλάδα της καραντίνας – Αξίες, σχέσεις και δράσεις που “μετράνε”, και ο ρόλος τους στην επόμενη μέρα».
Δυστυχώς, τα ανυπέρβλητα τεχνικά προβλήματα διέκοψαν την εξέλιξη της συζήτησης, της οποίας τη βάση έθεσαν οι εξαιρετικές εισηγήσεις των τριών ομιλητών. Επιφυλασσόμαστε για μια εκ νέου πρόσκληση των ομιλητών σε μελλοντική εκδήλωση, αφού αναγκαστικά η πανδημία και τα ζητήματα που ανοίγει, θα μας απασχολήσουν.
Δημοσιεύουμε εδώ αποσπάσματα των δύο εισηγήσεων, του Χρήστου Γιοβανόπουλου – κοινωνικού επιστήμονα, Vrije Universiteit Άμστερνταμ και του Γιάννη Τσούτσια – επικεφαλής της Κίνησης Δημοτών Βριλησσίων «Δράση για μια άλλη πόλη». Η τρίτη εισήγηση, του Δημήτρη Γιαννάτου – κοινωνιολόγου, υπεύθυνου Μονάδας ΚΕΘΕΑ MOSAIC, θα δημοσιευτεί στο επόμενο φύλλο.

Ήτανε το φρόνημα και δεν ήταν το «φρόνιμα»

Του Γιάννη Τσούτσια *

1. Έγινε κάτι την περίοδο που συζητάμε;

Ξεκινάμε από το ερώτημα-τίτλο της συζήτησης. Υπήρξαν κοινωνικές διεργασίες την περίοδο της καραντίνας; Υπήρξαν. Πολύπλευρες και υπόγειες. Μόνο που αυτές χρειάζεται να επισημανθούν, να έρθουν στο φως και σε επίγνωση! Για να μη χαθούμε λοιπόν σε σχολιαστικές προσεγγίσεις, πρέπει πρώτα να αναζητήσουμε την κατάλληλη οπτική, αυτήν που φωτίζει τα γεγονότα. Να δούμε τι κρίνεται κάθε φορά και πού πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας. Και μιλάμε γιαμια οπτική που εστιάζει στη λαϊκή παρουσία. Στο πώς η λαϊκή παρουσία μετείχε ή όχι ενεργά στα πράγματα. Πώς επέδρασε στο πολιτικό σκηνικό. Κατ’ επέκταση, ποιος θα ήταν ο δρόμος για μια ακόμη ενεργότερη λαϊκή παρουσία την περίοδο που αναφερόμαστε.

Αν λοιπόν δούμε λοιπόν έτσι τα πράγματα, θα διαπιστώσουμε ότι κατά την περίοδο της καραντίνας ο λαός μετείχε ενεργά. Και ότι αυτή του η ενεργητικότητα επέφερε αποτελέσματα στο πολιτικό σκηνικό. Το δεύτερο που θα δούμε είναι ότι αυτή η δίμηνη περίοδος υπήρξε μια διακριτή κοινωνικοπολιτική φάση, που είχε αρχή και τέλος. Και το τρίτο και κυριότερο, ότι ήταν μια περίοδος αποφασιστική. Δηλαδή μια περίοδος «για να γίνουν πράγματα». Λέμε αποφασιστική και όχι π.χ. κρίσιμη (κρίσιμο ζήτημα είναι π.χ. ο αριθμός των θυμάτων) ή ιδιόρρυθμη (π.χ. ο κόσμος δεν μπορούσε να κατέβει σε απεργίες), γιατί σε μια δύσκολη περίοδο με δακυβεύματα, ο κόσμος έβγαλε αντίδραση. Γιατί έγινε μια στροφή, από την ουδέτερη παθητική και μοιρολατρική στάση, σε μια στάση αντίδρασης απέναντι στα πράγματα. Άρα, όσα συνέβησαν δεν ήταν μια φάση Μητσοτάκη ή Τσίοδρα αλλά μια φάση του Ελληνικού λαού που καθόρισε την εξέλιξη και της νόσου και των μέτρων. (Σε συνέχεια της αντίδρασης που βγήκε στον Έβρο, όπου πάλι ο κόσμος δεν ήταν παρών αλλά ήταν σαφής η στάση και η διάθεσή του).

Άρα, συμπέρασμα εδώ, η πανθομολογουμένως καλή συμπεριφορά των Ελλήνων, δεν είχε να κάνει ούτε με φόβο, ούτε με πειθάρχηση (οι απείθαρχοι επί 2500 χρόνια Έλληνες δεν πειθάρχησαν τώρα), ούτε με συμφιλίωση με το κράτος. Ήταν μια ώριμη στάση μάχης.

