Το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που είχε προγραμματιστεί για τις αρχές του Μάρτη, στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε από τα πρώτα θύματα της πανδημίας του Covid-19, με την αναγγελία της ακύρωσής του. Τελικά διεξάχθηκε διαδικτυακά 19-28/5/2020, με ελεύθερη πρόσβαση στο κοινό, αλλά με περιορισμό θεάσεων στις 400. Αναζητώντας το κινηματογραφικό αποτύπωμα της ελληνικής επικαιρότητας, θα αναφερθούμε σε πέντε ελληνικά ντοκιμαντέρ με πολιτικό χαρακτήρα, που παρουσιάστηκαν στο Τμήμα Πλατφόρμα.

Ζυμωμένος με τα οράματα της Αριστεράς, ο εικαστικός και σκηνοθέτης Κυριάκος Κατζουράκης έχει δημιουργήσει με το έργο του το δικό του πολιτικό αποτύπωμα, σε άμεση πάντα σχέση με τη βιωμένη επικαιρότητα.

Στο πυκνό 40λεπτο πολιτικό ντοκιμαντέρ του «Η Επιστροφή του Προμηθέα», επιχειρεί μια κριτική αποτύπωση της ενεργειακής πολιτικής και της μετάβασης προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), κατά τη μνημονιακή οικονομική κρίση της χώρας μας, που δεν κατάφερε να αναχαιτίσει ούτε η «πρώτη φορά Αριστερά».

Μέσα από αναλύσεις και συνεντεύξεις επιστημόνων, εργαζομένων σε ορυχεία, συνδικαλιστών και ακτιβιστών αναδεικνύονται τα προβλήματα που συνδέονται με τη χρήση ορυκτών καυσίμων, έναντι αυτών που τελευταία προωθήθηκαν ως εναλλακτικές «πράσινες» ΑΠΕ, με χρήση ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών.

Εξετάζοντας τα υπέρ και τα κατά, καθώς αποδεικνύεται ότι δεν αποφέρουν όσα υποσχέθηκαν, ενώ το ρεύμα παραμένει ακριβό, οι επιστήμονες επισημαίνουν την ανεπανόρθωτη περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούν.

Ως εικαστικός και σκηνοθέτης, ο Κατζουράκης χρησιμοποιεί εύστοχα την εικόνα, με πλάνα από παροπλισμένες ανεμογεννήτριες, για να καταδείξει τα δισεπίλυτα προβλήματα που έχουν ανακύψει, 20 χρόνια μετά, από την ελλιπή συντήρηση και το γερασμένο πλέον υλικό τους.

Το σταθερό πλάνο με μια μακριά νταλίκα να διασχίζει για αρκετό χρόνο την οθόνη, μεταφέροντας τη μία από τις τρεις συνολικά τεράστιες έλικες μιας ανεμογεννήτριας, σε αντιπαραβολή με την κλίμακα των σπιτιών στο φόντο, λειτουργεί ως οπτικό μοτίβο του δυσανάλογου μεγέθους, καθώς ακολουθεί η μεταφορά και της δεύτερης έλικας, σε μια σκηνή χωροχρονικού στοχασμού, που ανακαλεί και την ελεγειακή τσέχικη ταινία «10.000 ήλιοι» (1967/Φέρεντς Κόσα), για τη μετάβαση ενός μικρού χωριού από τη φεουδαρχία στην εκβιομηχάνιση, σε τρεις δεκαετίες.

Σε μια ιστορική ανασκόπηση, ο Κατζουράκης υπενθυμίζει πως προπολεμικά η αγγλική εταιρία Πάουερ είχε εξασφαλίσει με αποικιοκρατική σύμβαση την αποκλειστικότητα της διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα μας, ξεσηκώνοντας σοβαρές αντιδράσεις για τις υπέρογκες αυξήσεις στο ρεύμα, με το σύνθημα «κάτω η Πάουερ» να κυριαρχεί στα συλλαλητήρια της εποχής, στα οποία συμμετείχαν και οι εργαζόμενοι της Ηλεκτρικής Μονάδας Κερατσινίου, οι ίδιοι που τον Σεπτέμβριο του 1944, αγωνίστηκαν στην περίφημη «Μάχη της Ηλεκτρικής», μαζί με τους ΕΛΑΣίτες, για να αποτρέψουν τα σχέδια των υποχωρούντων Γερμανών να ανατινάξουν το εργοστάσιο, βυθίζοντας στο σκοτάδι Αθήνα και Πειραιά. Αυτή η ιστορική αφήγηση ζωντανεύει με συναρπαστικές μαρτυρίες και πλούσιο αρχειακό υλικό, μέχρι το 1950, όταν η ΔΕΗ ανέλαβε το τιτάνιο έργο του εξηλεκτρισμού της χώρας, εξασφαλίζοντας μέσα σε μια 20ετία ρεύμα για όλους τους πολίτες.

