Κλειδί η ωρίμαση του λαϊκού ριζοσπαστισμού
Του Βασίλη Ξυδιά
Δεν είναι περίεργο. Θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο. Η ήττα και η βαριά απογοήτευση έχουν οδηγήσει πολλούς συντρόφους σε μια κίνηση αναδίπλωσης στην ιδεολογική καθαρότητα – όπως την καταλαβαίνει ο καθένας. Ενυπάρχει στην αντίδραση αυτή μια υπονοούμενη και πολλές φορές ρητά εκφρασμένη ερμηνεία της συνθηκολόγησης: ότι φταίει η ιδεολογική ασάφεια, ή αν προτιμάτε, ο ιδεολογικός αχταρμάς του ΣΥΡΙΖΑ, που άφησε περιθώρια στον Τσίπρα και σε όποιους άλλους να παρεκκλίνουν από μια πραγματικά ριζοσπαστική γραμμή ρήξης με την ευρωκρατία, το πολιτικό σύστημα και εν τέλει με τον καπιταλισμό.
Προτείνεται, λοιπόν, ως απάντηση στο πρόβλημα αυτό η επιστροφή στην αμιγή ταξικότητα· ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον εν γένει λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό, την αόριστη δημοκρατικολογία, και πολύ περισσότερο με κάθε είδους ιδέα πατριωτικής αντίστασης, εθνικής κυριαρχίας κ.λπ. Και σε δεύτερο πλάνο καθίσταται ύποπτη ακόμα κι αυτή η έννοια της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ακριβώς επειδή δεν έχει σαφές ταξικό πρόσημο και αφήνει ανοικτό το περιθώριο ανασύνταξης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, με την υποστήριξη μάλιστα ή έστω την ανοχή της Aριστεράς και των εργαζομένων.
Γνώμη μου είναι ότι όλα αυτά συνιστούν μια συνταγή πολιτικής αυτοκτονίας· ένα δρόμο παραίτησης από τον πολιτικό αγώνα και οριστικής αποδοχής της ήττας· δρόμο καταστροφικό όχι μόνο για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά και για την ίδια τη χώρα.
Η ασάφεια της δημιουργική ωρίμασης
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει, όντως, να κάνει μ’ ένα πρόβλημα ασάφειας που χαρακτήρισε όλη την προηγούμενη περίοδο. Αλλά (α) αυτή η ασάφεια δεν έχει να κάνει τόσο με τον μακρινό ορίζοντα της μετάβασης. Έχει να κάνει, κυρίως, μ’ αυτόν καθ’ αυτόν τον άμεσο βηματισμό· τη μεταβατική στρατηγική της τρέχουσας περιόδου. Και (β) θα ήταν πολύ απίθανο να μην είχε υπάρξει το πρόβλημα αυτό. Διότι πέρα από τα λάθη και τις ανεπάρκειες στη μικροκλίμακα των πολιτικών επιτελείων και των κομματικών διαδικασιών, αυτό που συζητάμε είναι κατά βάση ζήτημα ωρίμασης μιας ολόκληρης κοινωνίας απέναντι στις ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Βγαίνοντας από το προηγούμενο κοινωνικό συμβόλαιο της καταναλωτικής ευμάρειας, το βασισμένο στον εξωτερικό δανεισμό και στην εσωτερική διαφθορά, η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη εξ αρχής να αντιπαρατάξει μια πραγματικά εφικτή εναλλακτική απάντηση στα μνημόνια. Κι η ανταπόκριση σ’ αυτή την ανάγκη δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα πειθούς του α’ ή του β’ πολιτικού προγράμματος. Όφειλε να είναι προϊόν της ιστορικής εμπειρίας, μέσα από αλλεπάλληλες δοκιμές και αποτυχίες. Κάπως έτσι έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται τα πράγματα στη Λατινική Αμερική, που μετά από τρεις δεκαετίες έχει πλέον αρχίσει να βρίσκει τον βηματισμό της στη σύγκρουσή της με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κι αυτό είναι ακριβώς που ζούμε κι εμείς σήμερα.
