Υπάρχει κάτι παράξενο μερικές φορές στις συναντήσεις μας με τους ανθρώπους. Πολλά χρόνια πίσω, με τον παππού μου Κώστα Ταρλατζή, γεννημένο στο Αϊδίνι το 1909, και με δική μου επιμονή, βρεθήκαμε στη Νέα Σμύρνη να συναντάμε τη συντοπίτισσά του, τη θρυλική Nelly – την Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη.
Ήδη πολύ ηλικιωμένη, με μειωμένη όραση, χέρια τρεμάμενα. Κι όμως… Η μνήμη ζωντανή. Ήταν ήδη στα 95 της. Πέρασαν χρόνια από τότε και με συγκίνηση έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα «Οι εραστές του φωτός» της Κλαίρης Θεοδώρου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μιας συγγραφέως που παρακολουθώ ανελλιπώς και εκτιμώ πολύ το έργο της. Η συγκίνηση γιατί το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της κορυφαίας Ελληνίδας φωτογράφου.
Αυτό που δεν γνώριζα και ανακάλυψα με την πρώτη μας επικοινωνία με την Κλαίρη Θεοδώρου γι’ αυτή τη συνέντευξη είναι οι κοινές μας ρίζες. Μια κλωστή λοιπόν μας δένει όλους. Μια κλωστή κόκκινη που οδηγεί στο Αϊδίνι. Βεβαίως οι ηρωίδες στο βιβλίο είναι δύο. Η Άλμα –μια μυθιστορηματική εκδοχή της Nelly’s– και η Ελληνόπη, μια νέα γυναίκα που έρχεται να δουλέψει γι’ αυτήν. Βίοι παράλληλοι σε διαφορετικές εποχές και συνθήκες σε μια εξαιρετική σύνθεση, γεμάτη από την αγάπη για τη φωτογραφία. Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα που προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις…
Έγραψες ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από την περίφημη Nelly’s, μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες φωτογράφους. Τι είναι αυτό που σε τράβηξε περισσότερο στην προσωπικότητα και την ιστορία της;
H Nelly’s ήταν μια γυναίκα που υπήρξε πολύ μπροστά από την εποχή της και αυτό από μόνο του είναι ένα χαρακτηριστικό που εμένα προσωπικά με γοητεύει ιδιαίτερα. Παράλληλα όμως, ας μου επιτραπεί να πω, ότι ένιωσα κι ένα είδος προσωπικής σύνδεσης μαζί της. Η φωτογραφία υπήρξε ανέκαθεν το πάθος μου κι έτσι οι σπουδές στον τομέα αυτόν ήταν για μένα όνειρο ζωής. Τα κατάφερα με σχετική καθυστέρηση, καθώς προηγήθηκαν αυτές στη Γερμανική Φιλολογία και όταν επιτέλους βρέθηκα στη Σχολή Φωτογραφίας, την πρώτη μέρα και στο πρώτο μάθημα –Ιστορία της Φωτογραφίας– οι πρώτες εικόνες που προβλήθηκαν στην οθόνη, ήταν τα γυμνά της Nelly’s στην Ακρόπολη. Ήταν καρμική αυτή η στιγμή. Μία από τις ελάχιστες εκείνες στιγμές στη ζωή που συνειδητοποιείς καθώς συμβαίνει πως είσαι απόλυτα ευτυχισμένος. Στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή. Μου καρφώθηκε στο μυαλό από εκείνη τη μέρα κι έπειτα η Nelly’s και έγινα συλλέκτρια κατά μία έννοια στοιχείων του έργου και της ζωής της γενικότερα. Με έκπληξη ανακάλυψα ότι η ζωή που είχε ζήσει ήταν κάτι περισσότερο από κινηματογραφική. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τη «δική μου» Ελληνόπη, τη δεύτερη ηρωίδα του βιβλίου, ξαναήρθε απρόσκλητη στο μυαλό μου για κάποιον άγνωστο λόγο η πορεία της Nelly’s. Και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι «Εραστές του φωτός». Είναι παράξενο πράγμα τελικά η έμπνευση. Σε βρίσκει εκεί που δεν την περιμένεις…
Πού τελειώνει ο μύθος και πού αρχίζει η πραγματικότητα;
Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της Nelly’s αλλά όχι αυστηρά βασισμένο σε αυτή. Τονίζω τον διαχωρισμό –γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε ονόμασα κιόλας τη δική μου ηρωίδα Άλμα και όχι Nelly’s– γιατί σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα βιογραφικό έργο. Έχω υπερβολικά έντονη φαντασία και μου είναι αδύνατον να την τιθασεύσω και να τη βάλω σε καλούπια. Έτσι λοιπόν, έγραψα «πατώντας» στα βασικά γεγονότα της ζωής της Nelly’s –τους τόπους, τους ανθρώπους και τα γεγονότα που τη διαμόρφωσαν– επέτρεψα όμως στον εαυτό μου την ερμηνεία όλων αυτών και την αποτύπωση των δικών μου εμβόλιμων και μυθιστορηματικών ιδεών στο χαρτί, ιδίως στο κομμάτι των σκέψεων, των συναισθημάτων και των προσωπικών της αντιδράσεων σε πράγματα και καταστάσεις.