Η επονομαζόμενη «απελευθέρωση» της ενέργειας, το 1999, επέφερε διπλασιασμό της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και μια 20ετία μετά, εν μέσω μνημονίων, εμφανίζεται το νέο φαινόμενο της «ενεργειακής φτώχειας», όπου οι νεόπτωχοι αδυνατούν να πληρώσουν το ρεύμα, στερούμενοι τα αγαθά που αυτό εξασφαλίζει.

Ο Κατζουράκης, μαζί με τον Λεωνίδα Βατικιώτη στο σενάριο, στηλιτεύουν το γεγονός πως μια επονομαζόμενη Αριστερή κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις, το 2015, ότι θα σταματήσει το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, ήταν αυτή που προέβη στην ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, καθιστώντας εκ νέου το ηλεκτρικό ρεύμα προνόμιο μόνο όσων μπορούν να το αγοράσουν.

Ως άλλος Μαγιακόφσκι, που εξυμνούσε το ύψιστο συλλογικό αγαθό του ηλεκτρικού ρεύματος, στις εκσυγχρονισμένες σοβιετικές κοινωνίες, ο Κατζουράκης ανατρέχει στο μύθο του Προμηθέα, αναδεικνύοντας πως η συνθήκη που τον μετέτρεψε σε ήρωα ξεπερνάει την αρχαία εποχή και γίνεται το σύμβολο αγωνιστικών διεκδικήσεων, με λαμπερό παράδειγμα θάρρους και έμπνευσης τη συλλογική διεκδίκηση της Μάχης της Ηλεκτρικής, ώστε το ηλεκτρικό ρεύμα να παραμείνει αδιαπραγμάτευτο κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα.

Με επίκεντρο τη χαρισματική προσωπικότητα του ελληνοκύπριου Κωστή Αχνιώτη (1952-2017), δραστήριου μέλους της κυπριακής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, υπέρ της επανένωσης της Κύπρου, το ωριαίο κυπριακό ντοκιμαντέρ «Tongue», των Παναγιώτη Αχνιώτη και Ανδρέα Αναστασιάδη, ιχνηλατεί μέσα από μαρτυρίες φίλων, συγγενών και συναγωνιστών, τον πολιτικό αγώνα για μια ανεξάρτητη κυπριακή αριστερά. Ο εμπεριστατωμένος πολιτικός λόγος των δημιουργών, που εκφωνείται εκτός κάδρου, με πολιτικά αποσπάσματα ποιητικής διαλεκτικής διάθεσης, περιγράφει με ανάγλυφη ένταση μια για χρόνια οξυμένη κατάσταση πόλωσης, προβάλλοντας ένα δικοινοτικό κίνημα επανένωσης, σε μια χώρα που «ο αγώνας για τη ζωή είναι ο αγώνας για να αναγνωριστούν όλοι οι κρυφοί θάνατοι», ενώ η γεωγραφία της «είναι τα κρυφά νεκροταφεία, τα οπλοστάσια της αποικιοκρατίας και του εθνικισμού πάνω στα οποία περπατούν κάθε μέρα».