2. Τι είδους μάχη δόθηκε;

Ο κόσμος πάλεψε με τον ιό. Αλλά και με τον φιλελεύθερο εαυτό του, μέσα στα σπίτια, πάλεψε με τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής. Κράτησε μια διπλά μαχητική στάση, τόσο απέναντι στην επιδημία, όσο και στον εαυτό του. Αυτή η στάση όρισε μια ορισμένη διαθεσιμότητα. Μεγάλη διαθεσιμότητα. Ο κόσμος ήθελε κάτι να κάνει σε δύσκολες συνθήκες και αυτό φαίνεται από διάφορα στοιχεία, αλλά αυτό που ήθελε, μέσα στην πραγματικότητα του εγκλεισμού ήταν δύσκολο να βρει δίοδο και να υλοποιηθεί.

Διαμορφώθηκε ωστόσο ένα πλεόνασμα δοτικότητας και προσφοράς. Και αυτοσυγκράτηση, και προσφορά. Αυτό ήταν κορυφαίο ζήτημα. Ζήσαμε μια περίοδο προσφοράς. Όποιος δεν διάβασε τη συγκυρία ως εποχή προσφοράς, δεν θα μπορέσει να την καταλάβει. Να δει ότι αυτές τις ημέρες, έπρεπε πρώτα να δείξεις ότι προσφέρεις και μετά να κάνεις κριτική. Να δει ότι η κριτική δυνατότητα πέρναγε από μια στάση προσφοράς. Γι’ αυτό δεν εισακούεται η αριστερά. Διότι δεν προσέφερε. Διότι αντιλαμβάνεται την πολιτική ως διεκδίκηση, ως απαίτηση και σύγκρουση με το κράτος, όχι ως ανάλωση και αφιέρωση. Και αυτά απέχουν πολύ. Ιδίως αν συγκριθούν με την στάση του ΕΑΜ ή της αριστεράς της δεκαετίας του ’60…

Αυτός ήταν και ο μόνος δρόμος να ασκηθεί κριτική στον Μητσοτάκη. Σε μια περίοδο έκτακτης ανάγκης δεν περνάνε εύκολα οι κριτικές. Πρώτα βάζεις πλάτη. Σωματεία, συνδικάτα, φορείς, σύλλογοι, ομοσπονδίες με παχυλά ταμεία, δεν έδωσαν τίποτα στο αναγκαίο «κίνημα του αναπνευστήρα». Με τα «επιτάξτε τα ιδιωτικά νοσοκομεία», απλώς  γελάει ο κόσμος. Θα πει κάποιος: Καλά, είναι τόσο σοβαρό αυτό; Τι θα γίνονταν εάν είχε υπάρξει όντως ένα «κίνημα του αναπνευστήρα»; Απλούστατα, θα υπήρχαν δυνατότητες για μια πιο ουσιαστική αντιπολιτευτική στάση. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή;

3. Τι πολιτική θα απαιτούνταν;

Η κυβερνητική πολιτική θεμελιώθηκε σε δυο άξονες: Μια πετυχημένη πολιτική μέτρων που πέρασε από τον Τσιόδρα (οι κριτικές απέναντί του ήταν λάθος) και από μια αποτυχημένη πολιτική στο επίπεδο της διαμόρφωσης ενός ικανού συστήματος υγείας. Μάλιστα, δεν απέτυχαν απλώς στο δεύτερο, αλλά αυτή ήταν η άποψή τους! Δεν θα κάνουμε τίποτα, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα κάνουμε μόνο μπαλώματα. Όλη η Ε.Ε. την ίδια γραμμή είχε. Το σύστημα υγείας θα μείνει ως έχει. Διότι η ενδυνάμωσή του είναι έξω από τη νεοφιλελεύθερη οπτική. Αλλά αυτή η ανεπάρκεια της κυβέρνησης, για να αναδειχθεί, θα απαιτούσε στοχευμένες κριτικές παρεμβάσεις αποκαλυπτικού τύπου, όχι φέρτε το ένα φέρτε το άλλο, λεφτά για την υγεία και γενικότητες. Αλλά είπαμε, ποιος θα τα έκανε αυτά, αν πρώτα δεν είχε βάλει πλάτη; Έτσι η αποτυχημένη πολιτική της κυβέρνησης δεν αποκαλύφθηκε. Και οι μαχόμενες δυνάμεις και η αριστερά (σε γενικές γραμμές) φόρτωσαν έναν ακόμη κύκλο αναξιοπιστίας στην πορεία τους.

