του Βασίλη Ξυδιά
Στο προηγούμενο φύλο του Δρόμου, στο σημείωμά μου με τίτλο Κοινή πολιτική ομπρέλα διαλόγου και πράξης (Αφιέρωμα για το τι λείπει και τι χρειαζόμαστε στον νέο πολιτικό κύκλο), υποστήριξα κάτι μάλλον προφανές. Πως για τη συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου από την κρίση είναι απαραίτητος ο συνδυασμός της γενικής κεντρικής πολιτικής με τα επιμέρους κινήματα αντίστασης και αλληλεγγύης που προκαλούνται από την εφαρμογή των μνημονίων και την προϊούσα κατάρρευση του κράτους. Είπα όμως και κάτι που δεν τόσο αυτονόητο. Πως κρίσιμη προϋπόθεση γι’ αυτόν τον συνδυασμό είναι το ξεπέρασμα από την πλευρά των κινημάτων και των λαϊκών αντιστάσεων τόσο του κρατικιστικού διεκδικητισμού όσο και του απολιτίκ εναλλακτισμού.
Θα ήθελα σήμερα να σταθώ σ’ αυτό το ζήτημα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση των κινημάτων και της έννοιας του ακτιβισμού απ’ αυτή στην οποία έχει μαθητεύσει εδώ και πολλές δεκαετίες η αριστερά, παραδοσιακή και εναλλακτική. Διότι αυτό που χρειάζεται τούτη την ώρα δεν είναι η διεκδίκηση ή υπεράσπιση παροχών και δικαιωμάτων (διεκδικητισμός)· ούτε η δημιουργία αυτόνομων εναλλακτικών θυλάκων (εναλλακτισμός). Και τα δύο αυτά, αν και αντιθετικά μεταξύ τους, προϋποθέτουν και τα δύο -είτε το ομολογούν, είτε όχι- ένα ισχυρό κεντρικό κράτος στο οποίο αντιτίθενται ή το οποίο προφασίζονται πως αγνοούν.
Σήμερα που τα μνημόνια γκρεμίζουν συθέμελα τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας όπως την ξέραμε, το δε κράτος αποδιοργανώνεται και καταρρέει σε ό,τι αφορά κατ’ εξοχήν τις κοινωνικές του λειτουργίες, δεν υπάρχει χώρος για αριστερές πολυτέλειες – ούτε της διαμαρτυρίας, ούτε της διεκδίκησης, ούτε των εναλλακτικών πειραματισμών. Έχουμε ανάγκη από στιβαρά κινήματα καθολικής κοινωνικής, οικονομικής και διοικητικής ανασυγκρότησης. Που σημαίνει ανάληψη από την ίδια την κοινωνία της ευθύνης κρίσιμων κοινωνικών, οικονομικών και διοικητικών λειτουργιών, πλαγιοκοπώντας με κάθε δυνατό τρόπο -απ’ έξω κι από μέσα- τις υφιστάμενες σήμερα δομές, είτε αυτές είναι του κράτους, είτε της κυρίαρχης αγοράς.
Είναι θέμα για το οποίο πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά, σε βάθος και διά μακρόν, και στο οποίο ελπίζω να επανέλθω σε επόμενο κείμενό μου. Έχω πάντως την αίσθηση πως είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος με τον Ανδρέα Καρίτζη, ο οποίος στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου μιλούσε για «ανάπτυξη κοινωνικών και παραγωγικών κυκλωμάτων με σκοπό την αυτονόμηση βασικών λειτουργιών της κοινωνίας από τον ασφυκτικό έλεγχο αντιδημοκρατικών θεσμών».
Κι ενώ αυτά δεν μπορούν παρά να δοκιμαστούν πρώτα απ’ όλα στα επιμέρους πεδία που αναπτύσσονται τα διάφορα τοπικά ή θεματικά κινήματα, είναι εντούτοις από τα πιο σημαντικά, ίσως το πιο σημαντικό, από τα στοιχεία ενός κεντρικού στρατηγικού αναπροσανατολισμού του γενικού πολιτικού αγώνα, όπως τουλάχιστον εγώ τον αντιλαμβάνομαι. Πιστεύω, δε, ότι αυτό εννοεί και ο Α. Καρίτζης όταν λέει στο άρθρο που προανέφερα ότι τόσο ο εκλογικός όσο και ο κινηματικός αγώνας πρέπει να ενταχθούν «σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οργανωσιακής και επιχειρησιακής αναβάθμισης των τμημάτων της κοινωνίας που καταδικάζονται σήμερα».
Όπως και να το πούμε, η ουσία είναι μία. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να περάσουμε ως κοινωνία και ως αντιμνημονιακό πολιτικό κίνημα από την αντίσταση στη χειραφέτηση.