Επιστήθιοι φίλοι και αγωνιστές ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι που πλαισίωσαν τους αγώνες του Κωστή, από τα τέλη του ’70, μιλούν με θαυμασμό και συγκίνηση για τον άνθρωπο που ίδρυσε στην παλιά Λευκωσία ένα αγωνιστικό ορμητήριο μιας εναλλακτικής Αριστεράς, εκτός του ΑΚΕΛ, περιγράφοντας με νοσταλγική αναπόληση ένα ολόκληρο αγωνιστικό σύμπαν που κυοφόρησε ιδεολογικές αγωνίες και έμπρακτες εκατέρωθεν πολιτικές και οικολογικές διεκδικήσεις, σε μια διχασμένη χώρα. Με τη Λευκωσία χωρισμένη για πολλά χρόνια σε δυο παράλληλους κόσμους με την πράσινη γραμμή, ως «σύνορο που αποτελεί βιότοπο για χιλιάδες άλλα ζώα για τα οποία αυτή η μιλιταριστική αρχαιολογία σηματοδοτεί την αρχή παρά το τέλος, γιατί στο σημείο του τελευταίου επιτρεπτού βήματος, ξεκινάει ένας άλλος κόσμος, αυτός που υπάρχει στο ενδιάμεσο». Τούρκοι σύντροφοι μιλούν στην κάμερα τονίζοντας πως όλοι μαζί τρώγαν, πίναν και συζητούσαν σε μια κοινή πάλη που εξελίχθηκε σε εργατική συνείδηση και μια εμπειρία της Αριστεράς στην κοινή της δράση με την άλλη κοινότητα, μέσα από μια παράλληλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, καθώς εκατέρωθεν οργανωνόταν ένα ταξικό κίνημα κοινών διεκδικήσεων, αναπτύσσοντας ενιαία «κυπριακή συνείδηση». Σε αναζήτηση αυτής της περίφημης «κυπριακότητας» οι γενιές που έζησαν την εμπειρία της συνύπαρξης έστω και αποσπασματικά, επιχειρούν να προσδιοριστούν αποτάσσοντας την «κανονικοποίηση της διχοτόμησης» μέσα στην οποία ανδρώθηκαν και μέσα από μια οικολογική αντίληψη του κοινού τους χώρου, προτάσσουν «το δικαίωμα να ζήσουν στην Κύπρο, χωρίς το κυπριακό παραλλήρημα», διεκδικώντας μια κυπριακή αριστερά ανεξάρτητα από ελληνόφωνους ή τουρκόφωνους και μακριά από το κυρίαρχο μισαλλόδοξο εθνικιστικό αφήγημα της διχοτόμησης.

Ξεκινώντας με την αγωνιστική ρήση του Μαρξ απ’ το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος «η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων», το ωριαίο ντοκιμαντέρ «Δεμένοι» του Τάσου Μόρφη, καταγράφει τον αγώνα των εργαζομένων στη Ναυτιλιακή εταιρία Λέσβου (Ν.Ε.Λ.) για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων, έπειτα από οικονομική κατάρρευση της εταιρίας. Με 160 απλήρωτους ναυτικούς σε επίσχεση εργασίας, εγκλωβισμένους σε τέσσερα καράβια της εταιρίας, δεμένα στο νέο μώλο Δραπετσώνας, η κάμερα παρακολουθεί τις πρώτες τους προσπάθειες, κατά τις πρώτες σαράντα μέρες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στις συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας των εργαζομένων, όπου συμβιβάζονται αρχικά να διεκδικήσουν την καταβολή ενός μηνιάτικου. Δίχως ανταπόκριση από τη Ν.Ε.Λ., αποφασίζουν να οργανωθούν και να εντείνουν την πίεση τους διαμαρτυρόμενοι έξω από το υπουργείο Ναυτιλίας, όπου ο τότε υπουργός Θ. Δρίτσας ακούει υπομονετικά τα αιτήματά τους, επιχειρώντας να βρει λύση. Τις πρώτες πρωινές ώρες τους αναφέρει πως το υπουργείο θα μπορούσε να επιδοτήσει την εταιρία, για τη διεκπεραίωση των άγονων γραμμών, οπότε θα μπορούσαν να διεκδικήσουν να πληρωθούν από αυτά τα χρήματα. Τα χρήματα μπήκαν στο λογαριασμό της εταιρίας, αλλά δεν τα άγγιξαν οι εργαζόμενοι. Οι απελπισμένοι εργαζόμενοι διαμαρτύρονται τον Ιούλιο του 2015 έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, ζητώντας να εκποιηθούν τα πλοία και να πληρωθούν. Ο τότε διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού Δ. Τζανακόπουλος τους δίνει υποσχέσεις, αλλά τον Αύγουστο του 2015, όταν ξαναπάνε απελπισμένοι, τους υποδέχονται αστυνομικές δυνάμεις. Ο σκληρός επίλογος γράφεται Σεπτέμβρη του 2015, όταν οι αγωνιζόμενοι ναυτικοί απολύθηκαν και εξωθήθηκαν σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, που τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2019, δεν έχει ολοκληρωθεί. Αρκετοί από αυτούς συνταξιοδοτήθηκαν, κάποιοι συνέχισαν να εργάζονται στη ναυτιλία, έχοντας μέχρι σήμερα εισπράξει λιγότερα από τα μισά των δεδουλευμένων.