Ο κόσμος πάλεψε με τον ιό. Αλλά και με τον φιλελεύθερο εαυτό του, μέσα στα σπίτια. Πάλεψε με τον φιλελεύθερο τρόπο ζωής. Κράτησε μια διπλά μαχητική στάση, τόσο απέναντι στην επιδημία, όσο και στον εαυτό του. Αυτή η στάση όρισε μια ορισμένη διαθεσιμότητα.

4. Πώς έκλεισε η περίοδος

Η περίοδος έκλεισε με αδρανοποίηση της κοινωνικής διαθεσιμότητας. Ο κόσμος δεν βρήκε καμιά υποστήριξη από τις πολιτικές δυνάμεις. Η αγωνία του μετέπεσε σε ζύμωση για την επόμενη ημέρα. Αφού κανείς δεν είχε να πει κάτι ουσιαστικό για το «τώρα», άρχισαν οι γενικότητες για το «μετά». Έτσι η και λαϊκή αγωνιστικότητα χάθηκε, αυτοκαταλήθηκε εν όψει της επόμενης φάσης. Η μάχη χάθηκε, επειδή κανείς δεν την είδε σαν μάχη, αλλά σαν μια έκτακτη περίοδο.

Ένα ακόμη συμπέρασμα εδώ: Ό,τι εκδηλώνεται μαζικά, σε επίπεδο ηθικού, διαθεσιμότητας και προσανατολισμού, αν δεν υποστηριχτεί πολιτικά, σκορπίζει. Εάν ο κόσμος δεν βρει υποστήριξη, κάνει ένα μπαμ και αποσύρεται. Για ακόμη μια φορά η λαϊκή παρουσία εκδηλώθηκε στη ρωγμή του πολιτικού συστήματος. Εκεί που βρέθηκε ένα  άνοιγμα, εκεί που χαλάρωσε η ασφυκτική επίβλεψη, «πάγωσε» λίγο η χειραγώγηση των πολιτικών δυνάμεων, δεξιών και αριστερών. Είτε αυτό λέγονταν πλατείες, είτε παρελάσεις, είτε Μακεδονικό. Πότε συνέβη η μεταστροφή στην περίπτωσή μας; Όταν θίχτηκαν οι ισορροπίες σε υπαρξιακό επίπεδο. Όταν το μαχαίρι έφθασε στο βιολογικό επίπεδο, πρώτα στον Έβρο και, αμέσως μετά, στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

5. Δυο λόγια για το «ΜΕΤΑ»

α. Τα πράγματα θα καθοριστούν από τις μεγάλες διεργασίες (περισσότερο από ότι τώρα).

Από αυτές που θα προκύψουν από την αναδιάταξη των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό ζούμε. Σύγκρουση και αναδιάταξη των παγκόσμιων δυνάμεων υπό το καθεστώς της εσωτερικής διάλυσης της Δύσης. Ανοιχτός εμφύλιος στην Αμερική, διαλυτικότητα στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι εάν σε αυτή την εξίσωση θα μπορούσε να μπει ως ενεργητικός παράγοντας η παρουσία των λαών, αυτό που παλιά θα λέγαμε ταξική πάλη, εάν θα μπορέσουν να θέσουν οι λαοί τις απαιτήσεις τους. Είναι συζητήσιμο…

β. Σε κάθε περίπτωση, άνοιξαν περιθώρια για δραστήριες εθνικές πολιτικές. Όποιοι μπορούν θα αναβαθμιστούν, οι υπόλοιποι θα μείνουν πίσω. Στην Ελλάδα έχουμε περίοδο συνέχισης των συνεπειών του κορωνοϊού αλλά και περίοδο επίθεσης Ερντογάν, ένα διπλό θανατερό βρόγχο. Επίσης, από πολιτική σκοπιά, έχουμε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο πρότυπο και ακραίες δουλικές και παρασιτικές πρακτικές. Και εδώ θα δοθούν περιθώρια για αλλαγές. Το νεοφιλελεύθερο πολιτικό υπόδειγμα θα υποστεί είτε σοβαρότερες, είτε δευτερεύουσες αμφισβητήσεις. Το ίδιο και η δουλικότητα του πολιτικού συστήματος. Και τα περιθώρια του παρασιτισμού εξαντλούνται. Επομένως θα υπάρξουν περιθώρια τροποποιήσεων και παρεμβάσεων στα οποία θα παίξουν αρκετοί. Τόσο στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης, όσο και από το άλλο μπλοκ του δικομματισμού. Το ερώτημα και εδώ είναι το ίδιο: Αν αυτά τα υπαρκτά περιθώρια αλλαγών, μετατροπών κ.λπ. (που για να συμβούν βέβαια, κάποιος πρέπει να τις επιχειρήσει – μπορεί να μη γίνει και τίποτα), θα μπορούσαν να συνδεθούν με μια πολιτική έξω από το σύστημα, να μην αποτελέσουν μια διαμάχη μέσα στο σύστημα, αλλά να δρομολογήσουν μια άλλη κατεύθυνση.