«Είναι παράξενο πράγμα τελικά η έμπνευση. Σε βρίσκει εκεί που δεν την περιμένεις…»
Υπάρχει κάποια δική σου σύνδεση με την ιστορία αυτή; Υποθέτω πως χρειάστηκε να κάνεις και μεγάλη έρευνα…
Απολαμβάνω την έρευνα στα βιβλία μου. Χαίρομαι σαν μικρό παιδί, όταν ανακαλύπτω καινούργια στοιχεία και η αλήθεια είναι ότι έχω μάθει κι εγώ πάρα πολλά πράγματα που δεν γνώριζα γράφοντας. Και σε αυτό το βιβλίο χρειάστηκε λοιπόν εκτενής έρευνα, που στην προκειμένη περίπτωση με αφορούσε και λίγο παραπάνω. Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από το Αϊδίνι –ο προπάππος μου ήταν ο σταθμάρχης στην πόλη αυτή– ιδιότητα πολύ σημαντική και τιμητική τότε, καθώς προϋποθέσεις για την κάλυψη της θέσης από την αγγλική εταιρεία ήταν η μόρφωση, η καλλιέργεια και το κύρος – ενώ ο παππούς μου έφυγε από τη Μικρά Ασία με την καταστροφή της Σμύρνης.
Τι σε μαγνητίζει στη φωτογραφία; Συμφωνείς πως «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις»;
Είναι περίεργο αυτό που θα πω, αλλά με μαγνητίζει η «υποκειμενικότητα» της κάθε λήψης. Ο τρόπος δηλαδή που ο φωτογράφος καθορίζει με ένα του κλικ αυτό που θέλει να «περάσει» στον υπόλοιπο κόσμο, τη δική του οπτική, τη δική του θέαση του κόσμου, τη δική του εκδοχή της αλήθειας. «Μια εικόνα δεν είναι χίλιες λέξεις», μια εικόνα είναι εκατομμύρια χιλιάδες λέξεις και κατ’ επέκταση εκατομμύρια διαφορετικές εκδοχές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν πολεμικό ανταποκριτή που μου είχε δείξει μια φορά μια εικόνα του ρωτώντας με τι ακριβώς βλέπω σε αυτήν. Ήταν μια γυναίκα, σε κοντινό πλάνο, που έκλαιγε σπαρακτικά στον φακό, ενώ τα χέρια της ήταν ενωμένα μπροστά σε στάση ικεσίας. Ήμουν σίγουρη εκείνη την ώρα πως έβλεπα την ανθρώπινη δυστυχία αποτυπωμένη στο φωτογραφικό χαρτί και του το είπα. Χαμογελώντας μου έδειξε την επόμενη, πολύ πιο «ανοιχτή» τώρα λήψη. Ήταν η ίδια γυναίκα, μέσα σε μία ανθοστόλιστη εκκλησία και μπροστά της παντρευόταν η μονάκριβή της κόρη. Τα δάκρυα ήταν λοιπόν συγκίνησης και χαράς και όχι απόγνωσης και οδύνης. Και εκεί ακριβώς είναι η δύναμη και η ευθύνη του κάθε φωτογράφου. Γιατί η δική του ματιά, η δική του ομορφιά, η δική του αλήθεια και εντέλει η δική του προσωπική επιλογή, θα μεταλαμπαδευτεί και στον υπόλοιπο κόσμο και θα αντιμετωπιστεί τις περισσότερες φορές ως η μία και μοναδική αλήθεια.
Πώς θα απέδιδες το πνεύμα του βιβλίου με μια φωτογραφία; Τι θα έδειχνε;
Θα είναι καταρχάς μια φωτογραφία λουσμένη στο φως. Το φυσικό φως, αυτό που βλέπαμε σαν παιδιά να εισχωρεί στα δωμάτια από τις γρίλιες των παντζουριών. Τη φαντάζομαι συγκεκριμένα σαν μία από αυτές τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες, όπου όλοι οι ήρωες θα είναι στημένοι όρθιοι στη σειρά και μπροστά καθιστές θα βρίσκονται η Άλμα και η Ελληνόπη. Στον τοίχο πίσω τους θα βρίσκεται ο σπασμένος κούκος του βιβλίου και κορνιζαρισμένες φωτογραφίες από τη ζωή και το έργο της Nelly’s. Και εννοείται πως στα πόδια τους θα είναι όλα τα σκυλιά και γατιά που πέρασαν από τη ζωή τους.