Έξοχο δείγμα σύγχρονης καταγραφής των εργασιακών συνθηκών, το 27λεπτο ντοκιμαντέρ «Χέρια σε χλωρίνη», της Ιωάννας Νεοφύτου, προσεγγίζει το επάγγελμα της καθαρίστριας με πειραματική διάθεση, μέσα από τις παράλληλες μαρτυρίες δυο καθαριστριών, μιας ξένης και μιας Ελληνίδας. Ο ιδιότυπος εκτός κάδρου διάλογός τους αποτυπώνεται με την παράλληλη απεικόνιση της επίπονης δουλειάς τους, με την οθόνη διαιρεμένη στα δυο, όπου προβάλλονται σε μακρόστενο φορμά, στην αριστερή μεριά, τα πλάνα της ξένης καθαρίστριας που ξεσκονίζει καταλόγους και σφουγγαρίζει σε μια γκαλερί, ενώ στη δεξιά, τα πλάνα της Ελληνίδας καμαριέρας που στρώνει κρεβάτια και καθαρίζει μπάνια στα πολυτελή δωμάτια ενός ξενοδοχείου. Με τις δυο εργαζόμενες να δουλεύουν ασταμάτητα, το ηχητικό πεδίο στηρίζεται στην ηχογραφημένη συζήτηση-μαρτυρία τους, όπου σταδιακά αποδεικνύεται η συστηματική εκμετάλλευση από τους εργοδότες τους και η ρατσιστική απαξίωση από τον κοινωνικό περίγυρο, μεταφέροντας το σημαινόμενο στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Αρχικά προσπαθούν να πειστούν πως δένονται με τη δουλειά τους, παρακολουθώντας από απόσταση τους πελάτες που έχουν το προνόμιο να διασκεδάζουν στα μέρη που αυτές καθαρίζουν. Ωστόσο αποκαλύπτονται υποτιμητικές συμπεριφορές και εργασιακή ανασφάλεια, εξαιτίας της προχωρημένης τους ηλικίας, συστηματικοί εκβιασμοί της εργοδοσίας με όπλο την απόλυση και ο φόβος των εργολαβικών συνεργείων καθαρισμού, με εξευτελιστικές αμοιβές.

Το ιδιαίτερο αυτό ντοκιμαντέρ καταλήγει σε μια σκληρή ταξική συνειδητοποίηση δυο εργαζόμενων ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου που παραμένει «αόρατος», ενώ η κοινωνία αρνείται πεισματικά να διαπιστώσει τις εργασιακές αδικίες.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ «Η δύναμη της εικόνας» του Μενέλαου Κυρλίδη, που δίνει βήμα στον προικισμένο Νίκο Καβουκίδη, θρυλικό διευθυντή φωτογραφίας της Φίνος Φιλμ, να μιλήσει για τη συναρπαστική σταδιοδρομία του στο ελληνικό σινεμά, όπου από ερασιτέχνης και τεχνίτης αναδείχθηκε σε πρωτοποριακό διευθυντή φωτογραφίας και εξαιρετικό σκηνοθέτη συγκλονιστικών ντοκιμαντέρ. Όπως περιγράφει ο περήφανος «Κοκκινιώτης» και «Μικρασιάτης» Νίκος Καβουκίδης, η καταλυτική γνωριμία του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή πατέρα του Γιώργου Καβουκίδη με τον Φιλοποίμενα Φίνο και η από κοινού ίδρυση της περίφημης Φίνος Φιλμ, του έδωσαν την ευκαιρία να ανδρωθεί στα κινηματογραφικά πλατό της εταιρίας, όπου ξεκίνησε να δουλεύει από 15 ετών. Εκεί, ασχολήθηκε με τα πάντα γύρω από το σινεμά, περνώντας από όλες τις βαθμίδες, μέχρι να γίνει βοηθός οπερατέρ για 6 χρόνια, στο πλευρό του Ντίνου Κατσουρίδη, του μεγάλου δασκάλου του, όπως τον αποκαλεί. Στη Φίνος φιλμ ο Καβουκίδης έκανε 25 ταινίες όπου πάντα προσπαθούσε να πειραματιστεί με κάτι διαφορετικό, ενώ ο ίδιος αποκαλύπτει πως εκτός από την πρακτική εξάσκηση, διάβαζε σχετικά ιταλικά βιβλία και έβλεπε σοβιετικές ταινίες με επίκεντρο τη δουλειά του φωτογράφου Ανατόλι Γκολόβνια που θαύμαζε, εφαρμόζοντας αντίστοιχα σχήματα φωτισμού στις μετέπειτα δουλειές του με γνωστές πρωταγωνίστριες. Από τους πρώτους που δούλεψε το ανακλώμενο φως στην Ελλάδα, ο Καβουκίδης σκαρφιζόταν τεχνικές πατέντες, ώστε να δημιουργεί τις απαραίτητες ανακλάσεις. Από τις δουλειές του στη Φίνος φιλμ θεωρεί σημαντική την ταινία «Αμόκ» (1963/Ντίνος Δημόπουλος), την πρώτη με την αισθητική του υπογραφή, καθώς είχε αρκετά πλάνα «μέρα για νύχτα» όπου έκανε χρήση τεράστιων ρεφλεκτέρ δουλεύοντας κόντρα φως και φίλτρα ντεγκραντέ, αλλά και την ταινία «Λόλα» (1964/Ντίνος Δημόπουλος), όπου δούλεψε στα εσωτερικά με φίλτρα διορθωτικά για να μαλακώνουν στα κοντινά τα πρόσωπα, ενώ στα εξωτερικά με πολλά φίλτρα για να σπάει το κοντράστ, καθώς προτιμά τα ανοιχτά διαφράγματα. Εύστοχα ο σουρεαλιστής σκηνοθέτης Νίκος Αλευράς αναφέρει πως «ο Καβουκίδης, μορφή και κολώνα του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν στη διεύθυνση φωτογραφίας ό,τι ο Βαμβακάρης στο ρεμπέτικο».