γ. Προς τούτο χρειάζεται σχέδιο. Είμαστε σε εποχές σχεδίων. Και δυστυχώς, απέχουμε πολύ από τη δυνατότητα σχεδιασμών, ακόμη και από το να παλέψουμε τις αναγκαίες πλευρές τους. Να δώσω ένα παράδειγμα. Η επόμενη φάση δεν είναι φάση που θα έχουμε απαλλαγεί από τον κορωνοϊό. Επομένως, θα μπορούσε ο μαχόμενος κόσμος να κάνει μια παρέμβαση στο ζήτημα υγείας που θα περιλάμβανε ένα υποτυπώδες σχέδιο;

Δεδομένου του δεύτερου κύματος που έρχεται, θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε ένα σύστημα υγείας με επαρκή κρεβάτια ΜΕΘ. Θα μου πείτε, γιατί επικεντρώνω στις ΜΕΘ; Γιατί σε εποχές πολέμου, το θέμα αλλά και το σύνθημα που απευθύνεται και στον λαό, δεν είναι να κάνουμε κάτι γενικώς για την υγεία. Η βοήθεια πρέπει να κατευθύνεται στο μέτωπο, εκεί που εντοπίζεται η μεγάλη ανάγκη. Στην Ελλάδα δεν ξέρουμε ούτε πόσα κρεββάτια ΜΕΘ έχουμε. Υποσχέσεις για αύξησή τους δόθηκαν. Σίγουρα πάντως μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στοιχείο ενός σχεδίου επιβίωσης για την Ελλάδα θα ήταν να αποκτήσουμε επιπλέον 1000 κρεβάτια ΜΕΘ. Πόσο κοστίζουν αυτά; Αν υπολογίσουμε ότι με το κλεπτοκρατικό σύστημα καθένα θα φθάσει τις 100χιλ. ευρώ, τότε θα χρειαστούμε περί τα 100 εκατ. για να έχουμε ΜΕΘ και για να μείνει και κάτι για την υγεία. Αυτό είναι κεντρικό. Αυτή είναι μια προτεραιότητα. Ετοιμασία για πόλεμο. Θα κοπούν 100 εκατ. από τους προϋπολογισμούς; Αλλά στο λαό μας δεν υπάρχει διάθεση σχεδιασμών. Δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε σχεδιαστικά. Μπορούμε να αντιστεκόμαστε, η Ελλάδα έχει αντιστασιακό πνεύμα, αλλά δεν μπορούμε να οργανώνουμε. Να λοιπόν ένα ακόμη στοίχημα για το «μετά» και για την επόμενη φάση.

Το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο. Όχι μόνο για τους λόγους που περιγράψαμε αλλά και γιατί οι πολιτικές δυνάμεις είναι σε άλλη κατεύθυνση από αυτά που θέλει ο λαός. Δεν είναι πάντως όλα κλειστά. Περιθώρια υπάρχουν. Μόνο που, αναγκαστικά, χρειαζόμαστε μια πιο παρατεταμένη φάση ωρίμανσης. Πόσο θα διαρκέσει αυτό, άγνωστο. Προς το παρόν κλείνουμε το καπάκι να συνεχιστεί το βράσιμο. Για να ωριμάσουν τα πράγματα.

Εν τω μεταξύ, ώσπου να συμβεί αυτό, θα πετάγεται ίσως πότε – πότε ο λαός να λέει ένα βροντερό ή ένα λιγότερο βροντερό παρών. Ας του δώσουμε τουλάχιστον τη σημασία που του πρέπει.

* Ο Γιάννης Τσούτσιας είναι επικεφαλής της Κίνησης Δημοτών Βριλησσίων «Δράση για μια Άλλη Πόλη».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!