Μετά την πρώτη της ενστικτώδη αντίδραση με τους Αγανακτισμένους («Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω», 2011-12) και τη δεύτερη με τον ΣΥΡΙΖΑ (αντικατάσταση της κυβέρνησης των μνημονίων με μια «αντιμνημονιακή κυβέρνηση», 2012-2015), η ελληνική κοινωνία καλείται τώρα να βρει τον βηματισμό που θα δώσει συνέχεια σ’ αυτήν την πορεία. Και ας το ξαναπώ άλλη μια φορά -έχει γραφτεί από πολλούς, το έχω αναφέρει κι εγώ σε αρκετά άρθρα μου εδώ στον Δρόμο της Αριστεράς– πως η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση το τέλος της λαϊκής αντίθεσης στο μνημόνιο. Όλα θα κριθούν σ’ αυτόν τον τρίτο γύρο, στον οποίο έχουμε ήδη εισέλθει, το σκηνικό του οποίου θα είναι αρκετά διαφορετικό τόσο από τον πρώτο γύρο των Αγανακτισμένων, όσο και από τον δεύτερο με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σ’ αυτή την περίπτωση η συνταγή της ήττας είναι, όπως είπα παραπάνω, η εγκατάλειψη από τη ριζοσπαστική αριστερά της (δημιουργικά ασαφούς) συμπόρευσης με τον υπό εξέλιξη λαϊκό ριζοσπαστισμό, που είναι ο κινούν πυρήνας της ωριμάζουσας ελληνικής κοινωνίας και η αναδίπλωσή της στον εαυτό της.
Αριστερός αποπροσανατολισμός
Κι εδώ είναι ακριβώς που οι ιδεολογικές βεβαιότητες λειτουργούν απολύτως αποπροσανατολιστικά. Διότι δεν υπάρχει π.χ. πιο εξωπραγματική εκτίμηση από τη διαρκώς αναπαραγόμενη καραμέλα, πως αιχμή του αντιμνημονιακού αγώνα ή του «όχι» της 5ης Ιουλίου είναι η εργατική τάξη ή οι εργαζόμενοι. Δεν βλέπει η ταξικά ορθόδοξη αριστερά, που αναμασάει τέτοιες ιδέες, την πραγματική δυναμική της διεξαγόμενης ταξικής σύγκρουσης. Ότι, δηλαδή, σκληρός πυρήνας του λαϊκού ριζοσπαστισμού είναι τα πληττόμενα μεσοστρώματα, τα κομμάτια της μέσης τάξης που καταρρέουν ή που έχουν καταρρεύσει οικονομικά και κοινωνικά. Δεν είναι εδώ η ώρα να μπούμε σε λεπτομερείς αναλύσεις. Αρκούμαι μόνο στο να επισημάνω ότι από την άποψη αυτή έχουν δίκιο οι αντίπαλοί μας που τονίζουν την προσκόλληση της αντιμνημονιακής Αριστεράς στις ανάγκες και στην οπτική των δημοσίων υπαλλήλων.
Το λάθος αυτό -αν δεχθούμε ότι είναι λάθος και δεν είναι κάτι ακόμα πιο σοβαρό- καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη στρατηγική και την αντιπολιτευτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-14, υποθηκεύοντας όσα θα ακολουθούσαν. Διότι στην κλασική αυτή ορθόδοξη προσέγγιση, όσο πιο εργατικά τόσο πιο αριστερά, ενώ η προσέγγιση των μεσοστρωμάτων υποτίθεται πως απαιτεί τη λείανση των ριζοσπαστικών αιχμών. Μέσα στις συνθήκες κατάρρευσης του εθνικού παραγωγικού συστήματος της χώρας δεν υπήρχε και δεν υπάρχει τίποτα πιο λανθασμένο απ’ αυτό. Είδαμε τμήματα του πραγματικού προλεταριάτου να ταυτίζονται με τους εργοδότες τους για να μη χάσουν τη δουλειά τους· είδαμε τους δημόσιους υπάλληλους να ταλαντεύονται και να στρίβουν την κρίσιμη στιγμή, είτε μέσω συντόμων απεργιών (την περίοδο της ΣΥΡΙΖΑϊκής αντιπολίτευσης) είτε διά της προσκολλήσεως στον μεταλλαγμένο Αλέξη τώρα τελευταία. Ενώ αυτοί που πραγματικά βρίσκονται στα κάγκελα είναι τα φτωχοποιούμενα ή φτωχοποιημένα τμήματα της λεγόμενης μεσαίας τάξης (μικροαστοί επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λπ.).
Απλουστεύω ίσως τα πράγματα, αλλά θέλω απλώς να τονίσω πόσο λάθος είναι η ψυχολογική και ιδεολογική αναδίπλωση σε μια αόριστη αριστερή «ταυτότητα» που μας αποκόβει από το συγκεκριμένο ιστορικό γίγνεσθαι. Στον αντίποδα αυτής της ιδεολογικής αναδίπλωσης βρίσκεται η επιμονή στην ωρίμαση του λαϊκού ριζοσπαστισμού και η πραγματική ριζοσπαστικοποίηση του αντιμνημονιακού αγώνα.