Στη συνέχεια, ο Καβουκίδης αναφέρεται στις συνεργασίες με σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, στις ταινίες «Ληστεία στην Αθήνα» (1969/Βαγγέλη Σερντάρη) και «Το προξενιό της Άννας» (1972/ Παντελή Βούλγαρη), αλλά και στη σημαντική και παραγωγική συνεργασία του με τον Νίκο Κούνδουρο, στα «Τραγούδια της φωτιάς» (1974/Νίκος Κούνδουρος), στο «Μπορντέλο» (1985) και στο «Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» (1992), όπου κέρδισε το κρατικό βραβείο φωτογραφίας, χάρη στην έμπνευσή του να δαμάσει τον ήλιο για να δημιουργήσει τη χειμωνιάτική ατμοσφαιρική ομίχλη του γεμάτου υγρασία Μεσολογγίου, με χρήση πολλών μαύρων καπνογόνων του στρατού. Σημαδιακή θεωρεί την πολεμική ταινία «Η Μεσόγειος φλέγεται» (1970/Δημήτρη Δαδήρα), γιατί εκεί γνώρισε την αγαπημένη του Σοφία Ρούμπου. Ως σημαντικές συνεργασίες αναφέρει τις ταινίες «Lilly’s Story» (2002/Ροβήρου Μανθούλη), «Η σκόνη που πέφτει» (2004/ Τάσου Ψαρρά), αλλά και τις δουλειές του στην τηλεόραση και στη διαφήμιση, καθώς έχει γυρίσει χιλιάδες διαφημιστικά. Προς το τέλος αναφέρεται στα ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ο ίδιος, καθώς κατέγραφε με μια κάμερα στο χέρι όλα τα επίκαιρα πολιτικά γεγονότα. Έτσι έφτιαξε το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» (1975), με έγχρωμα ντοκουμέντα για την περίοδο από τη χούντα μέχρι την μεταπολίτευση. Αργότερα, μοντάροντας και υλικό του πατέρα του από την κατοχή, δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «Μνήμες» (2017), ταινία-μνημείο για την Ελλάδα του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ-ΕΠΟΝ, από τη δικτατορία Μεταξά μέχρι και το ’52, ενώ κλείνει κάνοντας αναφορά στο φεστιβάλ Ολυμπίας και στα εργαστήρια της Κάμερα Ζιζάνιο, όπου ο ίδιος συμμετέχει και βοηθάει ενεργά κάθε χρόνο την προσπάθεια των μαθητών να μάθουν να χειρίζονται τα εργαλεία του σινεμά.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!